Showing posts with label ΜΟΝΟ ΤΑΞΕΙΔΙ. Show all posts
Showing posts with label ΜΟΝΟ ΤΑΞΕΙΔΙ. Show all posts

Thursday, 24 October 2013

* Μόνο Ταξείδι... (2)



   ...κι αυτό γιατί φθάνοντας, το πρώτο που αντίκρυσαν ήταν οι δυο μεγάλες πέτρες στην πρύμνη μιας σάπιας, τσακισμένης βάρκας, στην άκρη της παραλίας.
- "Θυμάσαι;"
- "Πώς θα μπορούσα να ξεχάσω;"
- "Πόσα χρόνια να έχουν περάσει;"
- "Ανθρώπινα;"
- "Μα... είμαστε άνθρωποι εμείς;"
- "Τότε, τί ρωτάς;"

   Ανέπνευσαν κι οι δυο βαθειά και κοίταξαν τριγύρω. Ο αέρας, αν και παγωμένος, τους έκαψε τα πνευμόνια μονομιάς. Φάνηκε στο πρόσωπό τους. Αυτό το βλέμμα αγωνίας όταν, καμιά φορά, είσαι άρρωστος. Ξέρεις. Όταν νιώθεις πως, αν κάνεις το λάθος και βήξεις, δε θα σταματάς με τίποτα. Αυτό που βγαίνει σαν πνίξιμο, σαν καθάρισμα του λάρυγγα. Αυτό που κάνει τους αδένες σου να εκκρίνουν περισσότερο σάλιο. Να μαλακώσει λίγο η πληγή.
Ξέρεις... αυτό το κόλπο που ποτέ δεν πιάνει...

   Προχώρησαν προς τη βάρκα. Άγγιξαν με τα ακροδάκτυλά τους ό,τι είχε απομείνει από αυτό που ήταν κάποτε η Κουπαστή. Ίδια αίσθηση. Έτσι, σάπια και τσακισμένη ήταν και τότε. Κι όμως, αυτή θα τους πήγαινε στις Τέσσερεις Άκρες της Γης. Μα και στις Πέντε Θάλασσες. Φτάνει να το αποφάσιζαν. Μαζί...
   
- "Λες να υπάρχει ακόμα;"
- "Τρέμω. Κράτησέ με."
- "Πότε σε άφησα;"
- "Δεν ξέρω. Απλά. Κάνε το."

   Κρατώντας την από το χέρι, πλησίασαν τις δυο πέτρες. Κι οι δυο καρδιές κτυπούσαν δυνατά.
Είχαν περάσει πολλά χρόνια από τότε. Χρόνια Ανθρώπινα. Ποιος να θυμάται πόσα! Και, εδώ που τα λέμε... και ποιος νοιάζεται. Αρκεί που, κάποτε, υπήρξε η Πρώτη φορά και τώρα ετούτη εδώ. Σήμερα. Η Δεύτερη. Σε αυτήν εδώ την Παραλία.


   Πιο πάνω στην πλαγιά, ο βοσκός παρακολουθούσε τη σκηνή κι ευλογούσε το θείο τούτο δώρο. Μέσα στη μοναξιά του χειμώνα, το να δεις κάποιον ξένο σε ετούτη την, ξεχασμένη κι από τους θεούς, παραλία ήταν γεγονός που αποκτούσε ιδιαίτερη σημασία... και μάλιστα ξένους όπως αυτός εκεί κάτω, δίπλα στη βάρκα. Στη σάπια, τσακισμένη από το κύμα που την ξέβρασε, βάρκα. Μισόκλεισε τα μάτια μπας και δει πιο ξεκάθαρα. Να'ταν άντρας, για γυναίκα εκεί κάτω; Σα να άκουσε δυο διαφορετικές φωνές να συζητούν.

Σίγουρα οι θεοί σήμερα ήταν μαζί του... Μέχρι να γυρίσει το κοπάδι του από τη βοσκή, αν μη τι άλλο ετούτος εδώ ο ξένος, του προσέφερε μια μοναδική παράσταση... για ήταν γυναίκα τελικά;
- "Να 'μουνα για μια στιγμή τρα'ί να σκαρφαλώνω 'πα στα βράχια. Να'βλεπα καλύτερα... Άντρας είναι αυτός ρε εκεί δα, για γυναίκα;"
   Πιο πέρα, ο Πάνας χαμογέλασε... και του 'κανε τη χάρη!



- "Κοίτα εκεί πάνω! Καλά, πώς τα καταφέρνουν! Θεέ μου! Θα πέσει... θα πέσει! Θα... Τρελοκάτσικο! Πώς τα καταφέρνουν!"

- "Τί νούμερο παπούτσι φοράς;"
- "Έ; Καλά... τί ερώτηση είναι αυτή;"
- "Δεν θέλει δα και πτυχίο... Τί νούμερο παπούτσι φοράς, ρώτησα."
- "Σαραντατρία... Σαραντατέσσερα... γιατί ρωτάς;"
- "Τόσο χώρο χρειάζεσαι για να σταθείς στα πόδια σου, σε τούτη εδώ τη Γη."
- "Τί εννοείς;"
- "Ρωτάς για τα κατσίκια... Πώς μπορούν και σκαρφαλώνουν πάνω στα βράχια..."
- "Ναι... και;"
- "Δεν είναι δα και τόσο δύσκολο... Τί χώρο πια χρειάζεται μια οπλή, για να πατήσει;"
- "Μα, είναι τέσσερεις..."
- "Ας είναι. Κι εσύ... Για να σταθείς κάτω από Ήλιο και Σελήνη, δυο παπούτσια χώρο θέλεις κι είναι αρκετός... Σαραντατρία. Σαραντατέσσερα. Τυχαίο κι αυτό, ε;"
- "Ναι. Όπως κι όλα τα άλλα."
- "Για κοίτα κείνον κει τον τράγο... Το 'χει λες; Σα να φοβάται δείχνει..."
- "Ναι. Σα να φοβάται. Σαν ξένος μες στο σώμα..."

   Τα δάκτυλά τους άγγιξαν
ταυτόχρονα τις πέτρες. Είχαν ασπρίσει από τον ήλιο και κάθε εσοχή τους είχε γεμίσει άρμη. Όπως και κάθε τί άλλο στη ζωή τους, ταυτόχρονα, έφεραν ένα δάκτυλο στη γλώσσα... Γνώριμη γεύση. Από παλιά.
Είχαν περάσει πολλά χρόνια από τότε. Χρόνια Ανθρώπινα. Ποιος να θυμάται πόσα! Και, εδώ που τα λέμε... και ποιος νοιάζεται. Αρκεί που, κάποτε, υπήρξε η Πρώτη φορά και τώρα ετούτη εδώ. Σήμερα. Η Δεύτερη. Σε αυτήν εδώ την Παραλία.


   Το βλέμμα στα μάτια του βοσκού είχε παγώσει! Όπως και το αίμα του. Το ύψος, σαν Σειρήνα, τον καλούσε να παραδοθεί! Χάρη και Τιμωρία! Τα γόνατά του, κομμένα! Και τα τέσσερα!

- "Θεοί! Ω, Θεοί! Πώς έγινε αυτό! Πώς! Μα, τόσες Χάρες ζήτησα ως τώρα στη Ζωή μου! Αυτήν αποφασίσατε να μου τηνε χαρίσ'τε; Ας γίνω Άνθρωπος ξανά! Ακούτε; Τώρα δα! Κάντε με Άνθρωπο ξανά!!!"
   
   Πιο δίπλα, ο Πάνας κούνησε απογοητευμένος το κεφάλι του και μονολόγησε...
- "Αλήθεια άνθρωποι... Αλήθεια πια! Μα τον Δία! Πότε θα μάθετε να κάνετε Ευχές; Πότε; Πότε θ' αρχίσετε τη λογική να βάλτε στην Ευχή σας εφόσον, κάθε Θέλω σας, δεν είναι της Ψυχής σας; Γιατί η Καρδιά σαν Εύχεται, βουτάει μες στη λήθη κι όταν υψώνεται ξανά, τίποτα δεν της λείπει. Πότε πια; Πότε;"




- "Άκουσες κάτι;"

- "Μπα. Μόνο εκείνο το τραγί που μοιάζει τρομαγμένο... Βελάζει το κακόμοιρο. Δείχνει παγιδευμένο."
- "Θα βρει κι αυτό το δρόμο του. Όπως κι όλα τ' άλλα."
- "Λοιπόν; Θα τη σηκώσεις εσύ;"
- "Ναι... το θέλω. Το θέλω πολύ! Μπορώ;"
- "Ναι. Φυσικά... Φυσικά και μπορείς. Μόνο εσύ μπορείς. Το ξέρεις..."

   Οι δυο πέτρες στην πρύμνη της βάρκας, ήταν μια Υπόσχεση παλιά. Από την Αρχή του Χρόνου. Ήταν οι Συμπληγάδες τους! Όρκος βαρύς, αιώνιος και στοίχημα συνάμα.


Τότε, την Πρώτη την φορά, όταν συναντηθήκαν...
είχαν ένα Κυκλάμινο. Στο χέρι. Ο καθένας.
Είπαν πως, άμα χώριζαν... Ανθρώποι αν γινόνταν...
όσο μακρυά κι αν βρίσκονταν ότι, θα αναζητώνταν.
Και όσα κι αν τους χώριζαν, πως θα τα ξεπερνούσαν
κι ότι, στην παραλία τούτη εδώ πως, θα ξαναγυρνούσαν!

Κείνα τα δυο Κυκλάμινα, ανάμεσα στις πέτρες,
αν είχαν μείνει Ζωντανά όλα αυτά τα Χρόνια,
θα 'τανε χάρη απ' τους θεούς. Θα 'ταν μαζί Αιώνια.

   Κοίταξαν και πάλι τριγύρω. Ήταν μόνοι. Όσο μόνοι μπορούσαν να νιώθουν σε μια τόσο μικρή μεν παραλία... αλλά με ένα κοπάδι αγριοκάτσικα, σκορπισμένα επάνω στα βράχια, που υψώνονταν γύρω τους. Σαν σε Αρένα. Μονομάχοι. Μόνο Μάχη. Μόνοι.
Ησυχία! Ξαφνικά, κάθε κίνηση, κάθε βέλασμα, κάθε θρόισμα των φύλλων είχε σταματήσει! Μόνο νερό. Θάλασσα. Γαλαζοπράσινο νερό να σβήνει στην παραλία. Σαν ανάσα.

   Με το χέρι του να τρέμει, και με τους κτύπους της καρδιάς του, να προσπαθούν να σπάσουνε το στήθος σε κομμάτια, της έσφιξε δυνατά το χέρι πριν το αφήσει.

- "Όλα Καλά. Ό,τι."
- "Όλα Καλά. Όπως."

   Της άφησε το χέρι κι έφερε και τα δυο του πάνω από την πέτρα, κάτω από την οποία ήταν τα δυο Κυκλάμινα. Αν ήταν εκεί ακόμα. Αν δεν είχε παίξει η μοίρα κάποιο, ακόμα χειρότερο, παιχνίδι από το να είναι και τα δυο νεκρά. Τουλάχιστον, σε μια τέτοια περίπτωση θα...

- "Όχι. όχι. Δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση. Δεν!"
Έδιωξε τη σκέψη από το μυαλό και πήρε μια βαθειά ανάσα. Ένιωσε το βάρος της πέτρας, έσφιξε τα δάκτυλα πάνω της κι άρχισε να τη σηκώνει. Χιλιοστό με χιλιοστό...
Εκείνη, όλη αυτήν την ώρα, τον κοιτούσε σιωπηλά. Θα έλεγε κανείς πως είχε τα μάτια της κλειστά. Σαν να 'κανε μία Ευχή ακόμα. 
Ακόμα μία.


   Ό βοσκός, έντρομος, γαντζωμένος πάνω στο βράχο, προσπαθούσε να συνέλθει. Να βρει ρυθμό ο παλμός του. Να βρει το δρόμο η Σκέψη. Να γίνει Λογική. Πώς βρέθηκε εκεί πάνω; Πώς; Δεν ήταν δυνατόν! Πώς θα κατέβαινε από εκεί; Πώς;
Η ματιά του παρόλα αυτά, έπεσε στον ξένο, στην παραλία. Από εκεί τον έβλεπε πιο καθαρά. Εξακολουθούσε όμως να ακούει δυο φωνές. Μια ανδρική. Μια γυναικεία. Να ήταν άνδρας τελικά, για ήταν γυναίκα; Και τί παλεύει εκεί δα την πέτρα να σηκώσει; Μονάχος; Μπα, αδύνατον! Μονάχη; Ξέχασέ το!
Μια κραυγή βοήθειας του έπνιγε τα στήθη. Μα ήταν η περιέργεια που του 'δινε οξυγόνο. 
Κι άμα δεν τα κατάφερνε να κατεβεί το βράχο, θα βούταγε στη θάλασσα κι ας έφτανε στον πάτο... Μόνο να μάθαινε γιατί. Τί ήθελε ο ξένος, μονάχος κει στη ερημιά στη σάπια βάρκα δίπλα. Γιατί την πέτρα σήκωνε; Τί έκρυβε, αλήθεια;
Να ήταν άνδρας τελικά; Για ήτανε γυναίκα;



   
Αργά και βασανιστικά, συνέχισε να σηκώνει την πέτρα. Για να κρατήσει η στιγμή όσο περισσότερο γινόταν. Σε περίπτωση που...
- "Θέλω."
- "Θέλω."
- "Τρέμω. Κι αν..."
- "Μάτια μου Πράσινα. "
- "Θάλασσά μου Άλλη."
- "Όλα Καλά. 'Ο,τι. Όπως."
- (...)
- "Κάνε το!"



...συνεχίζεται








...απόσπασμα από τη ζωή της Θεοδώρας Ζαφειρίου, "Μόνο Ταξείδι"
Εκδόσεις ΟΔΟΙΠΟΡΟΣ, 2013 





Thursday, 17 October 2013

* Μόνο Ταξείδι...


   Δεν θα την αποκαλούσες "Επιτυχημένη Προσγείωση"...
Κι αν το καλοσκεφτόσουν, ούτε καν "Προσγείωση" θα την έλεγες!
   Απλά... έπεσε άτσαλα και με φόρα στο χώμα κι αφού στριφογύρισε άπειρες φορές, σταμάτησε απότομα στον κορμό μιας Ιτιάς. Περίεργο συναίσθημα. Είχε ακούσει για τον Πόνο... Της τον είχαν περιγράψει και... είχε ακούσει αλλά και δει με τα μάτια της, Ανθρώπους που Πονούσαν.
   Ήξερε ότι, θα ήταν κάπως άβολο συναίσθημα. Ενοχλητικό. Μόνο που, σε καμιά περίπτωση, δεν της ήταν εκείνη την εποχή δυνατό, να αντιληφθεί, τί ακριβώς σήμαινε. Το πώς νιώθεται αυτό το Πόνος, όταν ξεκινήσει...
   Έγιναν όλα τόσο γρήγορα! Μα πώς; Από τη μια στιγμή στην άλλη! 

Η τελευταία σκηνή που αντίκρυσε, ήταν Εκείνος!
Ερχόταν με ταχύτητα από τη στροφή του δρόμου και...

Τα μάτια της έκλεισαν. Σκοτάδι.




   Ήταν η δεύτερη φορά που έκανε αυτήν τη διαδρομή. Ήταν σίγουρος ότι, δεν είχε χαθεί. Το GPS του είχε να ακουστεί πολλή ώρα, πέρα από τις τακτές υπενθυμίσεις της απόστασης από τον προορισμό.
   Ήταν υπέροχο απόγευμα, μετά από έντονη βροχή και το αχνό Ουράνιο Τόξο, λες κι έσβηνε στο τέλος της ευθείας...
   - "Αυτή τη φορά, θα σε πιάσω!", μονολόγησε και πάτησε τέρμα το γκάζι. Ο δρόμος ήταν άδειος έτσι κι αλλιώς και στην οθόνη του GPS η στροφή που πλησίαζε, έδειχνε, αν μη τι άλλο, αδιάφορη.

   Φτάνοντας στη στροφή όμως, ένιωσε ένα ρίγος να διαπερνά την σπονδυλική του στήλη. Πιο πολύ, σαν παγωμένο νερό, παρά ηλεκτρισμός. Στο βάθος και γύρω στα σαράντα μέτρα, ένα σώμα ντυμένο στα Λευκά, ξαπλωμένο στις ρίζες μιας Ιτιάς. Ακίνητο! Η αντίδρασή του ανύπαρκτη!
   Έφυγε από το οδόστρωμα με μεγάλη ταχύτητα και σε πορεία σύγκρουσης με μια Κρανιά.Ήταν ανήμπορος να κάνει το παραμικρό.

Η τελευταία σκηνή που αντίκρυσε, ήταν Εκείνη!
- "Όλα καλά", αναφώνησε λίγο πριν να...

Τα μάτια του έκλεισαν. Σκοτάδι.




   Ήταν λίγο μετά τις 11 το βράδυ, όταν άνοιξε τα μάτια της για πρώτη φορά.
   Για να λέμε την αλήθεια, δεν κατάλαβε και μεγάλη διαφορά ανοίγοντάς τα. Μόνο το φως από τα αστέρια έδεινε αφορμή στο μυαλό, να έχει κάτι να καταγράψει. Το σκοτάδι γύρω ήταν βαθύ. Κι ο Πόνος σε όλο το κορμί της, το ίδιο. Βαθύς... κι από άκρη σε άκρη.
   Δεν ένιωθε κρύο ή ζέστη. Μόνο Πόνο. Δηλαδή, εδώ που τα λέμε, δεν ήταν και σίγουρη αλλά, Πόνος θα πρέπει να ήταν. Τί άλλο; Σαν να σε ενοχλεί ένα σημείο του σώματός σου, τόσο πολύ που, να εύχεσαι να μην ήταν δικό σου... Να, κάπως έτσι.

   Κοίταξε γύρω της από ένστικτο. Δε θυμόταν το πώς βρέθηκε σε αυτό το σημείο. Μόνο που... μόνο που κάτι της έλεγε πως, κάπου εκεί κοντά, υπήρχε κάτι που έπρεπε να βρει το συντομότερο δυνατό! Κάτι... Κάποιος...
Κι έπρεπε να το αγγίξει πριν να είναι αργά!

   'Πόσο αργά να είναι το Αργά', αναρωτήθηκε.
Με δυσκολία, έκοψε την επαφή με κάθε Σκέψη και προσπάθησε να ακούσει. Μιαν ανάσα να βγαίνει από ένα Στόμα. Τον κτύπο μιας Καρδιάς. Το ανοιγόκλεισμα δυο Ματιών. Κάτι.
Ένα σημάδι επιτέλους!

Άρχισε σιγά σιγά να θυμάται. Μα, ναι! Κάπου εκεί, υπήρχε Εκείνος!

Έπρεπε να τον βρει!




   Άνοιξε με δυσκολία τα μάτια του. Το πρώτο πράγμα που αντίκρυσε ήταν η οθόνη του GPS του! Τόσο κοντά του, τόσο φωτεινή που τον τύφλωνε! Στην άκρη της οθόνης, η ώρα ήταν 11:22' το βράδυ, 14 Απριλίου. Η ραγισμένη πια οθόνη δεν έδειχνε το έτος μα... πόσο αδιάφορη του ήταν κάθε τέτοια πληροφορία!
Πόσο αδιάφορος του ήταν πια ο τρόπος που, αυτό το μικροπρεπές "Άνθρωπος", έχει μάθει να ταξινομεί τις στιγμές της Ζωής του!
   Χρόνια, Μήνες, Μέρες, Ώρες και Λεπτά! Πόσο ασήμαντα είναι όταν έρχεται η συγκεκριμένη στιγμή του Check Out. Και να σκεφτείς ότι, κάποιοι μετρούν ακόμα και τα Δευτερόλεπτα!
   Βέβαια, η αλήθεια να λέγεται, ακόμα κι αυτό το ίδιο το GPS που τον έφερε μέχρι εκεί, για να λειτουργήσει σωστά, όχι μόνο βασίζεται στο "Χρόνος"... αλλά συνυπολογίζει και τη σχετική διαφορά που αυτός κυλά σε Γη και Διάστημα, προκειμένου να βρει το ακριβές στίγμα που στέλνει ο Δορυφόρος. Ίσως, μια από τις φωτεινές στιγμές του Αϊνστάιν.

   Το κορμί του ολόκληρο πονούσε. Όμως, ένιωθε κάθε σημείο του, να είναι ζωντανό. Από άκρη σε άκρη. Όπως κι ο Πόνος του. Από άκρη σε άκρη. Δεν ένιωθε κρύο ή ζέστη. Απλά Πόνο.

   Τη στιγμή που το βλέμμα του άρχισε να σαρώνει την περιοχή, για να δει πού βρίσκεται... θυμήθηκε! Θυμήθηκε το πώς έχασε τον έλεγχο και βγήκε τόσο άσχημα από τη στροφή!

Ξαπλωμένη κι ακίνητη, κάπου εκεί τριγύρω, υπήρχε Εκείνη!

Έπρεπε να τη βρεί!




Δυο διαδρομές διαφορετικές, με κοινό προορισμό.

Δυο συγκρούσεις βίαιες. Απροσδόκητες ίσως.

Το timing.


Όλα είναι Ταξείδι τελικά.
Κάθε τι που κάνουμε, κάθε μας επιλογή, μας πάει και λίγο παραπέρα. Άλλους, μας πάει πολύ παραπέρα. 

Ίσως τελικά, να μην υπάρχει Προορισμός. 
Μόνο Ταξείδι...







...απόσπασμα από τη ζωή της Θεοδώρας Ζαφειρίου, "Μόνο Ταξείδι"
Εκδόσεις ΟΔΟΙΠΟΡΟΣ, 2013