Monday 1 June 2015

* Κάτω από τη μέση…

Εκτός από τις ώρες που κοιμόταν, το ποτήρι με το κρασί επάνω στο γραφείο του ήταν πάντοτε γεμάτο.
Το μπουκάλι πλέον, δεν το έβαζε καν στο ψυγείο, μιας και το πηγαινέλα στην κουζίνα, για να γεμίζει το ποτήρι, του είχε σπάσει τα νεύρα…
Έτσι κι αλλιώς, το δωμάτιό του ήταν τόσο κρύο που, μια χαρά θερμοκρασία είχε το λευκό μοσχάτο που είχε ανακαλύψει πρόσφατα.
- "Κατεβαίνει σαν Sprite ρε συ…", έλεγε, λες κι αυτό συγχωρούσε από μόνο του την αμαρτία.

Δεύτερη μέρα από το ρεπό του. Μεσημέρι ήδη.
Είχε γυρίσει σπίτι και πάλι κομμάτια, από την πρωινή έξοδό του. Τουλάχιστον όμως, είχε επιτέλους αγοράσει εκείνο το ρημαδοκρέββατο που έψαχνε τόσο καιρό. Έξι μήνες στο φουσκωτό στρώμα είχαν αρχίσει να αφήνουν σημάδια και στο κορμί, πέραν του ότι είχε γαμηθεί η ψυχολογία του.
Επιλογή του κι αυτή.
Ναι.
Και μόνο η ιδέα, του ότι, σε τρεις ημέρες θα μπορούσε και πάλι να κοιμηθεί σαν άνθρωπος, τον έκανε να χαμογελά σα χαζό… Αυτό βέβαια, τις στιγμές που δεν τον έριχναν όλα τα υπόλοιπα.

Να κοιμηθεί…
Τέλος πάντων. Να ξαπλώσει, έστω.
Ο ύπνος ήταν πολυτέλεια κι αυτός.
Ίσως λόγω της αλλαγής του roster του.

Ίσως όχι.




Διέκρινε στη συμπεριφορά του τα αρχικά στάδια κατάθλιψης.
Είχε περάσει από αυτό το σημείο χρόνια πριν, οπότε, του ήταν εύκολο να τα αναγνωρίσει.
Αν μη τι άλλο, το έπαιρνε και πάλι από την αρχή κι όχι από το επόμενο στάδιο που, είναι η εγκατάληψη κάθε προσπάθειας.

Τα φαντασματάκια αλώνιζαν στη γειτονιά, μετά από πολύ καιρό.
Νόστος;
Όχι… Σίγουρα όχι.
Μα πώς διάλο έπεσε αυτή η λέξη στο τραπέζι; Μετά από όλα αυτά;
Τί διάλο! Στη διαδικασία επαναφοράς βρισκόταν. Πώς θα εγκαθιστούσε το νέο λειτουργικό, εάν πρώτα δε φορμάριζε το σκληρό του δίσκο;
Είναι σα να θες να σβήσεις μια κόλλα χαρτί για να ξαναγράψεις… δίχως η γόμα να περάσει πάνω από εκείνα που είναι ήδη γραμμένα.
Ε, δε γίνεται.

Και ξέρεις… η Ζωή, μια κόλλα χαρτί είναι.
Δεν υπάρχει δεύτερη στην ίδια πίστα.
Μια κόλλα σου δίνεται κι εσύ ξεκινάς να γράφεις…

Αν έχεις ζήσει μαλακισμένα και την έχεις γεμίσει από κάθε είδους ασυναρτησία κι έχεις ήδη γυρίσει σελίδα και βλέπεις ότι, τελειώνει κι αυτή… τότε είτε το βουλώνεις και βολεύεσαι με τις τελευταίες γραμμές που σου απέμειναν κι ό,τι γίνει… ή γυρνάς στα προηγούμενα και ξεκινάς να σβήνεις όσα έχεις γράψει ως τώρα… ώστε να ξαναρχίσεις να τη γεμίζεις.

Εκεί βρισκόταν.
Είχε γεμίσει την πρώτη του σελίδα… και κόντευε στο τέλος της δεύτερης.
Κι ενώ ένιωθε πως, είχε πολλά ακόμα να γράψει αλλά και να ζωγραφίσει, το λευκό περιθώριο τελείωνε.
Το καλό με την κόλλα του, ειδικά στη δεύτερη σελίδα, ήταν το ότι, δεν είχε γραμμές.
Μπορούσε να γράψει όπου αυτός ήθελε. Μόνο που…
Μόνο που, ως τώρα, έκανε άλματα και γράμματα μεγάλα και είχε ξοδέψει, σχεδόν, όλο το χώρο που του δόθηκε.

Έπρεπε να γυρίσει πίσω και να αρχίσει να σβήνει.
Από την κόλλα αν μη τί άλλο.
Ε, κι εκεί ήταν που έπαιρναν μορφή τα φαντασματάκια.
Κάθε που άγγιζε τη γόμα στα γραμμένα… εκείνα έπαιρναν ζωή ξανά. Κι έκαναν φασαρία καθώς τα έσβηνε.
Μεγάλη φασαρία.

Όχι όμως και Νόστος!
Πώς διάλο… Πώς έπεσε η λέξη στο τραπέζι;
Το είχε βρει άδικο.
Φυσικά, θα υπήρχε λόγος που συνέβη αυτό μα… για την ώρα, δεν το είχε.
Έπρεπε να ανταποδώσει το κτύπημα.

Κι εκείνη η τσουλίτσα η Ζωή, του είχε δώσει λαβή πριν καν αναφερθεί εκείνη η λέξη.
Οπότε, δε χρειάστηκε να κατασκευάσει κάτι από μόνος του… Ήταν όλα έτοιμα.
Και το χτύπημα που της έδωσε, ήταν κάτω από τη μέση, για άλλη μια φορά.
Κι όσο τα άντερά του ανακατεύονταν και ήθελε να ξεράσει την ίδια του την ψυχή, τόσο "οι φωνές" τον έκαναν ακόμα πιο σκληρό.

Οι Φωνές…
Προφανώς, η πιο εύκαιρη δικαιολογία του κάθε βλαμμένου.
Και η πλάκα είναι πως… μεταξύ βλαμμένων, οι Φωνές είναι κοινά αποδεκτές ως αιτιολογία.
Σε σημείο τέτοιο που, το "θύμα" να ευγνωμονεί το "θύτη" για το κάθε κτύπημα ξεχωριστά!

Ω, ναι!
Τόσο όμορφα κι απλά…

Αφού ήπιε και την τελευταία γουλιά κρασί, άνοιξε και το νέο μπουκάλι, γεμίζοντας το ποτήρι του ξανά…
Είχε βάλει τα φαντασματάκια του για ύπνο και ήταν όλα ήρεμα μέσα κι έξω του. Και πάλι.

- "Όλα καλά", ψιθύρισε στον καθρέφτη του.
- "Όλα καλά", του απάντησε κι έπεσαν κι αυτοί για ύπνο.

Το ποτήρι με το κρασί, θα τον περίμενε ως το απογευματάκι.
Εκεί.
Στο γραφείο επάνω.
Καθώς θα σηκωνόταν, θα το κατέβαζε μονορούφι λίγο πριν ανάψει και πάλι το μικρό καλοριφέρ, δίπλα στο γραφείο του.
Έτσι, για να σπάσει λίγο η υγρασία.

Την Πέμπτη, θα κοιμόταν και πάλι σε κρεβάτι!

Όλα καλά…




…απόσπασμα από τη ΣυνΛογή "Όλα Καλά", του Γρ. Κρέζου