Sunday 26 July 2015

* Στικάκι...

Έπρεπε.
Κι ας μην το είχε.
Το χτεσινό της μήνυμα τον είχε ανακατέψει και, μα τον όποιο θεό εξουσιάζει συναισθήματα και μνήμες, δεν του άφηνε και πολλά περιθώρια για να επιλέξει τί και πώς θα νιώσει.

Κατέβασε από το διαδίκτυο όσα έγγραφα κι αντίγραφα χρειαζόταν και τα έσωσε όλα μαζί στον φάκελλο που είχε δημιουργήσει. Ήθελε να τα εκτυπώσει και να τα πάρει μαζί του στο λογιστή τη Δευτέρα κι επειδή δεν είχε εκτυπωτή, το να τα ρίξει σε ένα στικάκι και να πάει στη Βιβλιοθήκη, ήταν μια εύκολη λύση.




Ναι.
Πρακτικά.
Και μόνο πρακτικά, μιας και σε εκείνη την περιοχή είχε πάρα πολύ καιρό να πλησιάσει.
Εκκλησία, Πλατεία, Βιβλιοθήκη, το Κινέζικο μαγαζάκι και τα δυο Ταϋλανδέζικα εστιατόρια, κρατούσαν τα σχοινάκια που, κρέμονταν οι αναμνήσεις του. 
Και σήμερα, π' ανάθεμά το... φυσούσε ένας παγωμένος αέρας!
Κι όσο φυσούσε, τόσο κουνούσε τα σχοινάκια.
Μνήμες μαζεμένες γύρω από μια Πλατεία.
Όπως και το διαμέρισμα της μικρής. Απέναντι από όλα αυτά και ψηλά. Πολύ ψηλά.
Τα τελευταία της γενέθλια εκεί τα είχαν γιορτάσει.

Σήκωσε ασυναίσθητα το βλέμμα του προς τα πάνω.
Το μπαλκόνι χάραζε μια ευθεία με το σταυρό της Εκκλησίας και κατέληγε πάνω του.
Τον τρυπούσε, κάπου εκεί στο στέρνο, έβγαινε από την άλλη, σκίζοντας ό,τι είχε μέσα του και καρφωνόταν στα μάρμαρα της Πλατείας.

Κάποια πιτσιρίκια πιο δίπλα, πλατσούριζαν στο τεχνητό ρυάκι με το ανακυκλώσιμο νερό, το οποίο, ο κατασκευαστής του συγκροτήματος κατοικιών, περισυνέλεγε σε μια υπόγεια δεξαμενή,  από τα απόβλητα κάθε διαμερίσματος. Στη συνέχεια, έπειτα από επεξεργασία, το νερό αυτό έβγαινε από το μικρό συντριβάνι, κυλούσε στο ρυάκι και παράλληλα, πότιζε και τα δέντρα της πλατείας, χαρίζοντας τον ήχο του, μέσα από έναν αέναο κύκλο αυτόνομης βιωσιμότητας.
Δεν ήταν τυχαίο το ότι, στην πόλη που ζούσε, είχε απονεμηθεί πριν λίγα χρόνια ο τίτλος της πιο βιώσιμης πόλης σε ολόκληρη τη χώρα. Και μάλιστα, αυτό είχε συμβεί την επόμενη κιόλας χρονιά, από τότε που πάτησε εκείνος το πόδι του.
Γελούσε πού και πού με τη σύμπτωση αυτή και τολμούσε να μοιραστεί και κάνα άνοστο αστείο, ευλογώντας τα γένια του.
Και είχε και γένια ο άτιμος.

Σκεφτόταν να κάτσει εκεί για φαγητό αφότου τελείωνε με τις εκτυπώσεις του από τη Βιβλιοθήκη. Θα καθόταν στο αριστερό Ταϋλανδέζικο εστιατόριο. Το πρώτο που είχαν επισκεφτεί ποτέ. Σε αυτό είχαν φάει όλοι μαζί κι ένα από τα βράδυα που ήταν κι η αδελφή του εδώ -σε εκείνο το σύντομο πέρασμά της από την άλλη άκρη του Πλανήτη.
Θα καθόταν μαζί με τα φαντασματάκια του. Ίσως τα κερνούσε εκείνος, για να σκάσουν. Ίσως να τον κερνούσαν κι αυτά, σκίζοντάς τον περισσότερο.
Κάποια στιγμή, πέρασε από το μυαλό του να της στείλει ένα μήνυμα, αν θέλει να φάνε μαζί.
Τί διάλο πια!
Τα πενήντα έφταναν. Μεγάλα παιδιά. Κάποια στιγμή, θα έπρεπε να μιλήσουν και λίγο σοβαρά και ξεκάθαρα, δίχως παιδιάστικες υστερίες κι ιστορίες. Στην τελική, έπρεπε να μιλήσουν επί της ουσίας κι επί των διαδικαστικών.
Από την άλλη πάλι, μια σειρά από λάθος εντυπώσεις θα ήταν ακόμα χειρότερη. Όπως και το μήνυμά της, το προηγούμενο βράδυ.
Κι αυτό γιατί, πριν καν ολοκληρώσει τη σκέψη του, έλαβε άλλο ένα.
"Σταμάτα να με παρακολουθείς", έγραφε.

Το διάβασε καναδυό τρεις φορές για να το εμπεδώσει...
Ποιος παρακολουθούσε ποιον; Και από πότε; Και για ποιο λόγο; Που, κάθε φορά που εκείνος τολμούσε να δημοσιεύσει κάτι, ένας καταιγισμός από κατάρες έπεφτε προς το μέρος του.
Ποιος παρακολουθούσε ποιον; Τί σχέση είχε μια κίνηση καλής θέλησης με κινήσεις που, αποσκοπούσαν στον υποβιβασμό μιας προσωπικότητας;
Βέβαια... φαντασματάκια πολεμούσε κι εκείνος, όπως κι εκείνη.
Ο καθένας με τον τρόπο του μάλλον. Δεν είχε όμως άλλη όρεξη ούτε να σκεφτεί ούτε και να αναλύσει τούτο δα το τελευταίο.
- "Ας είναι", σκέφτηκε και προχώρησε προς την είσοδο της Βιβλιοθήκης, έχοντας έντονη τώρα, τάση για εμετό.

Έκανε μια βόλτα μέσα στο κτίριο, καλώντας όλα εκείνα τα τερατάκια που, ήταν χωμένα σε κάθε γωνιά. Εκεί που σύχναζε αυτός. Εκεί που συνήθιζε να κάθεται εκείνη, διαβάζοντας τα περιοδικά της. Εκεί που κάθονταν κι έπαιζαν επιτραπέζια φωνακλάδες Κινέζοι. Εκεί που μαζεύονταν μαμάδες με τα πιτσιρίκια τους, μετατρέποντας το χώρο της Βιβλιοθήκης σε παιδική χαρά...
Κι όμως. Σήμερα είχε μια απίστευτη ησυχία!
Εκτός από το αυτόματο μηχάνημα επιστροφής βιβλίων, το οποίο σου τρυπούσε τα αυτιά με το beep επιβεβαίωσης που, ακολουθούσε κάθε επιτυχή καταχώρηση!

Διάλεξε έναν υπολογιστή, έβαλε το στικάκι του σε μια USB θύρα κι έκατσε.
Πέρασε τον κωδικό του τρεις τέσσερις φορές ανεπιτυχώς... μέχρι που έβγαλε την κάρτα μέλους από το πορτοφόλι του.
Πόσο καιρό είχε όντως να έρθει! Κι όμως ήταν σίγουρος πως έληγε σε 058 αντί για 538.
Καλά... και για άλλα ήταν σίγουρος αλλά είχε πάρει τα αρχίδια του στο τέλος, οπότε το ξεπέρασε σχετικά εύκολα.

Άνοιξε τον explorer και στη συνέχεια επέλεξε το στικ...

- "Μα, γαμώ το κέρατό μου, γαμώ!", άφρισε από μέσα του, έκλεισε τα μάτια, παίρνοντας ταυτόχρονα μια βαθειά ανάσα για να μη βρίσει και φωναχτά και στη συνέχεια άφησε όλο τον αέρα να βγει από τα ρουθούνια του αργά αργά, μέχρι να ηρεμήσει.
Υποτίθεται, σήμερα θα έκανε όλες τις εκτυπώσεις και την επομένη θα πήγαινε στο λογιστή του πρωί πρωί.
Μόνο που, οι κάθε λογής φρίκες, φέρνουν μεν την κάθαρση αλλά με το σχετικό κόστος...
Και το κόστος της σημερινής φρίκης που, είχε φάει νωρίτερα στο σπίτι, εν όψει της επισκέψεώς του στη Βιβλιοθήκη, ήταν το ότι, έσωσε μεν τα αρχεία στο σωστό φάκελλο του υπολογιστή, μα δεν τα μετέφερε στο στικάκι του...

Αντ' αυτών, είχε μια χαρά κουβαλήσει μαζί του χαρωπές φωτογραφίες.
Κουβαλούσαν φρίκες κι αυτές... αλλά καθόλου σχετικές με το σημερινό αντικείμενο.
Γαμήθηκε λίγο η ψυχολογία του, μιας και θα έπρεπε πλέον να ξανακάνει το δρόμο την επόμενη μέρα, να φάει το πρωινό του τυπώνοντας και μετά, το μεσημέρι, να πάει στο λογιστή κι ό,τι ώρα τελείωνε.

Βγήκε και πάλι στην Πλατεία κι άφησε τον ήλιο να κάψει για λίγο το πρόσωπό του.
Κοίταξε γύρω του.
Η ιδέα, του να κάτσει στο Ταϋλανδέζικο εστιατόριο, ήταν πια εκτός επιλογών κι ας πεινούσε και εκείνος αλλά και τα φαντασματάκια του. Τους έκανε νόημα να μαζευτούν κοντά του και τους πρότεινε να πάρουν το τρένο, να πεταχτούν πιο κάτω για sushi...
Εκείνα, μες στην τρελή χαρά, δέχτηκαν. Είχαν καιρό να φάνε και παράλληλα, θα συναντούσαν και τα εκεί φαντασματάκια.
Τα κυριακάτικα φαντασματάκια. Όταν συνήθιζαν να κάθονται στο, μέχρι κάποια στιγμή, αγαπημένο τους γιαπωνέζικο εστιατόριο.

Κι έτσι κι έκαναν.
Θα ήταν πίσω σε καμιά ώρα. Θα είχε τελειώσει και το πλυντήριο. Θα άπλωνε και θα πήγαινε κατευθείαν για ύπνο. Τον είχε ανάγκη, μιας και το προηγούμενο βράδυ είχε κοιμηθεί κατά τις πεντέμιση.

Βράδυ... Τέλος πάντων.
Ναι. Τελευταία, ο ύπνος του ήταν απίστευτα ακατάστατος. Πότε στις δύο, πότε στις τρεις, τέσσερις. Ίσα που έκλεινε τα μάτια για λίγες ώρες, πριν πάει για δουλειά.
Άλλες φορές, ακόμα κι αν κοιμόταν από νωρίς, ξυπνούσε κάθε δυο ώρες κι έκανε κάνα μισάωρο να αποκοιμηθεί και πάλι.

Εντάξει... είχε αρκετούς λόγους για να χάνει τον ύπνο του ανάμεσα σε σκέψεις. Μα, έπρεπε να το λύσει άμεσα αυτό. Να το αντιμετωπίσει και να το λύσει.
Εδώ και καιρό, και τα δυο του χέρια μούδιαζαν συχνά από τους αγκώνες και μέχρι τα ακροδάκτυλα. Συχνά όμως.
Και ήταν μακρυά. Πολύ μακρυά από κάθε άνθρωπο που, θα έμπαινε στον κόπο να τρέξει για βοήθεια.
Ο πιο κοντινός του άνθρωπος σε τούτη τη χώρα ήταν κι ο πιο μακρυνός του πλέον.

Άναψε το τελευταίο του τσιγάρο βγαίνοντας από το Σταθμό και κατευθύνθηκε προς το εμπορικό κέντρο. Για ένα ολόκληρο χρόνο, θα ήταν υπό ανακαίνιση. Τα περισσότερα όμως καταστήματα λειτουργούσαν.
Ίσως, μετά από τις αλλαγές, να μην του θύμιζε και τόσο τα παλιά, αφού εδώ περνούσαν άπειρες ώρες. Και τελικά, κάθε που έβγαιναν από το σπίτι, περνούσαν όμορφα. Σαν να ήταν άλλοι άνθρωποι. Σαν να είχαν κοινό έδαφος, το οποίο χανόταν πίσω από την πόρτα του διαμερίσματός τους.

Πήρε τα αγαπημένα του πιάτα από το "τρενάκι" του μπαρ.
- "May I also have a small bowl of edamame, please?", ρώτησε τη σερβιτόρα που τον πλησίασε, μιας και δεν έβλεπε να υπάρχει το συγκεκριμένο πιάτο.

Πέντε λεπτά αργότερα, ένα από τα φαντασματάκια τον πλησίασε κι άφησε μπροστά του αυτό που παρήγγειλε, προσπαθώντας να πνίξει το χαχανητό του και κοιτώντας τον με ένα βλέμμα άθλιας ικανοποίησης.
- "Your edamame, sir", του αποκρίθηκε κι έφυγε τρέχοντας προς την κουζίνα, ξεσπώντας σε γέλια, τα οποία πρέπει να ακούστηκαν μέχρι και τρία χρόνια μακρυά...

 Μα, φυσικά...
Ολόφρεσκα, ολόζεστα αχνιστά, τζουμπωτά και με μπόλικο αλάτι. Όπως ακριβώς της άρεσαν κι όπως ακριβώς δεν της τα είχαν φέρει, τις τελευταίες φορές που είχαν φάει μαζί.
- "Μα, έχουν αλάτι;", τον ρωτούσε, κοιτώντας τον στα μάτια για να σιγουρευτεί ότι, δεν είναι απλά ιδέα της κι εκείνος, τις περισσότερες φορές, μάλλον δε πολυέσκαγε γι αυτό. Λες κι εκείνον δεν τον πείραζε όταν του γαμούσαν το αγαπημένο του πιάτο, τη ρωτούσε, "Να πάω να σου φέρω;" κι εκεί τελείωνε η συζήτηση.
Και πάντα, μιλώντας για τις τελευταίες φορές που είχαν φάει μαζί.

Κάποια στιγμή, έσπρωξε μακρυά του τη στοίβα από πιατάκια που, είχαν μαζευτεί μπροστά του κι αποφάσισε να σηκωθεί. Το γαμημένο σύμπαν... σήμερα, όλα στο μενού ήταν παγωμένα, ακόμα και τα φλαμπέ που, μάλλον είχαν φτιάξει νωρίς το πρωί, εκτός από τα γαμημένα edamame φασολάκια που, του κάβλωσε να παραγγείλει.
Ολόφρεσκα, ολόζεστα αχνιστά, τζουμπωτά και με μπόλικο αλάτι.
Ολόφρεσκα, ολόζεστα αχνιστά, τζουμπωτά και...
- "Γαμήσου μαλάκα και προχώρα...", φώναξε στον εαυτό του και γύρισε να πάρει και πάλι το τρένο για το σπίτι.

Για τετρακοσιοστή φορά, οι Κινέζοι που έκαναν διαμαρτυρία έξω από το Σταθμό, του ζήτησαν να προσυπογράψει για την καταπολέμηση της βίαιης δωρεάς οργάνων, μέσα από απαγωγές κλπ κλπ...
Κινέζικα του ακούγονταν. Μα, δεν έχανε και τίποτα να υπογράψει.
Κι όμως, για τετρακοσιοστή φορά, πέταξε ένα βιαστικό 'Όχι' και πήρε τις κυλιόμενες σκάλες που έβγαζαν στην πλατφόρμα.

Στην τελευταία του έξοδο, είχε πάρει για άλλη μια φορά το λάθος τρένο στην επιστροφή. Του είχε κοστίσει πάνω από τρία τέταρτα μες στο κρύο, να περιμένει στου διαόλου τη μάνα, για να έρθει το επόμενο. Βλέπεις, είχε ορκιστεί στον εαυτό του, να μην αγοράσει νέο μπουφάν, αφού ήταν τόσο ηλίθιος να αφήσει πίσω του όσα είχε.
Και τώρα δα, η προσφορά της να του τα μαζέψει ώστε να περάσει εκείνος να τα πάρει, φάνταζε, αν μη τί άλλο, τραγική.
Λάθος ερμηνίες. Λάθος εντυπώσεις.
Ευτυχώς, το δεύτερο μήνυμά της είχε βάλει τα πράγματα στη θέση τους.
Δεν είχε ανάγκη από χάρες κανείς από τους δυο τους.

Άφησε κάτω την τσάντα με τα ψώνια του super market και ξεκλείδωσε την πόρτα του laundry.
Το πλυντήριο τελείωνε σε 5 λεπτά.
Κρατώντας την αναπνοή του για να μην ξεράσει, προχώρησε με γρήγορα βήματα μέχρι την άλλη άκρη του δωματίου κι άνοιξε το παράθυρο, βρίζοντας δυνατά, μιας κι ο άλλος το είχε κλείσει πάλι.
Πώς διάλο να στεγνώσουν τα ρούχα εκεί μέσα και μάλιστα, με κλειστά παράθυρα; Πώς επιβιώνουν ορισμένοι άνθρωποι τελικά;
Μήπως ήταν εκείνος που ζητούσε πολλά;
Ξέρεις... Λίγη αξιοπρέπεια. Μια σχετική ελευθερία έκφρασης. Ένα καλό κρασάκι. Έναν καθρέπτη που να μην παραμορφώνει...
Τόσα πολλά ή τόσο δύσκολα ήταν;

Κάθισε στον υπολογιστή του, ανοίγοντας το μισόκιλο μπωλ παγωτού που είχε αγοράσει από το market. Είχε αρχίσει ήδη να λιώνει κι ήταν όπως το ήθελε. Όπως ακριβώς πρέπει να είναι ένα μισόκιλο παγωτό, για να το κατεβάσει κάποιος σε λιγότερο από μισή ώρα.
Ξέρεις... το κρατούσε μέσα στην παλάμη του και το έτρωγε γύρω γύρω... από τα τοιχώματα. Όσο εκείνα έλιωναν από τη θερμότητα του χεριού, τόσο το κουτάλι του γέμιζε και άδειαζε μέσα σε βογκητά ικανοποίησης.
Κάπου στα μισά, κι αφού ένιωσε κάποιους πόνους στο στήθος, σταμάτησε.

Άνοιξε το παράθυρο, για να φύγουν όσες τύψεις λαιμαργίας είχαν μαζευτεί και άρχισε να γράφει.
Δυο ώρες αργότερα, εξαντλημένος πια, έβαλε ένα ποτηράκι Sangria μέσα στο ποτηράκι που είχε μια στάλα από το χτεσινοβραδυνό μοσχάτο κι έκανε την τελική μορφοποίηση του κειμένου.
Ήταν πολύ κουρασμένος για να αντιμετωπίσει την όποια επίθεση θα ακολουθούσε.
Ήθελε απλά, λίγη ηρεμία. Λίγη ησυχία.
Ήταν ήδη πέντε το απόγευμα και του έλειπε ύπνος.
Ήθελε να διώξει για λίγο την ένταση της ημέρας και να κοιμηθεί.

Χάζεψε για λίγο τα τέσσερα ήτα που, είχαν μαζευτεί το ένα κάτω από το άλλο.
Τέσσερα ήτα, όσα και μια ήττα.
Τα μάτια του έκλειναν. Έτσουζαν πολύ και φάνταζε αδύνατο να τα κρατήσει ανοικτά.

Δέκα λεπτά αργότερα κι ήταν στο κρεβάτι του ξανά.
Το κορμί του πονούσε. Τον ενοχλούσε. Ένιωθε βαρύ. Ήταν βαρύ.
Για την ακρίβεια, ήταν υπέρβαρο κι αυτό δε λυνόταν με μισόκιλα παγωτού.
Έκανε το σεντόνι του ένα κουβάρι, το έχωσε ανάμεσα στα μπούτια του και το γάμησε άγρια. Δυνατά... Άπληστα... χώνοντας βίαια τα δάκτυλα του μέσα στο μαξιλάρι, σα να ήθελε να το ξεσκίσει, να το κάνει κομμάτια...




Οι ήχοι της πόλης άρχισαν να σβήνουν, να χάνονται στο βάθος του μυαλού του κι η ανάσα του να επανέρχεται στον κανονικό της ρυθμό. Ίσως ξυπνώντας, να ήταν τυχερός και να του έμοιαζε όλο αυτό σαν όνειρο.

Και μόνο τα implications μιας τέτοιας ευχής, ήταν αρκετά για να την πάρει πίσω, αφήνοντας ένα γέλιο ειρωνικό να βγει από το στόμα.
Ή μάλλον, μισό.
Είχε ήδη αποκοιμηθεί.




...απόσπασμα από τη ΣυνΛογή κειμένων "Φαντασματάκια", του Γρ. Κρέζου