Thursday 18 June 2015

* Πουτσόκρυο

Δεν είχε καμία όρεξη να γράψει απόψε.
Μια μόνιμη τάση για εμετό με απροσδιόροστη προέλευση.
Αυτό βέβαια, δεν τον εμπόδισε να τσακίσει ένα πιάτο μακαρονάδα, με κόκκινη σάλτσα σκόρδου, την οποία έσβησε με το λικέρ φράουλα που, μόλις είχε φτιάξει.
Είχε τελειώσει μάλιστα και το δεύτερο μπουκάλι κρασί κι από το τρίτο είχε μείνει μισό ποτηράκι μόνο...

Έφερε τη φιάλη στα χείλη του κι άφησε να κυλήσει μια στάλα από το Castello del Poggio μοσχάτο που είχε αγοράσει την προηγούμενη βδομάδα. Δεν ήταν κι άσχημο. Γλυκό κι αρκετά αφρώδες. Όπως του άρεσε.
Τρία μπουκάλια κρασί σε μια βδομάδα... και οκτώ συνολικά από την αρχή του μήνα.
Δεν ήταν κι άσχημα. Σχεδόν μισή μπουκάλα τη μέρα. Κι εδώ που τα λέμε, δεν ήταν δα και τίποτα δυνατά κρασιά. Σε μπύρες να τα έπινε, δεν θα του έλεγε κανείς το παραμικρό. Τί διάλο. Μια δυο μπύρες τη μέρα, σιγά την καταστροφή. Τί ζόρι τραβούσε άραγε ο κόσμος με το κρασί;

Έτσι τουλάχιστον ήθελε να νομίζει.
Τί να νομίζει δηλαδή που, έτσι πίστευε.

Τα δέκα δολλάρια στην τσέπη του είχαν γίνει εννέα, μιας και σχολώντας, είχε αγοράσει άλλη μια φραντζόλα ψωμί. Ψωμί για τοστ δηλαδή, αφού έτσι την έβγαζε από το περασμένο Σάββατο.
Να... αυτό ναι. Να του την έλεγε κάποιος για το ότι, έχει γίνει γουρούνι, ΟΚ. Αλλά για το κρασί ρε διάολε;

Κάθισε στον υπολογιστή του με μισή καρδιά. Ήταν νωρίς ακόμα κι αν την έπεφτε από τέτοια ώρα, παίζει να να ξυπνούσε πάλι από τις δυο τα χαράματα και να μην κλείνει μάτι μετά.
Παράξενα χούγια είχε υιοθετήσει.
Ποτό, τσιγάρο, αϋπνία... φαγητό μαλακισμένο ξανά, μετά από πολλά χρόνια.
Ώρες ώρες σκεφτόταν μήπως... μήπως αυτός ήταν ο πραγματικός εαυτός του και το ότι είχε βρεθεί σε ετούτο τον τόπο, ήταν μια κίνηση αυτοσυντήρησης. Μια ενστικτώδης κίνηση του άλλου του Εαυτού, να συμμαζέψει το όλο χάλι.

Βέβαια... μια μικρή αναδρομή στο Τότε του, τα τελευταία τρία χρόνια πριν φύγει, του θύμισε πως, η ζωή του ήταν μια χαρά, πέραν της κακής διατροφής.
Είχε κλείσει κάθε υποχρέωση και υπερχρέωση, δουλειά σταθερή, το συγκρότημά του, αυτοκίνητο, ένα όμορφο μέρος για να μένει, παρέες, εκδρομές...
Οι όποιες φρίκες του ήταν της καθημερινότητας κι όχι τόσο υπαρξιακές.

Μπα... όχι.
Σίγουρα όχι.
Το ότι βρέθηκε σε ετούτο τον τόπο, οφειλώταν στη γνωριμία του μαζί της. Kι έχοντας περάσει από την πόρτα του Χάρου τρεις ανεπιτυχείς φορές, είχε πει κι αυτός το περίφημο, "Why not?".
Και κάπως έτσι, τα είχε γαμήσει όλα πίσω του και είχε πάει να τη βρει. Γιατί, στο κάτω-κάτω, μια ζωή την είχε...

...μάλλον.

Λίγο νωρίτερα, είχε ξυριστεί, μετά από πολύ καιρό... κι η αλήθεια είναι πως, το πρόσωπό του, του άρεσε. Επίσης μετά από πολύ καιρό.
Είχε αφεθεί και πάλι στους ρυθμούς τρίτων. Για μια φορά ακόμα, δοκίμαζε τα όριά του. Λες και προσπαθούσε με μανία, να ζωγραφίσει κάτι στον πυθμένα μιας θάλασσας, έχοντας ξεμείνει από ανάσες -κι από ό,τι φάνηκε το πρωί και από φιάλες- κι ενώ τα ρεύματα του χαλούσαν τα σχέδια... εκείνος εκεί. Ακίνητος, να επιμένει αντί να βγει στην επιφάνεια... ή και στη στεριά ακόμα.

Έξω έβρεχε. Κι έβρεχε δυνατά. 
Τρίτη συνεχόμενη μέρα που έβρεχε. Κι έκανε και ψύχρα. Μέσα έξω.
Τα δάκτυλα των ποδιών του είχαν ξυλιάσει μα, αυτός πεισματικά, έμενε ξεκάλτσωτος... φορώντας το μποξεράκι του κι ένα φανελάκι.
Με το σκεπτικό πως... αν κυκλοφορούσε ντυμένος μες στο σπίτι και συνήθιζε, τί διάλο παραπάνω θα φορούσε αν έβγαινε έξω; Σάμπως είχε αξιωθεί να αγοράσει και κάνα μπουφάν;
Το θεωρούσε πεταμένα λεφτά. Ακόμα και τώρα. Και μπουφάν είχε και ζακέτες είχε και τζάκετ για τα χιόνια είχε... από όλα είχε.

Είχε;

Τα είχε αφήσει όλα πίσω του, σαν έφυγε από κοντά της. Και είχε ανοίξει μάλιστα και το στόμα του, λίγο περισσότερο από όσο συνήθιζε. Το είχε παίξει υπεράνω και large κι άνετος, μιας και δεν είχε νιώσει ποτέ του κρύο, άξιο λόγου, τους προηγούμενους χειμώνες...
Κι εκείνη, πολύ φυσικά κι αναμενόμενα... και δίκαια, αν θες, δεν του τα έδωσε όταν της τα ζήτησε.
Ακόμα και την περίοδο που είχαν επαναθερμάνει τις σχέσεις τους.
Αν μη τι άλλο, μιλούσαν. Κι όχι μόνο μιλούσαν μα, πώς έσπαγε ο διάλος το πόδι του και συναντιόντουσαν στο μάρκετ, στο δρόμο...
Καμιά φορά τον μάζευε από το δρόμο για να τον πετάξει μέχρι τη δουλειά... ή να τον φέρει από αυτή.
Πλέον, ακόμα κι αυτό είχε σταματήσει. Αυτό το τυχαίο.

Κι εδώ που τα λέμε... αν αυτός είχε αντοχές να κόβεται κομμάτια και να τα μετράει ή να τα συναρμολογεί μια έτσι και μια αλλιώς, αυτό δε σήμαινε πως κι ο υπόλοιπος κόσμος άντεχε να κάνει το ίδιο... ή έβλεπε κάτι παραγωγικό σε μια τέτοια διαδικασία.
Κι έτσι είχε κόψει μαζί του κάθε επικοινωνία.

Μα κάθε.

Άραγε ήταν καλά;
Κι αν δεν ήταν, θα του το έλεγε; Θα το μάθαινε αυτός από άλλους; Κι αν ήταν σε θέση να βοηθήσει, εκείνη θα το δεχόταν; Κι αν το δεχόταν, θα σκουντούσε μήπως, καταλάθος, το τουβλάκι από κάνα καινούριο ντόμινο;

Τινάχτηκε όρθιος με μια κίνηση κι αυθόρμητα σταυροκοπήθηκε καθώς έπεφτε στο κρεβάτι του, δίχως καν να κλείσει τον υπολογιστή!
Το άλογο κάλπασε τρομαγμένο προς το σαλόνι, βροντώντας πίσω του την πόρτα με την πανοπλία του Ιππότη να κυλιέται στο πάτωμα. Παγωμένη.

Είχε, βλέπεις, πουτσόκρυο.




…απόσπασμα από τη ΣυνΛογή κειμένων "Φαντασματάκια", του Γρ. Κρέζου





Wednesday 17 June 2015

* Αρχές Κατάθλιψης...

Και κάπως έτσι, η Ζωή αποφασίζει, όχι να απαντήσει, μα... να απαντήσεις τα Ερωτήματα που θέτεις.
Χα...
Να τα συναντήσεις εννοώ.

Και να τα ντύσεις με όλες τις θεωρίες σου και να τα ντυθείς.
Και να συνειδητοποιήσεις πως, δεν σου κάνουν.
Σου πέφτουν στενά.
Κι εσύ, κουτέ Σκεπτόμενε, που νόμιζες πως σου 'πεφταν φαρδιά... και θα χωρούσες να βολευτείς και να βολέψεις κάθε σου Πιστεύω.

Έτσι είναι...
Έτσι.

Ακόμα, δεν έχει κάνει τίποτα.

Όχι! Μην το πεις! Κι ας σου θυμίζει!
Μη...

Shhhhh...

A Random Act of Kindness.
Αυτό το, "Do us a favour, ρε παλιοπουσταριό κι εξαφανίσου".

Έτσι.
A Random Act of Kindness.
Ακόμα και το να τελειώσεις ένα Ταξείδι πριν την ώρα του.
Με δέκα δολλάρια στην τσέπη και το μυαλό να τριγυρνά στα "Άραγε".
Κοιτάζοντας βιτρίνες με Ανθρώπινα.
Ρούχα, Φαγητά, Παιχνίδια, Σχέσεις, Υποσχέσεις, Κατασχέσεις, Θέσεις, Υποθέσεις, Επιθέσεις.
Φραστικές... που είναι Γευστικές.

- "Άντε... κάνε μας τη χάρη ρε παλιοπουσταριό κι εξαφανίσου από δω χάμω".
Και μου το λέω εγώ.
Μέσα από το στόμα άλλων.
Έτσι...
Για να μη νομίζω ότι οι άλλοι είναι οι κακοί.

Κι ο άλλος σου Εαυτός, με λιγοστά αποθέματα, μιας κι έχει  δικά του θέματα, το έχει ήδη έτοιμο στο στόμα, να στο πει, "Πάρ' το αλλιώς! Τώρα όμως! Μαλακισμένο..."

Μα δεν ξέρει πως, εσύ... απλά προβάρεις.
Έτσι. Με δέκα δολλάρια στην τσέπη και πέντε φέτες ψωμί για τοστ μες στο ψυγείο.
Πάλι καλά που, πρόλαβες και δυο κονσέρβες τόνο. Λίγο τυρί κι ένα μπουκάλι κέτσαπ.
Μα, κάπως έτσι, τα εκατό έγιναν δέκα.

Α... και, πού 'σαι;
Το μεξικάνικο το πιάτο και το μπωλ από τη σούπα κράτησέ τα. Μαζί με το πιρούνι. Είναι αρχές ακόμα.
Θα χρειαστεί να τα χαζεύεις κι άλλο ώσπου να μάθεις.

"Πάρ' το αλλιώς! Τώρα όμως! Μαλακισμένο...", ουρλιάζει μέσα-έξω του ο άλλος Εαυτός σου. Σαν καθρεφτάκι ραγισμένο, τρέμει μη σπάσει.
Και ποιος αντέχει άλλα εφτά χρόνια γρουσουζιάς...

...κι εσύ προβάρεις άλλο ένα μοντελάκι.
Αρχές Κατάθλιψης το λένε.
Αλλά, μαθαίνεις.

...μάλλον.




...από το "Προβάροντας Συναισθήματα", του Γρ. Κρέζου




Sunday 14 June 2015

* Πουτάνα… (3) (based on a true story)

A World within a World!

Αυτή ήταν η πρώτη του σκέψη…
Χαμένος στην απόλυτη ηρεμία της μικρής λίμνης, με το βλέμμα του να κατασπαράζει άπληστα, αχόρταγα κάθε εικόνα που είχε να του προσφέρει το τοπίο.
Αν η ομορφιά του Centennial Park που, βρισκόταν αριστερά της λεωφόρου, τον είχε εντυπωσιάσει, τότε ετούτο το κομμάτι, στα δεξιά της, τον είχε μαγέψει, σκοτώσει, ξαναγεννήσει και διαλύσει μέσα σε λίγα μόνο λεπτά…

Σε καμία περίπτωση, την ώρα που αποφάσιζε να ακολουθήσει το μικρό μονοπάτι που σχηματιζόταν μπροστά του, δεν είχε περάσει από το μυαλό του ότι, θα συναντούσε μια τέτοια ομορφιά στην καρδιά της πόλης…
Δίχως πολλές ταμπέλες που να παραπέμπουν σε αυτήν τη διαδρομή, δίχως ειδικές αναφορές στο Google Earth, δίχως κάποιο συνάδελφο να του έχει πει κάτι γι αυτό, το μεσαίο παρκάκι τελικά, ήταν όλα τα λεφτά.
Λες και…
Λες και είχε ξεφυτρώσει από το πουθενά, μόνο και μόνο γι αυτόν. Σήμερα. Εκείνη τη στιγμή.
Ίσως, αν προσπαθούσε να επιστρέψει στη λεωφόρο, από το σημείο που είχε μπει, να μην υπήρχε καν το μονοπάτι… ή να τον έβγαζε αλλού.
Όπου. Σε άλλο κόσμο. Σε άλλο ΣύνΠαν.
Ίσως και να ήταν ορκισμένο μυστικό όσων είχαν επισκεφτεί αυτό το μέρος.
Ξέρεις… Να μην το μοιραστούν με οποιονδήποτε για την υπόλοιπη ζωή τους. Ή και μετά από αυτήν.
Ίσως αυτό το τοπίο να ήταν διαφορετικό για τον καθένα. Κι αν το συζητούσε με κάποιους αύριο, στην εταιρία, να του το περιέγραφαν διαφορετικά.
Μέχρι ακόμα και δίχως λίμνη…
Ίσως αυτό το πάρκο να ανήκε μόσο σε όσους το ανακάλυπταν. Σε όσους το τολμούσαν. Σε όσους το διέσχιζαν. Κι αμέσως μετά να το ξεχνούσαν. Την άλλη μέρα. Στη δουλειά. Όπου…

Πάπιες και νερόκοτες.
Δική τους ετούτη η λίμνη. Κι οι καλαμιές, ανάμεσα στις οποίες κούρνιαζαν κάποιες από αυτές. Ίσως κι ολόκληρο το πάρκο να ήταν δικό τους. Κι ο βάλτος γύρω από αυτό.

Ένας κομμένος κορμός στην άκρη της λίμνης.

Κι άλλος παραπέρα.
Μάλλον τους είχε αφήσει ο δήμος, σαν φυσικά καθίσματα αντί για παγκάκια. Να δένουν και με το τοπίο. Μάλλον.
Και μια μικρή 'προβλήτα', φτιαγμένη από πεντέξι κούτσουρα. Ήταν δεν ήταν πενήντα πόντους. Θα την είχαν σκαρφιστεί για να έχουν πρόσβαση σε καμιά βαρκούλα. Ή να τη χρησιμοποιούσε κάνα συνεργείο καθαρισμού. Ποιος ξέρει.
Τέλος πάντων.





Πώς και δεν το είχε ανακαλύψει νωρίτερα ετούτο το μέρος;
Αφού γυρνούσε με τα πόδια ολόκληρη την περιοχή. Πώς και δεν είχε σκεφτεί να δοκιμάσει το μονοπάτι; Να της πει να πάνε εκεί. Βόλτα. Να της δείξει τη λίμνη. Να μοιραστούν την ησυχία και την ηρεμία της. Να ξεφύγουν κάπως από τα συνηθισμένα. Κι ας γινόταν αυτό το επόμενο συνηθισμένο τους. Μέχρι το επόμενο. Και ξανά…

Ησυχία κι Ηρεμία.
Ναι… Έννοιες παρόμοιες και διαφορετικές. Εντελώς όμως.
Γιατί και στο σπίτι είχαν ησυχία κάποιες φορές… αλλά από ηρεμία ούτε κατά διάνοια.

Θα είχε καμιά διαφορά άραγε; Θα της άρεσε; Θα πήγαιναν εκεί συχνά; Ακόμα και για picnic. Στη λίμνη δίπλα είχε ένα πλάτωμα που ήταν ό,τι έπρεπε για picnic… ή να διαβάζουν και να χάνονται στη γαλήνη του τοπίου. Ίσως και να βρίσκονται. Δεν ξέρεις ποτέ…

Κοίτα. Κι εκεί που πήγαιναν, μια χαρά ήταν. Εκεί, στην παραλία. Στο μικρό parking. Είτε στις καρεκλίτσες του camping που έστηναν είτε στο αυτοκίνητο μέσα, όμορφα ήταν. Ίσως κι από τις πιο όμορφες στιγμές τους. Αυτό το κάθε 'από λίγο' τους. Το ξεχωριστό μέσα στον όλο θόρυβο της ζωής τους.
Γυρνώντας σπίτι, εκείνος θα έπαιζε κάνα ποδόσφαιρο στο κινητό κι εκείνη θα έλουζε τα μαλλιά της και θα καθόταν για ώρες μετά να τα στεγνώνει.
Πλούσιο μαλλί. Πυκνό και μακρύ. Μέχρι τη μέση της έφτανε.
Ε, καλά… ήταν και μικροκαμωμένη βέβαια.
Το αγαπούσε. Της πήγαινε κιόλας, η αλήθεια είναι. Κι όσο κι αν την κούραζε, της άρεσε να το φροντίζει.

Ίσως και να ήταν κάτι ανάλογο με τη δική του τρέλα για το μούσι του. Θα πρέπει να ήταν πάνω από είκοσι χρόνια που το διατηρούσε.
Εκτός από εκείνη την φορά, τώρα πρόσφατα που, λαμβάνοντας μέρος σε ένα μαραθώνιο υποστήριξης καρκινοπαθών, είχε ξυρίσει γουλί το κεφάλι του αλλά και τα γένια του.
Για πρώτη φορά στη ζωή του…
Ένα μαραθώνιο, στον οποίο έλαβε μέρος μαζί με άλλες εκατόν πενήντα χιλιάδες κόσμου. Εκεί. Στα ξένα.
Είχαν μαζέψει δεκαεπτά εκατομμύρια δολλάρια!
Το λιθαράκι που έβαλε εκείνος κι όσοι τον υποστήριξαν, ήταν δύο χιλιάδες διακόσια δολλάρια. Και ένα.
Είχε βάλει στόχο να μαζέψει δυο χιλιάρικα.
Και το κατάφερε!
Υπέροχο συναίσθημα. Και ήταν υπέροχο επειδή ήταν μια απρόσμενη, μια αναπάντεχη  ομαδική προσπάθεια μιας και, πέρα από γνωστούς και φίλους που τον ενίσχυσαν… η βοήθεια που έκανε τη διαφορά, ήρθε από συναδέλφους του, στην εταιρία που εργαζόταν.
Τον είχε βοηθήσει κι εκείνη… παρά το ψύχος που επικρατούσε μεταξύ τους.

Δυόμιση μήνες μετά… μαλλιά και γένια είχαν επανέλθει στο αγαπημένο του μήκος.

Δυόμιση μήνες μετά… κι ακόμα δεν είχε κάνει απολογισμό των συναντήσεών τους το τελευταίο οχτάμηνο.
Πόσες διακυμάνσεις στην ένταση, στο χρώμα, στην ποιότητα, στο περιεχόμενο των συζητήσεών τους. Πόσα φαντασματάκια είχαν γεννηθεί εκείνες τις μέρες!
Πόσα ΑΝ είχαν κρυφτεί στη γωνία, μη τολμώντας να εμφανιστούν μπροστά τους.
Κι αυτές οι Λέξεις πια…
Να μην τις αφήνουν να μπουν σε μια σειρά μπας και βγάλουν νόημα…
Πότε ο ένας, πότε ο άλλος, τους άλλαζαν σειρά.
Και νόημα δε βγήκε.
Ούτε και τότε. Κι ο καιρός πέρασε.
Κι ο καιρός περνούσε.

Το έχει αυτό ο καιρός.
Περνάει.
Κι ας νιώθει ότι κολλάει.
Γιατί, όταν δείχνει σταματημένος, εσύ και μόνο εσύ δεν παίρνεις χαμπάρι τι γίνεται γύρω σου, μέσα σου. Κι όταν συνέρχεσαι, μόνο με άλμα επανέρχεσαι.
Κι εκείνος, από άλματα…
Από εκείνα που διασχίζουν ωκεανούς.






Έβγαλε μερικές φωτογραφίες και ένα δυο βιντεάκια, έτσι για να θυμάται τη λίμνη και τη διαδρομή… και προχώρησε πιο κάτω.
Στο βάθος, είχαν αρχίσει να σκάνε οι πρώτες κεραμοσκεπές. Σημάδι πως, αυτός ο μικρός παράδεισος είχε σύνορα.

Ανάμικτα συναισθήματα, μα τον όποιο θεό τα γεννάει.
Από τη μια, χαιρόταν επειδή αυτό σήμαινε πως, δεν το ονειρεύτηκε. Το πάρκο με τη λίμνη, υπήρχε. Από την άλλη πάλι… ίσως και να προτιμούσε, το μονοπάτι αυτό, αντί για τις γειτονιές του Ramsgate, να τον είχε βγάλει αλλού.

Σε κάποιο Κόσμο που δεν θα τα είχε κάνει όλα πουτάνα.

Σε κάποιο Κόσμο δίχως φαντάσματα, δίχως αναμνήμες, δίχως σχέσεις κι υποσχέσεις κι ούτε δίνες και ωδύνες.






Κοίταξε γύρω του.
Oh well… μια χαρά ήταν κι εδώ.
Απέναντί του βρισκόταν το σχολείο και η αγορά με τις βιολογικές καλλιέργειες. Τόσες φορές του είχε πει να πάνε. Και κάθε φορά, το ξεχνούσαν…

Το γωνιακό Cafe όμως, με τα βιολογικά προϊόντα, του έκανε αμέσως κλικ.
Τα φαντασματάκια που, ήταν ήδη εκεί κι έπιναν τη μόκα τους, του έκαναν νόημα να πλησιάσει. Αργότερα, προφανώς, θα κατέβαιναν μαζί του στην παραλία. Άλλωστε, γι αυτόν ακριβώς το λόγο είχε ξεκουνήσει από το σπίτι.

Φτιαγμένο εξ ολοκλήρου από ξύλο, στεγασμένο σε ένα παλιό σπιτάκι… ή μπακάλικο στις αρχές του αιώνα. Του περασμένου αιώνα.

Υπέροχες μυρωδιές από τα ξύλινα πατώματα, τα δοκάρια, τον πάγκο, τα κάθε λογής μπαχάρια. Βιολογικά κι αυτά.
Χα… και τι όνομα!





Sacred Grounds…





…απόσπασμα από τη ΣυνΛογή κειμένων "Φαντασματάκια", του Γρ. Κρέζου




Saturday 13 June 2015

* Πουτάνα… (2) (based on a true story)

Ναι… τα είχε κάνει όλα πουτάνα για άλλη μια φορά.
Μόνο που, τώρα, θα τα λουζόταν όλα. Ένα ένα κι από την αρχή. Βήμα βήμα. Κάθε επιλογή του. Απολογισμό και λογαριασμό.

Ο άλλος ο μαλάκας στο σαλόνι, ούρλιαζε. Αυτό το γαμημένο κουφάλογο που, μάλλον του άρεσε να ακούει την ίδια τη φωνή του, μιλούσε πάλι στο τηλέφωνο. Και μάλιστα, είχε την ένταση του ακουστικού τόσο δυνατά που, ακουγόταν σαν ανοικτή ακρόαση.
- "Βρε γαμώπουστα, ποιος ο λόγος να χρησιμοποιείς το γαμωτηλέφωνο, αφού φωνάζεις τόσο δυνατά; Βγες στη γαμωταράτσα και όποιος και να είναι, θα σε ακούσει…", έτριξε τα δόντια του μουρμουρίζοντας, μα δίχως να πει λέξη στον άλλον.
"Δεν θα τον κάνω εγώ άνθρωπο", έλεγε και ξανάλεγε στον εαυτό του και προσπερνούσε τη μαλακία του καθενός.
Η αλήθεια είναι πως, δεν είχε συναντήσει πιο μίζερο άνθρωπο από αυτόν.
Συλλέκτη κάθε σαβούρας και οπαδό της αρρωστημένης λογικής: "Ε, ποιος ξέρει… κάποια μέρα μπορεί να μου χρειαστεί κι αυτό".

Ναι. Το δισκάκι από αφρολέξ του κατεψυγμένου κιμά από το σούπερ μάρκετ…
Ψωρογλυμούτση.

Κάθε σημείο του σπιτιού τους γέμιζε με κάθε λογής τζάντζαλα και συσκευασίες που, "ήταν κρίμα να πετάξουν στα σκουπίδια"… ούτε καν για ανακύκλωση.
Γιατί, πού ξέρεις… μπορεί κάποια στιγμή τη ζωής του κανείς, να χρειαστεί τριανταεπτά ταπεράκια κάθε μεγέθους. Κι όταν λέμε ταπεράκια, με την ευρεία έννοια της λέξης, συμπεριλαμβανομένων των συσκευασιών ντελίβερυ.
Ω ναι… εκείνων των πλαστικών δοχείων μιας χρήσης.

Δύσκολη η συγκατοίκηση με αγνώστους, ειδικά όταν ξεκινάς από το μηδέν και οικονομικά, έχεις καταστραφεί λόγω των διαφόρων επιλογών σου.

Δεν το έβαζε όμως κάτω. Κι ας έδειχνε κουρασμένος κάποιες φορές.
Ούτε και θα σακάτευε το πνεύμα του προκειμένου να σταθεί στα πόδια του μια ώρα αρχύτερα. Το είχε ξανακάνει άλλωστε. Τότε, που ήταν στην πατρίδα ακόμα, έχοντας φτάσει σε ένα από τα χαμηλότερα σκαλοπάτια, με χρέη σε κάθε πιθανή υπηρεσία, τράπεζα, οργανισμό… περνώντας βδομάδες ολόκληρες με φρυγανιές και μουστάρδα -έτσι για τη γεύση.
Στη δουλειά, πήγαινε κι ερχόταν με τα πόδια. Άνω Κυψέλη - Ακαδημία Πλάτωνος.
Καμιά φορά, τον έφερνε μέχρι την κάτω πλατεία ένας συνάδελφος… και μόνο μέχρι εκεί, μιας και το ταλαιπωρημένο δίχρονο σαραβαλάκι δεν έβγαζε την ανηφόρα της Άνω Κυψέλης και με τους δυο μαζί.

Άλλη μια φορά, από το μηδέν.
Σε μια χώρα ξένη πλέον.
Και για την ακρίβεια, από το μείον επτά.
Είχε φτάσει στο μείον πεντέμιση ήδη, μέσα σε οκτώ μήνες.
Με αυτόν το ρυθμό βέβαια, θα αργούσε να επανέλθει στο μηδέν… αλλά, τουλάχιστον, είχε τη Σκέψη του ακέραιη.
Για την ώρα φυσικά.

Προσπέρασε το μίζερο ανθρωπάκι του σαλονιού και βγήκε από το σπίτι.
Στο σακίδιό του είχε βάλει ένα βιβλίο με την Ιστορία της χώρας, δυο σάντουϊτς με τόνο και τυρί κι ένα μπουκαλάκι νερό. Σκέτο πάγο δηλαδή, για να έχει να πίνει μέχρι το απόγευμα.
Θα πήγαινε στο μικρό πάρκινγκ, στην παραλιακή, στο οποίο συνήθιζαν να αράζουν παλιά, τα μεσημεράκια της Κυριακής ή του Σαββάτου. Πιο δίπλα είχε αρκετά κιόσκια και παγκάκια. Όλη η παραλιακή ήταν έτσι.
Θάλασσα, παραλία, πεζόδρομος, καταπράσινο πάρκο, δεύτερος πεζόδρομος, λεωφόρος.
Για χιλιόμετρα.
Ήταν υπέροχο μέρος για βόλτες, πικνίκ, ποδήλατο. Για κάθε περίσταση και γούστο. Είτε ήθελε κανείς να μουλιάσει στο νερό είτε να σαπίσει στον ήλιο είτε να χωθεί κάτω από τα δέντρα.

Ποσώς τον ένοιαζε το μέρος εκείνη τη μέρα βέβαια… Έτσι κι αλλιώς, αυτός πήγαινε να συναντήσει τα φαντασματάκια του, τα οποία τον είχαν ζαλίσει εδώ και καιρό, μιας και δεν τους έδινε σημασία.
Είχε ξανακάνει παρόμοιο δρομολόγιο παλιότερα και μάλιστα, βγάζοντας και φωτογραφίες. Νέες φωτογραφίες. Έτσι, για να βλέπει το πριν και το μετά τους… μιας και, στις προηγούμενες, ήταν κι εκείνη μέσα.
Και τα φαντασματάκια είχαν χαρεί πάρα πολύ εκείνη τη φορά. Είχαν ηρεμήσει για κάμποσες ημέρες. Καθόταν και κοιτούσε το πριν και το μετά… το πόσο άδειες φαινόντουσαν οι φωτό δίχως εκείνη. Μιας και, σε εκείνες τις καινούριες, έλειπαν οι ήχοι, οι συζητήσεις, τα γέλια, οι φωνές, οι τσακωμοί, τα χαμόγελα, τα δάκρυα, τα σχέδια, τα όνειρα, οι υποσχέσεις, οι κατάρες, τα βλέμματα… Δεν ήταν απλές φωτογραφίες οι παλιές.
Δεν ήταν απλά φωτογραφίες.
Μα, ούτε και οι νέες.
Παρότι κενές, η ησυχία τους τον ξεκούφαινε χειρότερα από τα χαχανητά των φαντασμάτων του.

Το χρειαζόταν αυτό. Ήταν ο μόνος τρόπος για να ξεκαθαρίσει το τοπίο. Ξέρεις… Όπως όταν ρίξεις κάτι λερωμένο στο νερό κι αρχίσει να διαλύεται ο λεκές, στην αρχή είναι έντονο και το χρώμα και η οσμή αλλά και η υφή του καμιά φορά… μετά όμως από λίγη ώρα, αρχίζει και βγαίνει στην επιφάνεια και διαλύεται… μέχρι που κάποια στιγμή, γίνεται ένα με το ύφασμα και το νερό.
Και πλέον υπάρχει δίχως να Άρχει.

Ο καιρός ήταν ευχάριστος.
Αν και λίγο πριν ξεκινήσει, ο αέρας φυσούσε τόσο δυνατά που, λίγο το είχε να μείνει μέσα και σήμερα. Αλλά η φωνή του αλλουνού του τρυπούσε τα αυτιά και τα νεύρα.
Πέρα από αυτό… είχε υποσχεθεί στον άλλο του Εαυτό ότι, θα το έκανε αργά ή γρήγορα. Έπρεπε να το κάνει.
Κατά τη γνώμη του, θα έκανε καλό σε όλους. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.
Και μέσα του. Και έξω του. Και στο Εδώ του και στο Εκεί του.

Φτάνοντας στα μισά της διαδρομής, κοντοστάθηκε και χάζεψε για λίγο το πάρκο στα δεξιά του.
Η ευρύτερη περιοχή ήταν ένα τεράστιο πάρκο, το οποίο χώριζαν στα τρία δυο κεντρικές λεωφόροι.
Το αριστερό πάρκο το είχε γυρίσει μέσα έξω. Χώροι για περίπατο, γήπεδα πάσης φύσεως, μια μικρή λίμνη που επικοινωνούσε με τη θάλασσα κι ένα φυσικό και πλούσιο μίνι βιότοπο. Ibis, πάπιες, χήνες και νερόκοτες κυρίως. Και περιστέρια. Φυσικά.
Κοράκια, Magpies και Miners δεν πατούσαν και τόσο, παρά μόνο εκεί που κατασκήνωνε ο κόσμος για πικνικ…
Είχε βρει μάλιστα και μάραθο δίπλα στη λίμνη. Θυμήθηκε παλιά, παιδάκι ακόμα, με τον πατέρα. Φύτρωνε στην άκρη του πεζοδρομίου κι εκείνοι έκοβαν και μασουλούσαν μέχρι να φτάσουν στο σχολείο… Κάπου κάπου, έφταναν και κάνα κορόμηλο, άμα τύχαινε να κρεμόταν το κλαρί έξω από καμιά αυλή.

Το πάρκο δεξιά, είχε γήπεδα κυρίως, ένα φυτώριο και άλλη μια μικρή λίμνη.
Μια φορά είχαν μόνο κοντοσταθεί, με εκείνη… μα, δεν είχαν κάτσει πολύ.

Αυτό εδώ όμως, στη μέση, του φαινόταν πολύ άγριο μιας κι οι καλαμιές ήταν τόσο ψηλές που, έκοβαν τη θέα. Του θύμιζε λίγο το χωριό του. Τον κάμπο.
Κοντά πέντε χρόνια τώρα και ούτε μία φορά δεν είχε δοκιμάσει να το διασχίσει. Δεν έδειχνε να είχε και κάνα άνοιγμα, εδώ που τα λέμε…

Μα όσο έκανε αυτό το συλλογισμό, λες και άνοιγε μπροστά του, έτσι, από το πουθενά, ένα μονοπάτι φρεσκοκαθαρισμένο…
Το χάζευε αρκετή ώρα, έχοντας χάσει κάθε έλεγχο του κορμιού του…
Λες και του μιλούσε το ίδιο το μονοπάτι. Ή η καλαμιά. Ή κάνας μέρμηγκας.
Ποιος ξέρει…
Αν και, πιο πολύ, έμοιαζε σαν ψίθυρο από το βάθος του πάρκου. Σα να τον έφερνε ο αέρας. Σαν ταινία τρόμου, από εκείνες τις ηλίθιες που, κάνουν μπαμ ότι κάτι θα συμβεί κι εντούτοις, ο μαλάκας ο πρωταγωνιστής αποφασίζει να χωθεί μέχρι μέσα.

Πήγαινε γυρεύοντας.
Ειδικά τώρα που ζούσε μόνος και που, αν του συνέβαινε κάτι, δεν θα χολόσκαγε κανείς για να τον αναζητήσει. Ίσως μόνο ο συγκάτοικός του την ερχόμενη εβδομάδα, όταν θα τον έψαχνε για το νοίκι. Από εκείνη πάλι, δεν είχε καν νέο.
Μάλλον είχε χάσει κάθε δικαίωμα να γνωρίζει τί κάνει. Πώς είναι. Αν χρειάζεται κάτι.
Και γιατί να του επιτρέψει να γνωρίζει άλλωστε;
Αν τώρα, η πανοπλία του Ιππότη σκούριαζε στο Κελλάρι με τις Αναμνήμες, δικό του το πρόβλημα. Όχι δικό της.

Να έμπαινε τελικά στο πάρκο ή όχι;
Δε λέμε δα να του συνέβαινε και τίποτα τρομερό… Απλά, να του την έπεφταν καναδυό πρεζάκια για να τον κλέψουν. Και να ξυπνούσε σωριασμένος μετά από μέρες.
Αν και αυτός, έτσι που έτρωγε σα γουρούνι τώρα τελευταία, πάνω στο δίωρο θα είχε συνέλθει, επειδή θα πεινούσε και μόνο.

Άναψε ένα τσιγάρο για να το φιλοσοφήσει.
Κοίταξε την ώρα στο κινητό του. Νωρίς ήταν ακόμα.
Μία και δέκα το μεσημέρι. Χαρά θεού εδώ κάτω και δε φυσούσε και τόσο όπως όταν βγήκε από το σπίτι. Κάτι τα δέντρα, κάτι οι καλαμιές, έκοβαν όσο να 'ναι.
Χαζεύοντας το φρεσκοκομμένο γρασίδι, συνειδητοποίησε ότι, δεν ήταν από απλή κουρευτική μηχανή του γκαζόν αλλά από εκείνα τα κάπως μεγαλύτερα μηχανήματα που είχε ο δήμος για να κόβει το γρασίδι στα μεγάλα πάρκα… Κι αυτό σήμαινε πως, παρά τα βάτα… το μονοπάτι ήταν βατό.




- "Δε γαμιέται", σκέφτηκε. "Με φάνε, δε με φάνε, θα μπω… μην τρελαθούμε κιόλας. Μόνο πεντακόσια μέτρα πάρκο είναι μέχρι την επόμενη λεωφόρο. Τί διάλο; Το πολύ πολύ να είναι αδιέξοδο και να γυρίσω πίσω".
Αν και δεν του πήγαινε η ιδέα του αδιεξόδου… Ποιος ο λόγος να καθαρίσουν μονοπάτι αν ήταν αδιέξοδο;
Τώρα βέβαια… όταν λέμε μονοπάτι, φαντάσου ένα ευρύχωρο δρομάκι, στο οποίο άνετα, ένα ζευγαράκι μπορούσε να περπατήσει χέρι χέρι.

Ζευγαράκι…
Ναι. ΟΚ.
Μόνο που, αυτός… ήταν ένας.

Και κοίτα πλάκα.
Καμιά φορά, οι δυο χωρούν εκεί που, τον ένα, δεν τον χωρά ο τόπος όλος.

Πενήντα μέτρα μες στο μονοπάτι… και κάθε ήχος από τη λεωφόρο είχε μείνει πίσω.
Μόνο τα πουλιά και κάνας αρουραίος που, πεταγόταν από τη μια μεριά στην άλλη.
Κι εκείνος.
Μόνος.
Όχι ζευγάρι.
Μόνος.

Πώς και δεν το είχε ανακαλύψει νωρίτερα ετούτο δω το μέρος;
Πώς και δεν το είχαν περπατήσει χέρι χέρι, όπως τόσα άλλα μέρη;

Μαζί με τους ήχους του δρόμου, είχαν πάψει και τα χαχανητά από τα φαντασματάκια του.
Αυτό το μέρος, ήταν παρθένο.
Δεν είχε να θυμίσει κάτι.









Άναψε άλλο ένα τσιγάρο… από το οποίο, δεν τράβηξε, παρά μόνο την πρώτη τζούρα!
Τη λίμνη που ανοιγόταν μπροστά του, θα την έπινε σκέτη.




…απόσπασμα από τη ΣυνΛογή κειμένων "Φαντασματάκια", του Γρ. Κρέζου




Wednesday 10 June 2015

* Πουτάνα… (based on a true story)

- "Πουτάνα!", ούρλιαξε και χτύπησε με δύναμη τη γροθιά του στον τοίχο… "Πουτάνα! Πουτάνα… πάλι τα ίδια!", συνέχισε να βρίζει κι εκεί πλέον, δεν άντεξα.
- "Τί έπαθες χριστιανέ μου; Τρελάθηκες πρωινιάτικα; Με ποια τα έβαλες; Ποια είναι η πουτάνα;", τον ρώτησα, κλείνοντας το συρόμενο παράθυρο να μη μας ακούσει η γειτονιά.
Όχι ότι θα καταλάβαιναν τίποτα δηλαδή… ένα μάτσο λιβανέζοι, ινδοί, και σκοπιανοί ήταν στη γειτονιά. Και δυο οικογένειες κινέζων στον τρίτο. Ή κάτι τέτοιο, τέλος πάντων. Όλοι ίδιοι είναι. Αλλά, έτσι, για το γαμώτο της υπόθεσης… Αυτό με τις δυνατές βρισιές δεν το 'χα από μικρός. Κι όταν εκείνος άρχισε να βρίζει… όποια κι αν ήταν εκείνη που έβριζε, απλά, το έχασα.

- "Άσε με ρε μαλάκα. Άσε με, να μην την πληρώσεις εσύ στο τέλος", μου απάντησε με υφάκι, λες και θα τον φοβόμουνα… οπότε, εκείνη τη στιγμή, τον άρπαξα με δύναμη από το λαιμό, σπρώχνοντάς τον με με φόρα προς την πόρτα.
Εκείνος παραπάτησε και για να μη βρεθεί στο πάτωμα, γραπώθηκε από το χέρι μου…
Από το χέρι που τον έπνιγε!

Αυτά τα ανθρωπάκια τελικά, έχουν πλάκα όταν τα μελετάς.
Πήγε να σωθεί, να στηριχθεί… από το ίδιο το χέρι το οποίο τον είχε πιάσει από το λαιμό.
Ήταν αστείος και μίζερος, μα την αλήθεια.

- "Μου τη λές κι από πάνω ρε κωλόπαιδο;", του ανταπάντησα και τον βοήθησα να σταθεί και πάλι στα πόδια του. Το σημάδι από τα δάκτυλά μου, να του έχει κοκκινίσει το λαιμό, τόσο που, μια σχετική τρομάρα, την ένιωσα. "Είσαι καλά;", τον ρώτησα αλλάζοντας τόνο και έκανα δυο τρία βήματα πίσω, για να του δώσω λίγο χώρο και την ευκαιρία να αποκτήσει μια αίσθηση ασφάλειας, στεκόμενος μακρυά.

- "Δε βρίζω καμία ρε. Ξεκόλλα επιτέλους… Τα έχω κάνει όλα Πουτάνα. Αυτό λέω. Πουτάνα όλα. Πουταναριό. Πώς το λένε…", και κλείνοντας τη φράση του, έπεσε στο κρεβάτι βάζοντας τα κλάματα. Ή μάλλον, κάτι ανάμεσα σε γέλια και σε κλάματα. Πιο πολύ από νεύρα πιστεύω κι όχι τόσο από στενοχώρια. Νεύρα με τον ίδιο του τον εαυτό. Κι όχι με κάποιον άλλο.

- "Σώπα ρε Χριστόφορε…", του είπα ειρωνικά. "Τώρα το ανακάλυψες κι αυτό; Τόσο καιρό νόμιζες ότι, το πήγαινες καλά και τώρα σου ήρθε η φώτιση; Ότι τα έκανες όλα πουτάνα;"

Εκείνος δε μίλησε. Απλά, μου έκανε νόημα να βγω από το δωμάτιο.
Δεν ήθελε να συζητήσουμε άλλο. 

Τον τελευταίο καιρό είχε αρχίσει να ακούει και να βλέπει και πάλι φαντάσματα.
Φαντάσματα του Παρελθόντος. Ξέρεις. Από εκείνα τα γλυκά πλάσματα που, δεν ξέρω ποιος τα στέλνει, μα ως σκοπό τους έχουν να πατούν το κουμπάκι με το rewind… και μετά play back, δείχνοντάς σου κάθε στιγμή που έζησες και θυμίζοντας κάθε σου επιλογή.
Είναι εκείνα τα πλασματάκια που, όπου κι αν βρεθείς, θα σου θυμίσουν και μία και δύο και χίλιες τρεις στιγμές, από εκείνες που προσπαθείς να σβήσεις.

Κι εκείνος, και στιγμές πολλές είχε στη ζωή του και προσπαθούσε να τις σβήσει.
Μα, τελικά… ξέρεις, το να σβήσεις το παρελθόν, το να διανοηθείς καν ότι, μπορείς να το σβήσεις, είναι από μόνο του και παγίδα… αλλά και μαλακία ως σύλληψη, to begin with.
Το παρελθόν, το αγκαλιάζεις. Το αγκαλιάζεις όσο πιο σφιχτά μπορείς… και το αφήνεις να σε αγκαλιάσει όσο σφιχτά μπορεί κι εκείνο. Κοιμόσαστε και ξυπνάτε μαζί. Κάθε μέρα. Για καιρό. Πολύ καιρό. Όσο πάρει…
Μέχρι εκείνο να αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι σου. Συνειδητό κι όχι κρυφό.
Αλλά… σχετικά με αυτό, θα αφήσω τον ίδιο να καταθέσει.
Όταν το εισπράξει. Με τη σειρά του.

- "Γράφεις για να ξορκίσεις το κακό", είχε πει στον άλλο του Εαυτό, με τον τελευταίο να διαφωνεί και να ωρύεται…
Δε πα να φώναζε; Έτσι είχε.
Κάθε ένας, γράφει με ένα και μοναδικό σκοπό.
Να κάνει τις Φωνές του να σωπάσουν. Να το βουλώσουν. Γιατί αν δε γράψει, εκείνες δυναμώνουν τόσο που, παύει να ακούγεται κάθε άλλος ήχος. Ακόμα κι εκείνος της καρδιάς.
Και ξέρεις… σαν πάψεις να ακούς τον κτύπο της καρδιάς, παύεις και να πονάς.
Και, μα την όποια αλήθεια κυβερνά σε αυτόν τον κόσμο… το μόνο που σε κρατάει ζωντανό, είναι ο πόνος που νιώθεις για κάτι… ο πόνος που νιώθεις από κάτι… ή η ελπίδα πως, κάποια φορά κι εσύ, θα πονέσεις.

Νιώθω τη δυσφορία σου σε τούτα μου τα λόγια.
Λογικό. Κι αν όχι λογικό, τουλάχιστον αναμενόμενο να μη σου κάθεται καλά.
Κι όμως… ο πόνος σου δίνει αιτία.

Μα τώρα δα… το θέμα μου δεν είναι ο πόνος και η κάθε θεωρία γύρω από αυτόν… μα το ότι, αυτός ο τόσο δικός μου άνθρωπος βρισκόταν διπλωμένος στα δύο, επάνω στο κρεβάτι του, να κλαίει από νεύρα. Να χτυπιέται σαν κακομαθημένο γκομενάκι και να ξοδεύει τη Σκέψη του σε μαλακίες, αντί να αγκαλιάσει το συναίσθημα και να προχωρήσει, όπως έκανε πάντα.
Παλιά, όταν βρισκόταν μπροστά από κάποιο εμπόδιο που δε μπορούσε να υπερπηδήσει… έπαιρνε φόρα κι έσκαγε με δύναμη πάνω του. Γινόταν χιλιάδες κομμάτια κι άφηνε τον άνεμο να τον σηκώσει ψηλά…
Κι έτσι, με αυτόν τον τρόπο, είχε περάσει κάθε εμπόδιο που είχε υψωθεί μπροστά του ως τώρα.
Βέβαια, κάθε τόσο, κατά την συγκόλληση των κομματιών, όλο και κάτι του έλειπε, μα… ας πούμε πως, αυτό ήταν το εισιτήριο. Το τίμημα για αυτά τα ιδιόμορφα άλματά του.

Κάθισα στον υπολογιστή του καθώς εκείνος σταμάτησε να μυξοκλαίγεται και σηκώθηκε να ντυθεί.
-  "Θα βγεις τελικά;", τον ρώτησα.
- "Ναι… θα βγω. Κι όχι μόνο θα βγω αλλά θα πάω και σε κάθε μέρος που συνηθίζαμε να πηγαίνουμε παλιά", μου απάντησε και στον τόνο της φωνής του δε διέκρινα το παραμικρό ίχνος αμφιβολίας ή δισταγμού γι αυτό που είχε βάλει στο μυαλό του και είχε σκοπό να κάνει.
"Αφού τα φαντασματάκια θέλουν να μου μιλήσουν… θα τους κάνω τη χάρη και θα βγω μαζί τους. Θα τα πάω στα ίδια μέρη που συχνάζαμε. Μόνος. Δίχως εκείνη. Να ακούσω τί έχουν να μου πουν επιτέλους. Αν έχουν κάτι καινούριο δηλαδή", συνέχισε, ενώ έβαζε κι έβγαζε διάφορα ρούχα.
- "Τί έγινε… δε μπορείς να αποφασίσεις τί θα βάλεις; Μήπως να φόραγες κάνα κουστούμι να είσαι πιο επίσημος;", τον ειρωνεύτηκα ξανά.
- "Δε μας γαμάς ρε μαλάκα; Σαν πολύ θάρρος σου έχω δώσει", μου αποκρίθηκε και συνέχισε, "Δε μου κάνει τίποτα! Γουρούνι έγινα! Γουρούνι! Και πώς να μου κάνει; Με κοτόπουλα, πίτσες, κεμπάπ, παστούλες και τοστάκια κάθε μέρα, αναμενόμενο… Πάλι καλά που μου κάνει το σορτς της δουλειάς, δε λες;", συνέχισε κοροϊδεύοντας τον εαυτό του.
"Αυτό θα βάλω… τέλος", μου είπε και μου έδειξε το χακί σορτς.
- "Ρε βλαμμένε… δίχως ζώνη, θα ξεφτιλιστείς καμιά ώρα"…
- "Ναι… μου αξίζει. Να σου πω την αλήθεια, παρακαλάω να μου πέσει στο δρόμο και να γίνω ρεζίλι… Ίσως έτσι βάλω μυαλό και το πάρω αλλιώς", μου απάντησε με ένα απαθέστατο όσο και ειλικρινές βλέμμα.
- "Όπως νομίζεις", του είπα και έβαλα να χαζέψω ένα βίντεο στο youtube.
- "Θα φτιάξω και κάνα σάντουϊτς να πάρω μαζί. Θα αργήσω να γυρίσω. Θα πεινάσω τόσες ώρες στην παραλία", φώναξε μέσα από την κουζίνα.
- "Ναι… και καλά θα κάνεις. Έτσι, θα σου πέσει στα σίγουρα το σορτς. Μαλακισμένο! Ε, μαλακισμένο", του φώναξα γελώντας. "Και πού έχεις σκοπό να πας πρώτα;", τον ρώτησα όντας περίεργος να μάθω το δρομολόγιό του.
- "Χα… εκεί που πηγαίναμε πάντα. Στην παραλία. Στο μικρό πάρκινγκ. Βέβαια, καρέκλα δεν έχω… και μάλλον θα την πέσω σε κάνα κιόσκι… αλλά είναι δίπλα έτσι κι αλλιώς. Αν έχουν κάτι να πουν τα φαντασματάκια, θα το πουν. Και θα ακούσω… να είσαι σίγουρος ότι, θα ακούσω", μου απάντησε γεμάτος χαρά.




Όταν μπήκε στο δωμάτιο να πάρει το μικρό σακίδιό του, τον μούντζωσα και με τα δυο χέρια.

Μούσια και μπλούζα ήταν γεμάτα κέτσαπ.
Είχε προλάβει να χλαπακιάσει πάλι ο μαλάκας.




…απόσπασμα από τη ΣυνΛογή κειμένων "Φαντασματάκια", του Γρ. Κρέζου