Monday 8 June 2015

* Binaural φρίκες

Βαρύ κεφάλι και σήμερα…
Πώς να μην ήταν, αφού είχε ήδη πάει δυόμιση το μεσημέρι κι εκείνος ήταν ακόμα στο κρεβάτι. Τις τελευταίες εβδομάδες, του ήταν αδύνατο να σηκωθεί νωρίς. Μόνο αν τύχαινε να έχει πρωινή βάρδια.
Εκτός από ένα τρίμηνο, το οποίο είχε δουλέψει σε μια πλεκτοβιομηχανία για να τσοντάρει  στα έξοδα της σχολής, τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του, σηκωνόταν πάντα πριν τις επτά…
Έτσι και "τον έπιανε ο ήλιος στο κρεβάτι", που λένε, ολόκληρη η μέρα του πήγαινε στράφι.
Ακόμα κι αν την έπεφτε μία και δύο το πρωί… έξι, εξήμισυ ήταν όρθιος. Θα μπορούσε να κοιμηθεί από το μεσημέρι μιας μέρας μέχρι το πρωί της επομένης. Δεν είχε θέμα με τη διάρκεια του ύπνου δηλαδή… αρκεί να ξεκινούσε τη μέρα του νωρίς.

- "Πάει κι αυτή η μέρα", σκέφτηκε…
Χαλιόταν άσχημα όταν ξόδευε έτσι τα ρεπό του.
Είχε βέβαια άλλες δέκα ώρες μπροστά της η μέρα μα, δεν του έκανε την παραμικρή αίσθηση να κινηθεί. Μόνο τουαλέτα… Έπρεπε να πάει οπωσδήποτε τουαλέτα.
Στο youtube, έπαιζε ακόμα μουσική ύπνου. Ένα playlist που είχε ανακαλύψει, με ώρες ατέλειωτες από binaural ήχους κι αρμονίες διάφορες και φωτογραφίες από τοπία νυχτερινά. Κάποια από αυτά μέσω photoshop, αλλά λίγο τον ενδιέφερε.
Χανόταν. Ταξίδευε μέσα σε λεπτά από τη στιγμή που θα πατούσε το play.

Το προηγούμενο απόγευμα, είχε αγοράσει ένα μπουκάλι κρασί. Ένα ακόμα μπουκάλι κρασί. Το τέταρτο μέσα στη βδομάδα. Μοσχάτο κι αυτό. Είχα βάλει στόχο να δοκιμάσει κάθε μοσχάτο της κάβας. Το γούσταρε γιατί ήταν γλυκό και ελαφρά αφρώδες. Γαργαλούσε ευχάριστα γλώσσα, ουρανίσκο, λάρυγγα.
Γιατί όχι;
Τα δυο χιλιόμετρα ποδαρόδρομος όμως, από τη δουλειά στο σπίτι και μάλιστα απόγευμα Σαββάτου, έπειτα από μια γαμημένη βδομάδα με πολλή κίνηση στην εταιρία, ήταν αρκετά ώστε να κουραστεί στα μισά της διαδρομής και να αποφασίσει να βάλει το κρασί στο μικρό σακίδιο που είχε στην πλάτη…
Δυο τετράγωνα πριν από το σπίτι κι ενώ βάδιζε στο πιο σκοτεινό σημείο της γειτονιάς, ένιωσε ένα χάδι στην πλάτη, ένα ελαφρό κτύπημα στη μέση του κι αμέσως μετά, ένα ήχο που, περιλάμβανε splash, crash και χρατς… Ταυτόχρονα.

Τινάχτηκε ενστικτωδώς δυο τρία βήματα μπροστά, τσιτωμένος, με τις τρίχες όρθιες κι έτοιμος να αντιμετωπίσει το χειρότερο… Δεν είχε δα και τίποτα κολλητούς στη γειτονιά που, θα μπορούσαν να του κάνουν τέτοια πλάκα. Ούτε καν στην πόλη.
Κι εδώ που τα λέμε… δεν είχε ούτε ένα φίλο σε ολόκληρη τη Χώρα.
Για τέσσερα ολόκληρα χρόνια ήταν από το σπίτι στη δουλειά κι από τη δουλειά στο σπίτι. Καμία παρέα. Κανένα γνωστό πέραν των τυπικών σχέσεων με συναδέλφους. Κανένας, ποτέ δεν πάτησε σπίτι του. Έτσι. Έστω για καφέ.
Άλλος κόσμος. Άλλες συνήθειες ίσως.
Ξένοι ανάμεσα σε ξένους.
Κλειστές κοινωνίες. Φοβισμένες.
Ίσως βέβαια, να ήταν απλά και μόνο ιδέα του.

Κανείς τριγύρω και σκοτάδι. Χειμωνιάτικο σκοτάδι από τις επτά το απόγευμα.
Μόνο οι σκιές, από το αμυδρό φως των γύρω σπιτιών, θύμιζαν πως… Θύμιζαν πως, δε ζούσε μόνο αυτός σε τούτη την πόλη.
Πήρε μερικές βαθειές ανάσες και προσπάθησε να καταλάβει τί συνέβη.
Δεν του πήρε και πολύ ώρα.




Φυσικό κι επόμενο ήταν. Κάτι ο γρήγορος βηματισμός του για να φτάσει σπίτι, κάτι το ότι, η  φιάλη του κρασιού ήταν μεγαλύτερη από το μικρό σακίδιο, κάτι ο γαμημένος νόμος εκείνου του μπάσταρδου που άκουγε στο όνομα Murphy και το κακό δεν άργησε να γίνει.
Το φερμουάρ άνοιξε, η φιάλη έγειρε, έπεσε, έγινε θρύψαλα και για όση ώρα στάθηκε εκεί προσπαθώντας να μη βρίσει, η γειτονιά γέμιζε με ένα υπέροχο άρωμα οινοπνεύματος και φρούτων.
Θα πρέπει να ήταν καλό κρασάκι… μάλλον.
Τουλάχιστον, εκείνο το βράδυ, δε θα το μάθαινε.
Μάζεψε τη σακούλα όπως ήταν και την πέταξε σε ένα διπλανό κάδο.

Φτάνοντας στο σπίτι, συνειδητοποίησε πως, εκτός από το κρασί, μέσα από το σακίδιό του έλειπε και η μπλούζα του αλλά και ο σκούφος του.
Κι αν δεν είχε βρίσει προηγουμένως… τα επόμενα δεκαπέντε λεπτά που, του πήρε για να γυρίσει στο σημείο της "επίθεσης" να μαζέψει τα υπόλοιπα πράγματά του και να επιστρέψει σπίτι, πέρασαν με κάθε είδους συνδιασμών από βρισιές που είχε ακούσει στη ζωή του κι επειδή δεν τον έφτασαν, αυτοσχεδίασε με μερικές ακόμα.

Είχε τέτοια νεύρα που, ούτε καν άναψε τσιγάρο.
Είχε μείνει ρέστος και μέχρι την ερχόμενη εβδομάδα που θα πληρωνόταν, δεν ήθελε να ξοδέψει άλλα χρήματα. Και ήταν τόσο κουρασμένος που, δεν είχε δύναμη να πεταχτεί στην πιο κοντινή κάβα για να πάρει άλλο κρασί.
Του είχε φανεί άδικο. Σαν τιμωρία.
Μετά από τέτοια κουραστική εβδομάδα, περίμενε πώς και πώς να γυρίσει στο δωμάτιό του, να απολαύσει ένα ποτηράκι κρασί και να ξεκουραστεί στο νέο του κρεβάτι. Πολλά ζητούσε;
Μάλλον, ναι…

Ήταν μόνο οκτώ όταν κάθισε στον υπολογιστή του…
Δεν άντεχε. Δεν το είχε. Ήθελε και να γράψει απόψε. Το είχε ετοιμάσει ήδη από τη στιγμή που σχόλαγε… Στο δρόμο έχτιζε λέξη λέξη τις παραγράφους από το νέο κείμενό του. Γελούσε σα χαζό ξανά.
Γελούσε μετά από πολύ καιρό η αλήθεια είναι.
Αυτό που συνέβη όμως, τον ξενέρωσε.
Κοίταξε το κινητό του, να δει αν έχει μπαταρία. Το μάτι συνηθισμένο, έψαξε για τυχόν ειδοποίηση μηνύματος. Τίποτα.
Γιατί άλλωστε να είχε εισερχόμενο μήνυμα;
Πέραν των, κατά καιρούς, διαφημιστικών ειδοποιήσεων, δεν υπήρξε το παραμικρό.
Τα φαντασματάκια όμως, χοροπηδούσαν πέρα δώθε. Ασταμάτητα.
Και γελούσαν μαζί του που ασχολείται ακόμα.

Έκλεισε τον υπολογιστή και ξάπλωσε στο κρεβάτι του, αφού πρώτα πάτησε το play.
Το κορμί του πονούσε. Κάθε επικοινωνία ήταν κομμένη. Αναβολή επ' αόριστον με το Εδώ, το Εκεί, το Μέσα του, τους Έξω… με τον καθένα και για διαφορετικούς λόγους.
Χάθηκε μέσα σε λίγα λεπτά, πλημμυρισμένος από συχνότητες που χτυπούσαν κατευθείαν στα βάθη του κρανίου του, σε σημεία που κι ο ίδιος ο εγκέφαλός του δεν είχε τολμήσει να ταξιδέψει, ούτε μια φορά…

Ξύπνησε χαράματα.
Άνοιξε το κινητό και κοίταξε τον άλλο του εαυτό κατάματα. Εκείνος, νυσταγμένος, του παραπονέθηκε ότι, είχε ανάγκη να κοιμηθεί. Ένιωθε απίστευτη κούραση και δεν είχε δύναμη να μείνει μαζί του.
Το ροχαλητό που έριξε, δεν άφηνε και πολλά περιθώρια για συζήτηση…

Έμεινε μόνος, να κοιτάζει τον άλλο εαυτό του, ανήμπορο να κάνει το παραμικρό.
Το δικό του πάλι, κορμί, βρισκόταν αλλού. Ένιωθε να καίει. Να θέλει. Να αγγίξει. Να αγγιχτεί. Να νιώσει. Να ιδρώσει. Να λιώσει. Να ζήσει. Να χωθεί. Να ψάξει. Να βρει. Να ζητήσει και να πάρει. Να δώσει.
Ελλείψη όμως δεύτερου, to tango, θα έπρεπε για άλλη μια φορά, να αφεθεί στο χέρι της… Χειρονακτικής Επιστήμης. Αυτή τη φορά, θα χρησιμοποιούσε το αριστερό. Έτσι, για αλλαγή.

Σηκώθηκε, πήρε μια πετσέτα προσώπου κι έπεσε ξανά στο κρεβάτι.
Του πήρε μόνο μερικά λεπτά.
Αν μη τι άλλο, το κορμί έδειχνε να είχε ηρεμήσει. Ή μήπως ήταν το μυαλό;
Δε μπήκε στη διαδικασία να το ψάξει περισσότερο. Δεν άντεξε δηλαδή. Τα μάτια του έκλειναν κι εκείνος χανόταν για άλλη μια φορά, στους binaural ήχους του youtube. Κι ας μη φορούσε ακουστικά.

Και ναι.
Ήταν δύο και μισή το μεσημέρι κι εκείνος στο κρεβάτι του ακόμα.
Πονούσε παντού.
Μάλλον θα είχε φτάσει σε εκείνη την κατάντια που, το να τραβήξεις μια μαλακία, όχι μόνο σε κουράζει πιο πολύ από το να γαμήσεις… αλλά και δεν είναι καν λυτρωτικό όσο το δεύτερο.
Μόνη, έτσι αμυδρή μνήμη, κάτι σαν το αμυδρό φως των σπιτιών το προηγούμενο βράδυ, η ευχαρίστηση που του προκάλεσε το να τον παίξει με το άλλο χέρι. Κι όχι με το 'καλό'.
Πέραν τούτου… καμία απολύτως ικανοποίηση.
Τώρα κι αν ένιωθε μόνος.

Εντελώς όμως.

Τρεις και μισή το απόγευμα κι έβαζε το κλειδί στην πόρτα του διαμερίσματος.
Μέσα σε μια ώρα, είχε σηκωθεί, πλυθεί, είχε κατέβει στην αποθήκη να βάλει πλυντήριο -στο express mode- είχε πάει στο μάρκετ, στο πορτογαλέζικο fast food, είχε επιστρέψει και είχε απλώσει τα ρούχα, ανεβάζοντας επίσης τη μπουγάδα της προηγουμένης που είχε στεγνώσει.
Α, ναι… είχε πάει κι από την κάβα, για να πάρει άλλο ένα κρασάκι. Το ίδιο με εκείνο που είχε σπάσει.

Τέσσερις παρά τέταρτο και με ένα χαμόγελο, το πρώτο της ημέρας, καθόταν με το κοτόπουλο σούβλας ανα χείρας, για να παρακολουθήσει μια ταινία. Στο youtube, πού αλλού;
Το είχε ήδη πάρει αλλιώς και είχε ξεπεράσει κάθε αίσθημα μοναχικότητας και κάθε φρίκη που είχε φάει το τελευταίο εικοσιτετράωρο.
Δεν θα επέτρεπε να τον χαλάσει το παραμικρό από δω και πέρα.

Τέσσερις παρά δέκα, ο κόσμος του γκρεμιζόταν για άλλη μια φορά.

Του είχαν βάλει λάθος σως με τις πατάτες.




…απόσπασμα από το "Ένα κρασάκι ακόμα", του Γρ. Κρέζου