Tuesday 11 November 2014

* Αναθέσεις κι Αναλήψεις

…μόνο που, δεν έμοιαζε με οτιδήποτε άλλο είχε συναντήσει ως τώρα στη ζωή του.
Το χρώμα του ήταν Βαθύ Μπλε. Και, ξέρεις… όχι σαν μπλε σε απύθμενο βυθό. Μα ούτε και σαν λυκαυγές σε ξάστερο ουρανό.

Ένας μέσος ανθρώπινος εγκέφαλος έχει, πάνω κάτω, 100 δισεκατομμύρια νευρώνες.
Όσο κι αν δοκίμασε κάθε δυνατό μεταξύ τους συνδιασμό, δεν κατάφερε να θυμηθεί αυτό το Βαθύ Μπλε που, τώρα δα, του χάιδευε τα μάτια.
Βέβαια, αυτός… δεν ήταν ένας μέσος άνθρωπος, δεν κινούταν πάνω κάτω… και, μετά τις τελευταίες εξετάσεις του… υπήρχαν πλέον ενδείξεις πως, δεν ήταν καν Άνθρωπος.





Βαθύ Μπλέ.
Τόσο γνώριμο, όσο ακριβώς κι άγνωστο. Ξένο.
Σαν μενεξές που έχανε σιγά σιγά το κόκκινό του.

Άπλωσε το χέρι του να το αγγίξει μα… ο πόνος, υπενθύμιση πως, δεν ήταν έτοιμος για κάτι τέτοιο, ακόμα.

Εδώ και κάποιο καιρό, συνέχιζε το ταξείδι μόνος του.
Άλλωστε, αυτή ήταν κι η συμφωνία με εκείνον που του είχε δώσει αυτήν τη δεύτερη ευκαιρία.

- "Τρεις φορές του χτύπησα την πόρτα", συνήθιζε να λέει όποτε αναφερόταν στο Θάνατο, "μα και τις τρεις φορές, εκείνος μου την έκλεισε κατάμουτρα".

Μιλούσε για το Θάνατο σα να ήταν πρόσωπο υπαρκτό. Ξέρεις. Σα μια οντότητα όπως κι οι άλλες. Με Σάρκα και Οστά. Με Νύχια και με Δόντια. Με Όνομα κι Επίθετο. Ταυτότητα
Σα να ήταν κάποιος φίλος του παλιός. Που είχε χρόνια να τον δει.
Όχι ότι είχε κάποιο ιδιαίτερο καημό να ιδωθούνε πάλι, μα… μιλούσε για 'αυτόν', σα να ήταν άλλο απ' τη Ζωή. Κι όχι το αντίθετό της.

- "That's my job", ψιθύρισε.
(Αυτή είναι η Δουλειά μου…)

Βέβαια… για όσους δεν 'διάβαζαν' τον τόνο της φωνής του κάθε που μιλούσε, μα έμεναν μόνο στις λέξεις, δίχως να βλέπουν χρώματα… αυτό το, "That's my job", μπορούσε να αποκτήσει τρεις διαφορετικές έννοιες.

Αν έλεγε κανείς πως, "THAT's my job", θα ήταν σα να εννοούσε, "ΤΕΤΟΙΑ είναι η δουλειά μου κι αν σ' αρέσει".
Αν έλεγε…, "That's MY job", θα ήταν σα να εννοούσε, "Αυτή είναι ΔΙΚΗ μου δουλειά. Κοίτα τη δική σου".
Μα, από το στόμα του βγήκε ένα, "That's my JOB", με ένα γλικόπικρο χαμόγελο, γνωρίζοντας πως, κάθε του βήμα, κάθε κίνηση και κάθε λέξη, έπρεπε να γίνει έτσι ακριβώς όπως κι έκανε.
Ήταν εκεί για συγκεκριμένο σκοπό.
Κι όφειλε να αντέξει.
Όσα κτυπήματα κι αν θα δεχόταν. Όσες προκλήσεις και προσκλήσεις. Όσο ξένος κι αν φάνταζε λόγω του τρόπου που Σκεφτόταν. Όσο Παρά-ξενος και Πρό-ξενος, Ακόλουθος και Επί-Ακόλουθος κακών.
Τόσο ανεπιθύμητος για τις Επι-λογές του, όσο μικρός κι ασήμαντος για τις Παρά-λογές του.

Κάθε του βήμα τον έφερνε και πιο κοντά στην επόμενη Αποστολή του.
Κάθε του πράξη, κατέστρεφε κι ένα ακόμη κομμάτι από τη Στολή του.

Συμβόλαιο με το Συμβόλαιο το κάθε Βήμα.
Συμβόλαιο με το Συμβόλαιο και νέα Στολή.
Όχι Μάσκα.
Στολή.

Δεν υποκρινόταν το ρόλο του.

Ντυνόταν το ρόλο του.

Κι όλα αυτά, μέχρι που αντίκρυσε για πρώτη του φορά εκείνο το Βαθύ Μπλε…

Και, ξέρεις… όχι σαν μπλε σε απύθμενο βυθό. Μα ούτε και σαν λυκαυγές σε ξάστερο ουρανό.
Τόσο γνώριμο, όσο ακριβώς κι άγνωστο. Ξένο.
Σαν μενεξές που έχανε σιγά σιγά το κόκκινό του.

Και κάθε που άπλωνε το χέρι του για να τ' αγγίξει… ο πόνος, υπήρχε ως υπενθύμιση πως, δεν ήταν έτοιμος για κάτι τέτοιο, ακόμα.
Και κάθε που πονούσε, εκείνο αχόρταγα κι άπληστα και πεινασμένα, έσκιζε κι ένα κομμάτι από τη Στολή του.
Του άρπαζε κι ένα Συμβόλαιο μέσα απ' τα χέρια και το 'σκιζε κομμάτια αμέτρητα στον παγωμένο, της Ανταρκτικής, αέρα.

Κι όλα αυτά, μέχρι που χύθηκε κι αυτός ο ίδιος μέσα στο Βαθύ του Μπλε.
Όχι στο δικό του Βαθύ.
Του Μπλέ το Βαθύ.

Ναι… αυτές οι λέξεις που δεν κλίνονται, του προκαλούσαν ναυτία.
Αηδία… γιατί δε λες 'αηδία'!

- "
Αν είναι ξένες, άσε τες στην ησυχία τους", συνήθιζε να λέει. "Φτιάξε αντίστοιχη δικιά σου, άμα το 'χεις", συνέχιζε το κήρυγμα σε ποιο έντονο ύφος. Έντονο και περιπαικτικό θα έλεγα.
- "Κι αν φτιάξεις λέξεις, να 'ναι της προκοπής! Και κάνε τες να Κλίνονται. Να υποκλίνονται στης Σκέψης σου το μεγαλείο κι όχι να καλουπώνονται σε κάποιας Τσούλας Γλώσσας το μεταλλείο".

Θα το 'θελε πολύ να ήταν, 'Το Βαθύ του Μπλέως'…

Του Μπλέου, έστω. Να βγαίνει νόημα, τέλος πάντων.

Αλλιώς τί;

Ο Κόσμος ο πολύς θα νόμιζε, Το Βαθύ μου Μπλε, Το Βαθύ σου Μπλε, Το Βαθύ του Μπλε.
Ποιανού;
Κάποιου… 
Όποιου…
Έτσι κι αλλιώς, λάθος νόημα θα είχε.

- "Τσούλα Γλώσσα!", έτριξε τα δόντια του!

Αυτές οι ξένες λέξεις και οι βολικές, ήταν λειψές και δαύτες! Του είχαν κλέψει και τον τονισμό στα μονοσύλλαβα, εδώ και Χρόνια Πολλά (ἐπί τῄ εὐκαιρία, Πολύχρονοι ἄν ἑορτάζετε) κι ένιωθε αποκομμένος ΚΑΙ από αυτό.

Ένιωθε την πίεση να προσαρμόσει τη Σύνταξή του στα μέτρα τους.

Μα όχι. Όχι αυτός.

Η Γλώσσα ετούτη, Ξένη του ήταν πια.
Του ήταν Κόκκινη.
Καφέ.
Του ήταν άσχημη Μαβιά.
Κίτρινη.
Ξέρω κι εγώ;

Του ήταν Άλλο Χρώμα.
Κι αυτός με χρώμα πέρα από το Μπλέ, δεν ήθελε να μπλέξει.
Όχι ακόμα, αν μη τι άλλο.

Πέρα από το Μπλε
Ό,τι κι αν σήμαινε αυτό.

Γυμνός, μελανιασμένος, μακρυνός, σύρθηκε με κόπο ως  το παράθυρο που κοίταζε στον Κήπο.

- "Τσούλα Γλώσσα! Το μίζερο το μεγαλείο σου!", ειρωνεύτηκε. "Παράθυρο που 'Κοίταζε' στον Κήπο…", επανέλαβε, αρθρώνοντας τις λέξεις του αργά. Με στόμφο… "Σιγά μην έκλεινε και το μάτι", σιχτήρισε άλλη μια φορά, γελώντας μόνος με το αστείο του και γύρισε στο Μπλε του.

Στο δικό του Μπλε.
Όχι του… Βαθιού.




…απόσπασμα από τη συν-λογή κειμένων "Τσούλα Γλώσσα", του Γρ. Κρέζου, 1969-




Sunday 2 November 2014

* Mirabilis Jalapa κι άλλες νυκτερινές ανησυχίες (2)

…κι αυτό, όχι για κανένα άλλο λόγο μα, τα πλήκτρα ένιωθαν βαριά κάτω από τα δάκτυλά του.
Ήταν ήδη δέκα και τέταρτο το βράδυ και… 
ήταν ήδη βράδυ Πέμπτης και…
ήταν ήδη η τελευταία Πέμπτη του Οκτώβρη.

Η Μέρα τελείωνε.

Η Εβδομάδα τελείωνε.
Ο Μήνας τελείωνε.
Ο Χρόνος τελείωνε.

Ο Χρόνος… 

Το Έτος…

- "Χα!", αναφώνησε… "Καθόλου τυχαίο το 'έτος' κι ο 'ετός'!"

Στο πρόσωπό του, από δυο ρυτίδες στις άκρες των ματιών που, χάθηκαν κι αυτές κάτω απ' το βάρος της ημέρας.
- "Τσούλα Γλώσσα! Τσούλα, γιατί σκαλώσαμε δω πέρα. Τσούλα, γιατί αν δεν τσουλήσεις τώρα δα, θα φταις για…"

Τρέλα και Θύμησες, πιστές στο ραντεβού, να μπαίνουν αδιακρίτως απ' το μισάνοικτο παράθυρο κι απόψε.

Η μυρωδιά των δειλινών του σίγησε τη Σκέψη.





- "Ένα δοχείο χλωρίνης δύο λίτρων και δυο καθαριστικά τζαμιών. Κομμάτια λαμαρίνας, άχρηστα σιδηρικά…"
Μιας λαμαρίνας που ίσως και να δαγκώθηκε παλιά… και τώρα κείται πλέον άχρηστη κι ας χρίστηκε Έρωτας κι Αγάπη χρόνια πριν.
Μιας λαμαρίνας που έμεινε να περιμένει δυο λίτρα από της χλωρίνης το οξύ, όχι για να οξύνει… μα για να αμβλύνει τις όποιες διαφορές.
Να είναι όλα πάλι τζάμι… καθαρό. Διάφανο.

Έρωτας κι Αγάπη χρόνια πριν.

Έτη πριν.

Έτη και Ετοί.


- "Τσούλα Γλώσσα, επιτέλους!


Μα η γλώσσα είχε μείνει στάσιμη κι απόψε. Δεν τσουλούσε, όσο κι αν εκείνος προσπαθούσε να της θυμίσει τα μέρη που ταξείδευε συνήθως. 

Αρνούταν πεισματικά να κάνει και το παραμικρό βήμα.
- "Βλήμα!"
Το μόνο που κατάφερε να αρθρώσει.

Κοίταξε πίσω του ξαφνιασμένος, λες και το 'πε κάνας άλλος κι όχι αυτός.

Το δωμάτιο, γεμάτο σκιές. Προσφορά της καλόγουστης λάμπας γραφείου, την οποία είχε πολύ βολευτεί για καιρό -μα, με ένα σπαστικό διακόπτη, τον οποίο... όλο θα έφτιαχνε.

Σκιές…

Στους τοίχους. Στα έπιπλα. Στα μάτια του. Στη Σκέψη.
Παντού σκιές.
Του παρελθόντος. Το παρόντος. Του μέλλοντος.
Μόνο σκιές.
'Άυλες Υπάρξεις' που θα έλεγαν πολλοί.

Κι όμως…

Το μόνο που έκανε τα πλήκτρα τα βαριά να κινηθούνε, ήταν σαν πέσαν πάνω τους Σκιές της Λογικής του.
Φανήκανε να είναι πιο βαριές. Τα πλήκτρα υποχωρήσαν… κι αρχίσανε να γράφουν δυνατά.

Αρχικά, λέξεις δειλές.

Μετά, λέξεις διπλέςΚαι γενικά, λέξεις διάφορες.
Λίγο πιο κάτω αδιάφορες, μα όχι και αδιάφθορες… γεμάτες ενοχές και δίχως αντοχές.

Πώς άραγε να νιώθει αυτό το 'ι'…
Το μόνο γράμμα από όλα… που τόσο δανειζόμαστε κι όμως δεν το τιμούμε…
Για σκέψου πως, πολλοί, το έχουνε για "Γιώτα"… και δεν του κάνουν την τιμή, όπως κάνουν στα άλλα.
Άλφα, Βήτα, Γάμμα, Δέλτα, (…), Γιώτα!

Πώς άραγε να νιώθει αυτό το 'ι'…

Που τόσο δανειζόμαστε, ώστε οι όποιες "Ενοχές", να ακούγονται "Εν-Οχιές"…
Κι αυτές οι "Μαλακές", να μοιάζουν "Μαλακιές"…

- "Τσούλησε Γλώσσα, είπαμε… μα εσύ πια! 'ΕπαρΕφέρθης!"


Ήταν οκτώ το απόγευμα.
Τα βλέφαρά του όμως, βαριά.
Ίσως από τις Σκέψεις.

Αυτός να σκίζει το φακό κι εκείνη κρεμασμένη, στον ώμο του επάνω.


Μια τελευταία του ματιά.
Μια τους φωτογραφία.

Σκεπάστηκε ανάλαφρα κι ας είχε απόψε ψύχρα.
Ήθελε απλά, να κοιμηθεί. Για να Τσουλήσει η Νύχτα.

- "Τσούλα Νύχτα!", χαμογέλασε κι έκλεισε τα μάτια.

Κάποια στιγμή, θα τσουλούσε κι αυτή η Νύχτα και θα 'βγαινε και πάλι ο Ήλιος.

…μάλλον.





…απόσπασμα από τη συν-λογή κειμένων "Τσούλα Γλώσσα", του Γρ. Κρέζου, 1969-