Showing posts with label ΕΚΑΝΑ ΜΙΑ ΣΚΕΨΗ. Show all posts
Showing posts with label ΕΚΑΝΑ ΜΙΑ ΣΚΕΨΗ. Show all posts

Monday, 2 March 2020

Δούρειος Μήπως

- "Ξέρεις... ο Δούρειος Ίππος παίζει και να μην το γνώριζε ότι ήταν δούρειος. Ίσως να νόμιζε ότι ήταν κανονικό άλογο. Ή, ακόμα χειρότερα, ίσως να το γνώριζε αλλά να ήταν τόσο εξαθλιωμένη η ζωή του που, το να τον παρατήσουν έξω από την Τροία να φάνταζε σανίδα σωτηρίας..."
- "Τί θες να πεις; Δεν καταλαβαίνω."
- "Λέω πως, τελικά, δεν οφείλεται στο ότι δε γνωρίζουμε Ιστορία ούτε και στο ότι αντιμετωπίζουμε τη Μυθολογία ως διασκεδαστικό αφήγημα, το οποίο δεν χρήζει περαιτέρω ανάλυσης και μελέτης.
Ωφείλεται στο ότι, όποιος ήθελε να πει κάτι σημαντικό και να αφήσει κάτι χρήσιμο στις επόμενες γενιές, έριχνε ένα πέπλο είτε από εύπεπτες και δροσερές λεξούλες είτε από καυτές και άγνωστες και μιλούσε μέσα από κώδικες, παρομοιώσεις, παραβολές κι όποια άλλη πατέντα κάλυψης χρησιμοποιήθηκε ανά τους αιώνες.
Κάποιοι θεωρούν πως, αυτό επέτρεπε τη διακίνηση ανατρεπτικών ιδεών και τη μετάδοση της Γνώσης, σε κοινή θέα και κάτω από τη μύτη της εκάστοτε Αρχής. Όπως τα διάφορα "επαναστατικά" τραγούδια την περίοδο της Χούντας ένα πράμα.
Ζαβαρακατρανέμια. Κατάλαβες;"

- "Δηλαδή;"
- "Λάβαρα Μαύρα Ανέμισαν. Αυτό."
- "Και πάλι... βοήθησέ με λίγο. Δε μπορώ να ακολουθήσω το σκεπτικό σου."
- "Λέω ότι οι ιδέες, όπως κι οι άνθρωποι, γεννιούνται γυμνές. Τί δεν καταλαβαίνεις;"
- "Δηλαδή, εσύ τώρα μου εξήγησες κι εγώ πρέπει να καταλάβω, ε;"
- "Ναι... έχεις δίκιο. Κι εγώ το ίδιο κάνω. Έχω ντύσει τη σκέψη μου σαν κρεμμύδι, λες και πάει στα χιόνια... μπότες, φόρμα, μπουφάν, κασκώλ, γάντια, σκούφο... Πού να καταλάβεις τί θέλω να πω."
- "Θα πας γήπεδο απόψε; Τελευταία αγωνιστική πριν τα play-offs. Εγώ λέω να μην πάω τελικά. Το σκέφτομαι πολύ σοβαρά. Λόγω του ιού. Ξέρεις..."
- "Πρώτον, όχι. Δεν θα πάω γήπεδο. Και δεύτερον... με δουλεύεις τώρα; Αλλάζεις συζήτηση εν μέσω τέτοιων τρομερών αποκαλύψεων που σου προσφέρω;"
- "Μισό..."
- "Τί κάνεις εκεί;"
- "Μπύρα και πατατάκια... ΟΚ, λέγε τώρα.. Όλος δικός σου και... ξεκίνα από δαύτο το ζαβαρακατρανέμια. Για ποια λάβαρα λες;"



- "Του πένθους... της επανάστασης... της λευτεριάς. Διάλεξε εσύ όποια θες. Τα λάβαρα γίναν ζάβαρα, τα μαύρα γίναν κάτρα, σαν κατράμι και τα ανέμια, ανέμισαν... Τραγούδησέ το αλλάζοντας τις λέξεις και θα δεις ότι ταιριάζει."
- "Ναι... έχεις δίκιο. Αν μη τι άλλο, μια χαρά έμμετρο είναι κι έτσι."
-"Υπήρξε κι αυτή μια συμπαθητική προσπάθεια να μην τύχουν λογοκρισίας κάποιες ιδέες... όπως και σε άλλα κείμενα και τραγούδια."
- "Ναι... ίσως να είναι κι έτσι. Αλλά... αυτό με το Δούρειο Ίππο πού κολλάει;"

- "Κολλάει στις παραλίες των νησιών, κολλάει στους βαλτότοπους του Έβρου, κολλάει στον πάτο της εμαγιέ κατσαρόλας των Διεθνών Συμφώνων, κολλάει όπου υπάρχει λάσπη και, Δόξα τῷ Θεῷ, η λάσπη υπήρξε άφθονη στον τόπο αυτό, από καταβολής Κόσμου."
- "Τώρα εσύ, μετά από τον πρόλογο που έκανες, έχεις ξεκινήσει να μου εξηγείς τα ανεξήγητα, ε; Κι εγώ καταλαβαίνω, ας πούμε..."
- "Δώσε λίγο προσοχή... δεν θα χαλάσω εγώ την πιάτσα. Σαν μαλάκας θα σου μιλήσω, όπως και χιλιάδες άλλοι Γνώστες. Με παραβολές κι εσύ θα πρέπει να τις αποκωδικοποιήσεις και να καταλάβεις. Έτσι ήταν, έτσι είναι κι έτσι θα 'ναι."
- "Άντε, να δούμε. Εφτά η ώρα πάντως εγώ, έφυγα. Έχει αγώνα. Μας χάλασαν που μας χάλασαν το καρναβάλι φέτος, δεν θα χάσω και το ματσάκι για να κάτσω να ακούω τις παπάρες σου. Εντάξει; Αν θες, πες ξεκάθαρα ό,τι έχεις να πεις, να τελειώνουμε. Δεν είμαι κάνας χαζός. Το να μου λες ιστοριούλες για δούρειους ίππους και υποννοούμενα για τους πρόσφυγες, αν μη τι άλλο, υποτιμά τη νοημοσύνη μου. Λοιπόν... ακούω."
- "Μωρέ, μια χαρά ακούς... το ζόρι είναι πως, δεν καταλαβαίνεις. Δεν φταις εσύ βέβαια... μεγάλωσες με multiple choice εκπαίδευση, δίχως να ταΐσει κανείς την κριτική σου σκέψη. Κι όσο οι παλαιότεροι ψοφάμε κι αδειάζουμε τον τόπο και μένετε εσείς οι νεώτεροι, τόσο πιο θεόσταλτος θα μοιάζει ο Δούρειος Ίππος, τόσο πιο αγνή η θλίψη στο βλέμμα του, τόσο πιο τραγικά θα δείχνουν τα ξεσκισμένα από τις κακουχίες ρούχα που φορά. Έχεις αρχίσει τώρα να καταλαβαίνεις κάτι ή μπα;"
- "Μπα..."
- "Προηγουμένως, μίλησες για πρόσφυγες. Έχεις ιδέα τί σημαίνει αυτός ο χαρακτηρισμός; Έχεις υπόψη σου τη διαφορά μεταξύ πρόσφυγα και μετανάστη; Θα μπορούσες να τους ξεχωρίσεις αν έβλεπες τον ένα δίπλα στον άλλο; Και... θα έκρινες βασιζόμενος σε τί ακριβώς; Στα διαβατήριά τους; Στην όψη τους; Στα λόγια τους; Στον τόνο της φωνής τους; Στο πορτοφόλι τους;"
- "Δεν το έχω σκεφτεί προσωπικά αυτό αλλά, γι αυτό υπάρχουν οι αρμόδιες αρχές να..."
- "Οι αρμόδιες αρχές ε; Αρχές δίχως Αρχή και δίχως τέλος αλλά όχι κι ατελώς..."
- "Άρχισες να παίζεις πάλι με τις λέξεις."
- "Ναι... λες κι αυτές κάθονται φρόνιμα, κι ας τις βάλει κανείς στη σωστή σειρά. Μην αρχίσω τώρα να επιχειρηματολογώ για τον λόγο ύπαρξης του Λόγου, γιατί θα ξημερώσουμε. Αρχίζει και το ματσάκι σου σε καμιά ώρα.
Δε μου λες... έχεις υπόψη σου πως, τουλάχιστον δέκα χώρες χρησιμοποιούν επισήμως παιδιά ως ανθρώπινες ασπίδες για στρατιωτικές επιχειρήσεις; Ότι πομπές οχημάτων με στρατιωτικό υλικό, έμψυχο και άψυχο, έχουν ανάμεσά τους σχολικά οχήματα γεμάτα παιδιά; Αν γνώριζες πως, ένα κόνβοϋ τέτοιων οχημάτων απειλούσε να μπει στην χώρα σου, τί θα έκανες; Θα χτυπούσες την αυτοκινητοπομπή για να κρατήσεις τον εισβολέα έξω ή δεν θα το έκανες για να μη σκοτώσεις τα παιδιά;"
- "Δεν ξέρω... Τί είναι αυτά που με ρωτάς τώρα; Τί σχέση έχουν με τα ζάβαρα και τον Δούρειο Ίππο;"
- "Δεν ξέρεις ή θεν θέλεις να μπεις στη διαδικασία να σκεφτείς;
Δεν ξέρεις ή μήπως, γνωρίζεις πολύ καλά την απάντηση αλλά σε τρομάζει το τέρας που βλέπεις μέσα σου;
Μήπως αυτό που σε τρομάζει είναι το ότι δεν υπάρχει γκρι;
Μήπως αυτό που σε τρομάζει είναι η συνειδητοποίηση πως υπάρχει μόνο μαύρο κι άσπρο κι ότι το τέρας που είδες μέσα σου θα φέρει είτε το βάρος του προδότη είτε του φονιά;"
- (...)
- "Λέγε ρε... μεταξύ μας είμαστε.
Μήπως ο Δούρειος Ίππος στην περίπτωση της Τροίας δεν ήταν τίποτε άλλο από ένα τσούρμο μισθοφόροι, που ανακατεμμένοι με παιδιά έσκασαν μύτη ένα πρωινό έξω από τα τείχη, με ξεσκισμένα ρούχα, βρώμικοι και ταλαίπωροι και ζητούσαν και καλά βοήθεια να μπουν για να γλιτώσουν από τους πολεμοχαρείς Έλληνες;
Μήπως οι Τρώες, αγαθοί και φιλέσπλαχνοι περιμάζεψαν και τάϊσαν αυτό το τσούρμο, δίχως να γνωρίζουν τί φίδι έχωναν στον κόρφο τους;
Μήπως αυτό το ίδιο τσούρμο άνοιξε τις πύλες της Τροίας και εισέβαλαν κι οι υπόλοιποι στρατιώτες, Έλληνες και μη;"
- "Μα, τί μαλακίες είναι αυτές που λες ρε; Τί στο διάλο συμβαίνει μέσα στο σκατόμυαλό σου; Πας καλά;"
- "Την Ιστορία, τη γράφει ο νικητής, αγάπη μου. Και τη γράφει όπως γουστάρει και τη ντύνει όπως γουστάρει και τη γδύνει επίσης, όπως και όποτε γουστάρει...
Και ξέρεις... νικητής σε ένα πόλεμο μεταξύ δύο πλευρών δεν είναι πάντα η μία εκ των δύο. Νικητής μπορεί να είναι και κάποιος τρίτος, ο οποίος έβαλε τους άλλους δυο να πολεμήσουν. Εντάξει; Κι αυτός ο τρίτος, παίζει και να είναι ολόκληρη συμμορία τρίτων.
Τώρα, αν εσύ έχεις κάποια άλλη εξήγηση γι αυτό που συμβαίνει στην χώρα σου εδώ και χιλιάδες χρόνια, πολύ θα χαρώ να σε ακούσω.
Πολύ θα χαρώ να ακούσω και τον λόγο που πάντα ζητιανεύεις.
Πολύ θα χαρώ επίσης να μου εξηγήσεις τον λόγο που καυχιέσαι για τα όσα κληρονόμησες από τους πάνσοφους, ενάρετους προγόνους σου, αφού πρώτα μου εξηγήσεις τον λόγο που επαναλαμβάνεις πιστά τα λάθη τους.
Πες μου -αλήθεια τώρα... πιστεύεις πως εσύ ήσουν ο νικητής; Ότι εσύ έγραψες την Ιστορία αυτού του τόπου;
Πες μου και το άλλο... τους Δούρειους Ίππους ανατολικά της γης σου, τους βλέπεις;
Είναι ξύλινοι; Ή μήπως έχουν σάρκα και οστά, καλέ μου Οδυσσέα;
Είναι το κλάμα τους αυτό που ηχεί μέσα στα αυτιά σου ή άσματα Σειρήνων που σε έχουνε πλανέψει;
Ετούτη την φορά, καλέ μου Οδυσσέα, δεν θα σε δέσω στο κατάρτι...
Ετούτη την φορά, θα είσαι μόνος."
- "Μαλακίες λες. Έχει χάρη που σε ξέρω από παιδί. Φεύγω. Ίσα που προλαβαίνω να πάω σπίτι πριν αρχίσει το ματς. Τα λέμε."

- "Τα λέμε."



…απόσπασμα από τη ΣυνΛογή κειμένων "Δούρειος Κήπος", του Γρ. Κρέζου



Monday, 8 June 2015

* Binaural φρίκες

Βαρύ κεφάλι και σήμερα…
Πώς να μην ήταν, αφού είχε ήδη πάει δυόμιση το μεσημέρι κι εκείνος ήταν ακόμα στο κρεβάτι. Τις τελευταίες εβδομάδες, του ήταν αδύνατο να σηκωθεί νωρίς. Μόνο αν τύχαινε να έχει πρωινή βάρδια.
Εκτός από ένα τρίμηνο, το οποίο είχε δουλέψει σε μια πλεκτοβιομηχανία για να τσοντάρει  στα έξοδα της σχολής, τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του, σηκωνόταν πάντα πριν τις επτά…
Έτσι και "τον έπιανε ο ήλιος στο κρεβάτι", που λένε, ολόκληρη η μέρα του πήγαινε στράφι.
Ακόμα κι αν την έπεφτε μία και δύο το πρωί… έξι, εξήμισυ ήταν όρθιος. Θα μπορούσε να κοιμηθεί από το μεσημέρι μιας μέρας μέχρι το πρωί της επομένης. Δεν είχε θέμα με τη διάρκεια του ύπνου δηλαδή… αρκεί να ξεκινούσε τη μέρα του νωρίς.

- "Πάει κι αυτή η μέρα", σκέφτηκε…
Χαλιόταν άσχημα όταν ξόδευε έτσι τα ρεπό του.
Είχε βέβαια άλλες δέκα ώρες μπροστά της η μέρα μα, δεν του έκανε την παραμικρή αίσθηση να κινηθεί. Μόνο τουαλέτα… Έπρεπε να πάει οπωσδήποτε τουαλέτα.
Στο youtube, έπαιζε ακόμα μουσική ύπνου. Ένα playlist που είχε ανακαλύψει, με ώρες ατέλειωτες από binaural ήχους κι αρμονίες διάφορες και φωτογραφίες από τοπία νυχτερινά. Κάποια από αυτά μέσω photoshop, αλλά λίγο τον ενδιέφερε.
Χανόταν. Ταξίδευε μέσα σε λεπτά από τη στιγμή που θα πατούσε το play.

Το προηγούμενο απόγευμα, είχε αγοράσει ένα μπουκάλι κρασί. Ένα ακόμα μπουκάλι κρασί. Το τέταρτο μέσα στη βδομάδα. Μοσχάτο κι αυτό. Είχα βάλει στόχο να δοκιμάσει κάθε μοσχάτο της κάβας. Το γούσταρε γιατί ήταν γλυκό και ελαφρά αφρώδες. Γαργαλούσε ευχάριστα γλώσσα, ουρανίσκο, λάρυγγα.
Γιατί όχι;
Τα δυο χιλιόμετρα ποδαρόδρομος όμως, από τη δουλειά στο σπίτι και μάλιστα απόγευμα Σαββάτου, έπειτα από μια γαμημένη βδομάδα με πολλή κίνηση στην εταιρία, ήταν αρκετά ώστε να κουραστεί στα μισά της διαδρομής και να αποφασίσει να βάλει το κρασί στο μικρό σακίδιο που είχε στην πλάτη…
Δυο τετράγωνα πριν από το σπίτι κι ενώ βάδιζε στο πιο σκοτεινό σημείο της γειτονιάς, ένιωσε ένα χάδι στην πλάτη, ένα ελαφρό κτύπημα στη μέση του κι αμέσως μετά, ένα ήχο που, περιλάμβανε splash, crash και χρατς… Ταυτόχρονα.

Τινάχτηκε ενστικτωδώς δυο τρία βήματα μπροστά, τσιτωμένος, με τις τρίχες όρθιες κι έτοιμος να αντιμετωπίσει το χειρότερο… Δεν είχε δα και τίποτα κολλητούς στη γειτονιά που, θα μπορούσαν να του κάνουν τέτοια πλάκα. Ούτε καν στην πόλη.
Κι εδώ που τα λέμε… δεν είχε ούτε ένα φίλο σε ολόκληρη τη Χώρα.
Για τέσσερα ολόκληρα χρόνια ήταν από το σπίτι στη δουλειά κι από τη δουλειά στο σπίτι. Καμία παρέα. Κανένα γνωστό πέραν των τυπικών σχέσεων με συναδέλφους. Κανένας, ποτέ δεν πάτησε σπίτι του. Έτσι. Έστω για καφέ.
Άλλος κόσμος. Άλλες συνήθειες ίσως.
Ξένοι ανάμεσα σε ξένους.
Κλειστές κοινωνίες. Φοβισμένες.
Ίσως βέβαια, να ήταν απλά και μόνο ιδέα του.

Κανείς τριγύρω και σκοτάδι. Χειμωνιάτικο σκοτάδι από τις επτά το απόγευμα.
Μόνο οι σκιές, από το αμυδρό φως των γύρω σπιτιών, θύμιζαν πως… Θύμιζαν πως, δε ζούσε μόνο αυτός σε τούτη την πόλη.
Πήρε μερικές βαθειές ανάσες και προσπάθησε να καταλάβει τί συνέβη.
Δεν του πήρε και πολύ ώρα.




Φυσικό κι επόμενο ήταν. Κάτι ο γρήγορος βηματισμός του για να φτάσει σπίτι, κάτι το ότι, η  φιάλη του κρασιού ήταν μεγαλύτερη από το μικρό σακίδιο, κάτι ο γαμημένος νόμος εκείνου του μπάσταρδου που άκουγε στο όνομα Murphy και το κακό δεν άργησε να γίνει.
Το φερμουάρ άνοιξε, η φιάλη έγειρε, έπεσε, έγινε θρύψαλα και για όση ώρα στάθηκε εκεί προσπαθώντας να μη βρίσει, η γειτονιά γέμιζε με ένα υπέροχο άρωμα οινοπνεύματος και φρούτων.
Θα πρέπει να ήταν καλό κρασάκι… μάλλον.
Τουλάχιστον, εκείνο το βράδυ, δε θα το μάθαινε.
Μάζεψε τη σακούλα όπως ήταν και την πέταξε σε ένα διπλανό κάδο.

Φτάνοντας στο σπίτι, συνειδητοποίησε πως, εκτός από το κρασί, μέσα από το σακίδιό του έλειπε και η μπλούζα του αλλά και ο σκούφος του.
Κι αν δεν είχε βρίσει προηγουμένως… τα επόμενα δεκαπέντε λεπτά που, του πήρε για να γυρίσει στο σημείο της "επίθεσης" να μαζέψει τα υπόλοιπα πράγματά του και να επιστρέψει σπίτι, πέρασαν με κάθε είδους συνδιασμών από βρισιές που είχε ακούσει στη ζωή του κι επειδή δεν τον έφτασαν, αυτοσχεδίασε με μερικές ακόμα.

Είχε τέτοια νεύρα που, ούτε καν άναψε τσιγάρο.
Είχε μείνει ρέστος και μέχρι την ερχόμενη εβδομάδα που θα πληρωνόταν, δεν ήθελε να ξοδέψει άλλα χρήματα. Και ήταν τόσο κουρασμένος που, δεν είχε δύναμη να πεταχτεί στην πιο κοντινή κάβα για να πάρει άλλο κρασί.
Του είχε φανεί άδικο. Σαν τιμωρία.
Μετά από τέτοια κουραστική εβδομάδα, περίμενε πώς και πώς να γυρίσει στο δωμάτιό του, να απολαύσει ένα ποτηράκι κρασί και να ξεκουραστεί στο νέο του κρεβάτι. Πολλά ζητούσε;
Μάλλον, ναι…

Ήταν μόνο οκτώ όταν κάθισε στον υπολογιστή του…
Δεν άντεχε. Δεν το είχε. Ήθελε και να γράψει απόψε. Το είχε ετοιμάσει ήδη από τη στιγμή που σχόλαγε… Στο δρόμο έχτιζε λέξη λέξη τις παραγράφους από το νέο κείμενό του. Γελούσε σα χαζό ξανά.
Γελούσε μετά από πολύ καιρό η αλήθεια είναι.
Αυτό που συνέβη όμως, τον ξενέρωσε.
Κοίταξε το κινητό του, να δει αν έχει μπαταρία. Το μάτι συνηθισμένο, έψαξε για τυχόν ειδοποίηση μηνύματος. Τίποτα.
Γιατί άλλωστε να είχε εισερχόμενο μήνυμα;
Πέραν των, κατά καιρούς, διαφημιστικών ειδοποιήσεων, δεν υπήρξε το παραμικρό.
Τα φαντασματάκια όμως, χοροπηδούσαν πέρα δώθε. Ασταμάτητα.
Και γελούσαν μαζί του που ασχολείται ακόμα.

Έκλεισε τον υπολογιστή και ξάπλωσε στο κρεβάτι του, αφού πρώτα πάτησε το play.
Το κορμί του πονούσε. Κάθε επικοινωνία ήταν κομμένη. Αναβολή επ' αόριστον με το Εδώ, το Εκεί, το Μέσα του, τους Έξω… με τον καθένα και για διαφορετικούς λόγους.
Χάθηκε μέσα σε λίγα λεπτά, πλημμυρισμένος από συχνότητες που χτυπούσαν κατευθείαν στα βάθη του κρανίου του, σε σημεία που κι ο ίδιος ο εγκέφαλός του δεν είχε τολμήσει να ταξιδέψει, ούτε μια φορά…

Ξύπνησε χαράματα.
Άνοιξε το κινητό και κοίταξε τον άλλο του εαυτό κατάματα. Εκείνος, νυσταγμένος, του παραπονέθηκε ότι, είχε ανάγκη να κοιμηθεί. Ένιωθε απίστευτη κούραση και δεν είχε δύναμη να μείνει μαζί του.
Το ροχαλητό που έριξε, δεν άφηνε και πολλά περιθώρια για συζήτηση…

Έμεινε μόνος, να κοιτάζει τον άλλο εαυτό του, ανήμπορο να κάνει το παραμικρό.
Το δικό του πάλι, κορμί, βρισκόταν αλλού. Ένιωθε να καίει. Να θέλει. Να αγγίξει. Να αγγιχτεί. Να νιώσει. Να ιδρώσει. Να λιώσει. Να ζήσει. Να χωθεί. Να ψάξει. Να βρει. Να ζητήσει και να πάρει. Να δώσει.
Ελλείψη όμως δεύτερου, to tango, θα έπρεπε για άλλη μια φορά, να αφεθεί στο χέρι της… Χειρονακτικής Επιστήμης. Αυτή τη φορά, θα χρησιμοποιούσε το αριστερό. Έτσι, για αλλαγή.

Σηκώθηκε, πήρε μια πετσέτα προσώπου κι έπεσε ξανά στο κρεβάτι.
Του πήρε μόνο μερικά λεπτά.
Αν μη τι άλλο, το κορμί έδειχνε να είχε ηρεμήσει. Ή μήπως ήταν το μυαλό;
Δε μπήκε στη διαδικασία να το ψάξει περισσότερο. Δεν άντεξε δηλαδή. Τα μάτια του έκλειναν κι εκείνος χανόταν για άλλη μια φορά, στους binaural ήχους του youtube. Κι ας μη φορούσε ακουστικά.

Και ναι.
Ήταν δύο και μισή το μεσημέρι κι εκείνος στο κρεβάτι του ακόμα.
Πονούσε παντού.
Μάλλον θα είχε φτάσει σε εκείνη την κατάντια που, το να τραβήξεις μια μαλακία, όχι μόνο σε κουράζει πιο πολύ από το να γαμήσεις… αλλά και δεν είναι καν λυτρωτικό όσο το δεύτερο.
Μόνη, έτσι αμυδρή μνήμη, κάτι σαν το αμυδρό φως των σπιτιών το προηγούμενο βράδυ, η ευχαρίστηση που του προκάλεσε το να τον παίξει με το άλλο χέρι. Κι όχι με το 'καλό'.
Πέραν τούτου… καμία απολύτως ικανοποίηση.
Τώρα κι αν ένιωθε μόνος.

Εντελώς όμως.

Τρεις και μισή το απόγευμα κι έβαζε το κλειδί στην πόρτα του διαμερίσματος.
Μέσα σε μια ώρα, είχε σηκωθεί, πλυθεί, είχε κατέβει στην αποθήκη να βάλει πλυντήριο -στο express mode- είχε πάει στο μάρκετ, στο πορτογαλέζικο fast food, είχε επιστρέψει και είχε απλώσει τα ρούχα, ανεβάζοντας επίσης τη μπουγάδα της προηγουμένης που είχε στεγνώσει.
Α, ναι… είχε πάει κι από την κάβα, για να πάρει άλλο ένα κρασάκι. Το ίδιο με εκείνο που είχε σπάσει.

Τέσσερις παρά τέταρτο και με ένα χαμόγελο, το πρώτο της ημέρας, καθόταν με το κοτόπουλο σούβλας ανα χείρας, για να παρακολουθήσει μια ταινία. Στο youtube, πού αλλού;
Το είχε ήδη πάρει αλλιώς και είχε ξεπεράσει κάθε αίσθημα μοναχικότητας και κάθε φρίκη που είχε φάει το τελευταίο εικοσιτετράωρο.
Δεν θα επέτρεπε να τον χαλάσει το παραμικρό από δω και πέρα.

Τέσσερις παρά δέκα, ο κόσμος του γκρεμιζόταν για άλλη μια φορά.

Του είχαν βάλει λάθος σως με τις πατάτες.




…απόσπασμα από το "Ένα κρασάκι ακόμα", του Γρ. Κρέζου




Thursday, 4 June 2015

* Όλα Καλά… Μάλλον

Και ναι… απόψε το βράδυ θα κοιμόταν και πάλι σε κρεβάτι, μετά από πολύ… πάρα πολύ καιρό. Κοντά έξι μήνες.
Επιλογή του βέβαια κι αυτή…

Το ότι, είχε εξαθλιώσει εντελώς την ποιότητα της ζωής του, εδώ και καιρό, οφειλόταν αποκλειστικά στις επιλογές του και σχετικά με αυτό, δεν έτρεφε πλέον καμία, μα καμία ψευδαίσθηση.
Δεν του έφταιγε κανείς άλλος.
Ποτέ δεν φταίει κάποιος άλλος για όσα μας συμβαίνουν, παρά μόνο ο ίδιος μας ο εαυτός.
Ή και ο άλλος μας εαυτός.
Πάντως, όχι κάποιος τρίτος.

Ακριβή λοιπόν η ζωή για την τσέπη του, όπως είχαν έρθει τα πράγματα… ή μάλλον, όπως είχε οδηγήσει ή αφήσει να έρθουν τα πράγματα. Έχτιζε τη ζωή του και πάλι από την αρχή.

Μάλλον…

Αν υπάρχει κάτι όμορφο στη ζωή, κάτι ενδιαφέρον αν μη τι άλλο, είναι το ότι, είναι απρόβλεπτη. Δε γνωρίζεις τί σου ξημερώνει… μιας και η σχετική εξίσωση αποτελείται, αποκλειστικά και μόνον, από μεταβλητές.
Ούτε μια σταθερά.

Ίσως οι αποξενωμένοι άνθρωποι, τελικά, να μην είναι ούτε κακοί ούτε κομπλεξικοί ούτε γεροπαράξενοι ούτε αντικοινωνικοί λόγω μισανθρωπίας ή ανθρωποφοβίας ή οτιδήποτε άλλο επίθετο μας αρέσει να τους βαπτίζουμε, επειδή δε γνωρίζουμε τα κίνητρά τους.
Ίσως, οι άνθρωποι που απέχουν από τα κοινά και την ανθρώπινη επαφή, να έχουν ξεκάθαρο μέσα στο κεφάλι τους το γεγονός πως, μία σημαντική μεταβλητή, η οποία επηρεάζει άμεσα και έμμεσα τη ζωή τους, είναι ο Άνθρωπος.
Κι έτσι, αποφεύγοντας "τα πολλά πολλά" με τον υπόλοιπο κόσμο, να δίνουν όλο και μικρότερη τιμή σε αυτήν τη μεταβλητή της δικής τους εξίσωσης.
Να ελαχιστοποιούν δηλαδή, κατά μεγάλο ποσοστό, την περίπτωση του να επηρεαστεί η ζωή τους, από τις επιλογές κάποιου άλλου ανθρώπου.
Στατιστικά και μόνο. Έστω.

Όπως, η πιθανότητα να σε κτυπήσει αυτοκίνητο, αν βγεις μια φορά το χρόνο έξω από το σπίτι, από το να διασχίζεις δρόμους κάθε μέρα.
Φυσικά, στην εξίσωση αυτή, ελαττώνεται η τιμή της μεταβλητής που ονομάζεται "Αυτοκινητικό Δυστύχημα" αλλά αυξάνεται η τιμή εκείνης που ονομάζεται "Πτώση Κτιρίου από Σεισμό"…
Ναι… η ζωή έχει τέτοια όμορφα. Πολλές μεταβλητές.
Και μόνο μεταβλητές.

Πέραν τούτου όμως, πώς μπορείς να κακοχαρακτηρίσεις κάποιον άνθρωπο, ο οποίος επίλεγει κάτι τέτοιο συνειδητά και με γνώμονα το παραπάνω σκεπτικό;
Στην τελική, ένας άνθρωπος "αντικοινωνικός" για κάποιους, θα μπορούσε να είναι αυτός, ο οποίος κλείνεται μέρες ή και βδομάδες ολόκληρες στο εργαστήριό του, αφιερώνοντας τη ζωή του, την ψυχή του αν θες, στην τέχνη του.
Την όποια τέχνη του.
Ακόμα κι αν αυτή η τέχνη είναι κάτι επικίνδυνο όπως… η Σκέψη.

Με αυτή τη Σκέψη, περί υψηλού κόστους επιλογών, βρέθηκε για άλλη μια φορά, αντιμέτωπος με το προσφάτως αποκτηθέν νυχτερινό δίλημμα.
Να πέσει για ύπνο, έστω και με το ζόρι ή να μείνει στον υπολογιστή του και να συνεχίσει να γράφει;

Του είχε λείψει πολύ το να γράφει. Και το κρανίο του, μόνο αυτή τη διέξοδο είχε, για να απαλλαχθεί από τη συνεχή φασαρία που επικρατούσε εκεί μέσα.
Να γράφει…
Να χύνεται η Σκέψη κι όπου πήγαινε. Αρκεί να έρεε.
Και ναι, το κρανίο του αποφάσιζε για το συγκεκριμένο.
Το μυαλό.. ο Εγκέφαλός του, ήταν ανίκανος να βοηθήσει. Ανίκανος να συμμετάσχει καν. Παγωμένος εδώ και μήνες.
Ή μάλλον, χωμένος ή και χαμένος, σε ένα loop μεταξύ του Πριν και του Μετά, με αποτέλεσμα να του γλιστρά το Τώρα. Μεταξύ ενός Εκεί κι ενός άλλου Εκεί, με αποτέλεσμα να του διαφεύγει εντελώς το Εδώ.
Η Καρδιά, απούσα. Στο δικό της Κόσμο, απασχολημένη με τα δικά της Πώς και Γιατί, με τις μαϊμούδες της, με τα φαντασματάκια της, με τα φτερουγίσματά της, δικηγόρος του διαβόλου σε κάθε συζήτηση που είχε με τον Εγκέφαλο.

Οπότε, το κρανίο του αναλάμβανε δράση και έκλεινε ρελέδες όποτε χρειαζόταν.
Ειδικά απόψε… αχχχ απόψε!
Μόλις του είχαν παραδώσει το κρεβάτι που είχε παραγγείλει, το οποίο συναρμολόγησε κι έστρωσε μέσα σε λιγότερο από δέκα λεπτά.
Το είχε μάλιστα ρυθμίσει στο ανώτατο ύψος, οπότε, κάθε φορά που θα σηκωνόταν, δε θα χρειαζόταν η παραμικρή προσπάθεια να σταθεί στα πόδια του.
Δεν το είχε ακουμπήσει από εκείνη την ώρα… ούτε καν ξάπλωσε να το δοκιμάσει. Λες και είχε μπροστά του καμιά παρθένα που, δεν ήθελε να την αγγίξει μέχρι την πρώτη νύχτα του γάμου τους.
Ω, ναι!
Θα ξάπλωνε μια και καλή!

Σαρανταπέντε χρόνων γάιδαρος… και χαιρόταν σα μικρό παιδί, για κάτι τόσο απλό και δεδομένο για τους πολλούς.
Μόνο που, αυτός δεν ήταν ένας από τους πολλούς.
Υπήρξε μεν… είχε πάψει να είναι δε.
Ήταν μια μικρή του κατάκτηση. Άλλη μία.
Η κατάρα κι ομορφία του να αρχίζεις από το μηδέν. Από τα βασικά.

Από τα Χριστούγεννα, κοιμόταν σε ένα φουσκωτό στρώμα κατασκήνωσης. Το καημένο, κράτησε ένα μήνα και μετά παρέδωσε πνεύμα. Τα επόμενα είχαν σκάσει μέσα σε λίγες μέρες, οπότε, είχε αλλάξει άλλα δυο τρία. Ήταν φτηνά βλέπεις και δεν είχε θέμα.
Σιγά… Ογδόντα δολλάρια είχε ξοδέψει όλα κι όλα από τον περασμένο Δεκέμβρη. 
Στην κατάσταση που βρισκόταν, το να δώσει πεντακόσια κι εξακόσια δολλάρια για ένα φτηνοκρέβατο μαζί με στρώμα, του ήταν αδύνατο.




Κάποια στιγμή, κατάφερε να πάρει ένα κανονικό στρώμα… το οποίο έβαλε πάνω από το φουσκωτό.
Εκείνη τη νύχτα, είχε κάνει τον πιο γλυκό του ύπνο!
Φυσικά, με τον καιρό, ακόμα κι αυτή η λύση, αποδείχθηκε επίπονη.
Μέση, αυχένας, πόδια… ομάδες ολόκληρες από μύες, διαμαρτύρονταν έντονα και πριν ξαπλώσει αλλά και μετά.
Ξέρεις. Την ώρα που προσπαθούσε να σηκωθεί από κει χάμω.

Η αλήθεια είναι πως, κάποιες στιγμές, είχε πέσει στο τριπάκι της αυτολύπησης… το οποίο όμως παρήλθε εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος.
Το τελευταίο φουσκωτό είχε κρατήσει πέντε μήνες! Μια χαρά είχε βολευτεί.
Μέχρι προχτές που, έσκασε κι αυτό!
Οποία ΣύνΠτωση! Με το που παρήγγειλε κρεβάτι!

Άχχ… απόψε!
Αν δεν διαλυόταν το ΣύνΠαν με το που θα ξάπλωνε, θα έριχνε έναν ύπνο…!
Αν μη τί άλλο, σαν άνθρωπος.
Βέβαια, με το που έκανε αυτήν τη σκέψη, θυμήθηκε τους αστέγους… οπότε το ξαναμάζεψε και αντικατέστησε το "σαν άνθρωπος" με το "αξιοπρεπώς".




Μπροστά στο νυχτερινό του δίλημμα λοιπόν…
Να μείνει να γράψει ή να την πέσει στο νέο του κρεβατάκι που, εδώ και ώρες τον φώναζε, πότε χαμηλόφωνα και λάγνα και πότε ουρλιάζοντας να κόψει τις μαλακίες και να την πέσει επιτέλους να ξεραθεί, μιας και την επομένη, θα έπρεπε να σηκωθεί από τις πεντέμιση για δουλειά…

Γέμισε ένα ακόμη ποτηράκι με το αγαπημένο του μοσχάτο, το οποίο βέβαια είχε ξεσκίσει μέσα στη βδομάδα, τελειώνοντας το τρίτο μπουκάλι ήδη και το έφερε στα χείλη.

Εκείνη τη στιγμή ήταν που είδε και την ώρα…
Οκτώ και μισή!!!

- "Θεέ μου! Οκτώμιση; Μόνο;", αναφώνησε… μένοντας κυριολεκτικά μαλάκας!
Μα, για ποιο νυχτερινό δίλημμα μιλούσε τόση ώρα;
Ήταν μόνο οκτώμιση κι εκείνος ένιωθε πως, είχε πάει τουλάχιστον μία μετά τα μεσάνυχτα!
Τα πράγματα φαίνονταν λοιπόν, πιο σοβαρά από ότι νόμιζε.
Γερνούσε.
Ω, ναι… Δεν υπήρχε αμφιβολία περί τούτου.
Γερνούσε λεπτό με το λεπτό και δεν το έπαιρνε χαμπάρι.
Και με τη βουλωμένη μύτη που είχε εδώ και βδομάδες, θα πέθαινε, θα σάπιζε και ούτε καν θα του βρωμούσε το πτώμα του για να αναστηθεί.

Γύρισε το διακόπτη στο μικρό φορητό καλοριφέρ του και κοίταξε αν είχαν στεγνώσει οι κάλτσες και το μποξεράκι του.

Όλο και κάτι καλό θα είχε στο Youtube για να περάσει η ώρα.




…απόσπασμα από το "Όλα καλά… Μάλλον", του Γρ. Κρέζου




Monday, 1 June 2015

* Πανσέληνος

Είχε πάρει φόρα κι έγραφε…
Κι όσο έγραφε, τόσο δυνάμωνε ο θόρυβος στο μικρό δωμάτιο που σκορπούσε τη ζωή του.
Εδώ και πάρα πολύ καιρό, ήταν όλο σπίτι-δουλειά, δουλειά-σπίτι.
Κι όπου Σπίτι, σήμαινε φαγητό και ύπνο. 
Ε, καλά… με τακτές και σύντομες επισκέψεις στην τουαλέτα.
Έξω δεν έβγαινε για άλλο σκοπό.
Για την ακρίβεια… όπου Σπίτι, σήμαινε κυρίως την κρεββατοκάμαρά του, μιας και δεν πολυσύχναζε σε κάποιο από τα υπόλοιπα δωμάτια του σπιτιού.

Και τώρα, έγραφε. Ξανά.
Είχε προσπαθήσει κι άλλες φορές να γράψει μα, δεν το είχε πλέον.
Ακόμα κι όταν το έβρισκε, δεν κατάφερνε να σιγάσει όλον αυτόν τον συρφετό από σκόρπιες σκέψεις που, σύχναζαν συνήθως στο μπροστινό και δεξιά μέρος του κρανίου του.
Κι ένιωθε βαρύ. Κι έγερνε. Και πονούσε το γαμημένο, πονούσε. Και κανένα παυσίπονο δε βοηθούσε την κατάσταση παρά μόνο, ο ύπνος.

Κοίταξε έξω από το παράθυρο, λες κι η επόμενη ανάσα που θα έπαιρνε, θα ήταν πιο βαθειά ή πιο καθαρή και θα έφερνε μέσα του, κάτι από το φρέσκο αέρα που λυσσομανούσε εκεί, έξω.
Μπα…
Ίδια σαπίλα και μούχλα αισθάνθηκε, όπως κι η μυρωδιά του υπόλοιπου σπιτιού που συγκατοικούσε. Για να μείνει μόνος του, ούτε λόγος. Ακριβή η ζωή. Αδικαιολόγητα ακριβή για τη δουλειά που έκανε.

Αύριο θα είχε Πανσέληνο…
- "Μην ξεχάσεις να βάλεις τις πετρούλες στο παράθυρο της κουζίνας", άκουσε τη φωνή του να μιλά! Σε ποιον; Αυτός δεν είχε καν ανοίξει το στόμα!
Κι ας είχε μείνει τώρα ορθάνοικτο…
Τινάχτηκε από το κάθισμά του και κοίταξε τριγύρω. Δε δυσκολεύτηκε και ιδιαίτερα δα, στο τρία επί τρία δωμάτιό του.
Φυσικά και δεν υπήρχε άλλος εκεί μέσα εκτός από αυτόν τον ίδιο. Μάλλον είχε αρχίσει να τρελαίνεται. Τα φαντασματάκια του αυξάνονταν και πληθύνονταν εκθετικά.




Το φως από την Πανσέληνο, λέγεται πως, φορτίζει με θετική ενέργεια τους κρυστάλους. Κι αυτό ήταν κάτι που συνήθιζε να κάνει μια φορά το μήνα.
Είτε νωρίς το βράδυ είτε αργά τη νύχτα, ανάλογα την εποχή, το πέρασμα της Σελήνης έξω από το παράθυρο της κουζίνας ήταν δεδομένο.
Το λευκό, δυνατό της φως, έλουζε τα λευκά πλακάκια της κουζίνας και ήταν στιγμές που, όταν σηκώνοταν τη νύχτα, είχε την εντύπωση ότι είχε ξεχάσει κάποιο αναμένο φως.

Η αλήθεια ήταν πως, το φως, ανήκε στον Ήλιο κι όχι στη Σελήνη. Έτσι, για να μπαίνουν και κάποια πράγματα στη θέση τους. Η Σελήνη, απλά το αντανακλούσε. Λες κι ήταν ο καθρέπτης του.
Ίσως και να ήταν. Γιατί όχι.
Ίσως το φως καθαυτό να μην ήταν και τόσο μαγικό… μέχρι τη στιγμή που, χάιδευε τη Σελήνη κι αυτή με τη σειρά της το έστελνε στη Γη…
Κι έτσι, εκείνη έβαζε όσους κρυστάλους είχε, σε ένα πιατάκι και τους ακουμπούσε στο περβάζι, αφήνοντας την κουρτίνα ανοικτή.
Κι εκείνος, ήταν εκεί για να της το θυμίζει όποτε το ξεχνούσε.
Μα αυτό, ήταν τότε.
Όχι τώρα.

Τώρα, απλά καθόταν και χάζευε τη Σελήνη, από τη στιγμή που ανέτειλε πάνω από το πάρκινγκ του μάρκετ και μέχρι εκείνη να περάσει πάνω από το παράθυρό του και να χαθεί.
Θα το θυμόταν άραγε εκείνη αύριο;
Κι άραγε… θα είχε σημασία;
Θα είχε καμιά διαφορά;
Ίσως όχι.
Ίσως όμως και Ναι. Για ποιον; Για όποιον.

Αφού ηρέμησε λίγο από αυτή τη φρίκη, του να νομίζει δηλαδή ότι, ακούει την ίδια του τη φωνή από το υπερπέραν… το μυαλό του βυθίστηκε μες στη βλακεία του και πάλι.
Είχαν τάχα κάποια βάση όλες αυτές οι τελετουργίες που, οι ρίζες τους απλώνονταν δεκάδες αιώνες πριν ή ήταν σημείο της μικρότητας του ανθρώπου;

Σύμφωνα με τους αστροφυσικούς, η κίνηση Γης και Σελήνης μπορεί να είχε ως αποτέλεσμα το φαινόμενο της παλίρροιας αλλά αυτό δεν είχε καμία μα καμία σχέση με το αν θα ήταν Πανσέληνος ή όχι…
Ούτε καν το αν θα ήταν πιο κοντά ή πιο μακρυά τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, μιας κι οι διακυμάνσεις ήταν αμελητέες σε σχέση με τη συνολική απόσταση.

Οπότε…
Μόνο το Φως έμενε να παίζει κάποιο ρόλο.
ΑΝ έπαιζε.
Κι όταν λέμε Φως, εννοούμε το ορατό, ηλιακό φως… μιας κι ο Άνθρωπος, μέσω της όρασης αν μη τί άλλο, δε μπορεί να αντιληφθεί κάτι παραπάνω.

Βέβαια…
Υπήρχε κι ο παράγοντας Πίστη…
Τί να πει κανείς γι αυτό.
Ίσως… ίσως εκείνο που φόρτιζε θετική ενέργεια τους αγαπημένους της κρυστάλους, να ήταν η ίδια της η Πίστη. Η δική της θετική ενέργεια.
Κι ίσως να πλήρωνε έτσι το τίμημα… μιας κι η ενέργεια άλλαζε χέρια.

Η ώρα περνούσε κι εκείνος πεινούσε.
Πέταξε στο φούρνο δυο σκορδόψωμα και περίμενε υπομονετικά, σαν αγρίμι που είχε στήσει καρτέρι…
Κάτι θα έπρεπε να κάνει και με αυτό.
Από τα Χριστούγεννα και μετά, όλο μαλακίες έτρωγε…
…κι έκανε, συνάμα.

Έπρεπε να βρει κι εκείνος ο ίδιος, έναν τρόπο να φορτίσει τους δικούς του "κρυστάλους", οι οποίοι είχαν αποφορτιστεί εδώ και χρόνια. Κι έπρεπε να το κάνει σύντομα, μιας κι έξω από το παράθυρό του, είχαν ήδη αρχίσει να περνούν τα τρένα… και να προσπερνούν.
Πρώτα βέβαια, θα έπρεπε να έχει κάτι να φορτίσει.
Κι εκείνος, απλά… δεν είχε.

Το σύντομο buzz του κινητού, του θύμισε πως, τελικά… αν μη τί άλλο, είχε μια μπαταρία να φορτίσει.





…απόσπασμα από τη ΣυνΛογή "Ήλιος και Σελήνη", του Γρ. Κρέζου




Sunday, 16 March 2014

* Ερωταπαντήσεις… ΈρωταΠανΤιςΕις (2)



   …αλλά κανένα από τα τρία στόματα τόλμησε να αρθρώσει την παραμικρή λέξη.

   Η διαδρομή προς την Πηγή, καναδύο τσιγάρα μακρυά από το Κτήμα. Και για το λόγου το ακριβές, δυο τσιγάρα και μια στάση.
Κορόμηλα...
   Ήταν η στιγμή που, ο Μάκος, επέτρεπε στους Μεγάλους, να του φανούν χρήσιμοι. Βλέπεις, ο ίδιος… δεν έφτανε να τα κόψει. Εκτός κι αν σκαρφάλωνε. Όμως, παρά την ενθάρρυνση από τον πατέρα… η φωνή της μάνας έπεφτε μαχαίρι ακονισμένο κι έκοβε κάθε όρεξη για Περιπέτεια. "Για να μην έχουμε Περιπέτειες", όπως συνήθιζε να λέει.
Από τη μέρα που η Βούλα, η κόρη της γειτόνισας, τον έφερε σπίτι ματωμένο, τα πόδια του Μάκου δεν... ξανάφησαν τη Γη. Τουλάχιστον, όχι μπροστά της.

   Τετάρτη μεσημέρι, στο τρίτο διάλειμμα, στο μεγάλο -κρατούσε ένα τέταρτο- είχε αποφασίσει να ανέβει επιτέλους στο 'γύρω-γύρω όλοι'. Ξέρεις… εκείνο που στέκεσαι όρθιος και πρέπει να κρατιέσαι κι όχι το άλλο με τα καρεκλάκια. Εξάλλου, σε εκείνο με τα καρεκλάκια έπαιζαν τα κορίτσια. Μόνο.
   Το πρωί της ίδιας μέρας και πριν χτυπήσει το κουδούνι για την πρωινή προσευχή, είχε σκαρφαλώσει στην αγαπημένη του θέση. Ήταν μια σιδερένια κατασκευή, σαν σκαλωσιά για χτίστες που θύμιζε πυραμίδα. Εκεί είχε το Θρόνο του και, ως δια μαγείας, κανείς άλλος δεν ερχόταν να σκαρφαλώσει μαζί του. Πόσο του άρεσε! Περνούσε ολόκληρο το διάλειμμα καμιά φορά. Μόνος. Στις Σκέψεις του. Από τότε. Πρώτη Δημοτικού.



- "Πώς περνούν τα χρόνια!", σκεφτόταν καμιά φορά.
Πότε μπήκε για πρώτη φορά σε εκείνη τη σκοτεινή και βρωμερή αίθουσα του Νηπιαγωγείου και πότε τελείωσε την Τρίτη Δημοτικού, μόνο ένας θεός ξέρει. Εκτός…
Εκτός κι αν έχει αδέλφια ο θεός και το 'χει μαρτυρήσει.

   Χαμένος μες στη Σκέψη του ως συνήθως, δεν άκουσε το κουδούνι του Επιστάτη. Ώσπου ο Ανδριανός, εκείνος ο συμμαθητής του που καμιά φορά έπαιζαν τους πιλότους, τον φώναξε από μακρυά… "Μάκοοο, ξύπνααα! Μπαίνουμεεε!".
'Ξύπνησε' όταν ένιωσε τα σίδερα της σκαλωσιάς, να του χτυπούν την πλάτη ένα ένα και το χαλίκι να τρυπά τη δεξιά παλάμη, σαν έπεσε κατάχαμα από το... Θρόνο.

Δεν ήξερε τί πόνεσε πιο πολύ.
Το γλίστρημα στο Θρόνο ή το γλίστρημα στο Χρόνο;

   Τρίτο διάλειμμα λοιπόν. Υπέροχη μέρα. Λιακάδα και δροσιά κάτω από τα πεύκα του Σχολείου. Αποφάσισε να μην ξανανέβει στο Θρόνο του για την ώρα. Ή μήπως… Κι αν ξανάπεφτε; Όχι. Αφού, το είχε ήδη αποφασίσει. Τί δουλειά είχε η Σκέψη να του κάνει τέτοιες ανήθικες προτάσεις πάλι;

   Πλησίασε το 'γύρω-γύρω όλοι' κι ο Βαγγέλης έκανε νόημα στο Γιώργο να περιμένει. Ο Βαγγέλης ήταν καλό παιδί. Έπαιζε και με αυτόν πού και πού. Είχε αστεία φάτσα. Μεγάλη κεφάλα με κοντά σγουρά μαλλιά και μεγάλες βλεφαρίδες. Πολύ μεγάλες βλεφαρίδες! Ο Γιώργος πάλι, απόμακρος. Δεν τον ήξερε καλά ως τότε.
   Τίποτε τυχαίο. Σύντομα θα έπαιρνε μια γεύση κι από αυτόν. Όπως κι ο Γιώργος, πολύ αργότερα, θα έπαιρνε μια γεύση κι από το Μάκο.

- "Πόσες γεύσεις άραγε να έχει ετούτη η Ζωή!", αναρωτιόταν και… Δόξα τῳ Θεῴ, αυτή ήταν μια από τις Ερωτήσεις του που, πάντα είχε συντροφιά δεκάδες Απαντήσεις.



   Από τη στιγμή που έφευγε στον αέρα και μέχρι τη στιγμή που προσγειωνόταν με το σαγώνι στις πευκοβελόνες κάτω στο χώμα, αντηχούσε γύρω του η ίδια η φωνή του…
- "Γιώργο! Σταμάτα το να κατέβω! Ζαλίζομαι σου λέω! Γιώργο! …Γιώργο! Σταμ-..."
Το 'γύρω γύρω όλοι'… εκείνο που στέκεσαι όρθιος και πρέπει να κρατιέσαι. Να Κρατιέσαι ρε Μάκο! Να Κρατιέσαι… Όχι να Αφήνεσαι! Πόσο αργά είχε έρθει αυτή η συνειδητοποίηση...

   Μετά από καιρό… Μετά από πολύ καιρό, όταν το σκεφτόταν, θα γελούσε στην εικόνα…
Όπως στα κινούμενα σχέδια που έβλεπε στην τηλεόραση της νονάς. Να γυρνά το κορμί του σα σβούρα και μετά, να πετάγεται στον αέρα και να σκάει με τα μούτρα κάτω…
Αυτό όμως, μετά από καιρό. Μετά από πολύ καιρό.
Γιατί, εκείνη τη μέρα… μαζί με το σαγώνι του, τσακίστηκε κι ο εγωισμός του. Δυο φορές.
Μια γλιστρώντας από το Θρόνο… και μια με το σαγώνι του σχισμένο, γεμάτο χώματα κι αίμα.

   Ίσως αργότερα… πολύ αργότερα, να συνειδητοποιούσε πως όντως… το χώμα του παλιού Σχολείου, ήταν ποτισμένο με το αίμα του. Ό,τι κι αν σήμαινε αυτό.

   Εκείνη λοιπόν τη μέρα που, η μάνα, είδε να της τον φέρνουν σπίτι μες στα αίματα… αποφάσισε πως, ο Μάκος, είχε σκαρφαλώσει αρκετά στη ζωή του κι ότι, από κει και πέρα, καλά θα έκανε να διατηρεί συνεχή την επαφή του με τη Γη και να αποφεύγει σκαρφαλώματα, κούνιες, τραμπάλες και… σκαλωσιές του όποιου τύπου.
- "Ε, και το σαγώνι μου, σε επαφή με τη Γη ήταν!", της είχε πει αστειευόμενος.

   Η σφαλιάρα που ακολούθησε, δεν άφηνε κανένα περιθώριο αμφιβολίας για το ότι, η μάνα, διατηρούσε μια ιδιαίτερα κακή σχέση με αυτό που εκείνος θεωρούσε 'Αστείο'.

   Κι έτσι, ο Μάκος, ανέμενε να προσφερθεί κάποιος από τους Μεγάλους, να του κόψει τα αγαπημένα του κορόμηλα, σαν έκαναν μια στάση, στα μισά... πριν την Πηγή.

   Αυτά τα ποτηράκια τα μισούσε. Ειλικρινά, δε μπορούσε να καταλάβει πώς ήταν δυνατόν κάποιος, να έχει κατασκευάσει κάτι τόσο κουτό! Η πρόθεση ίσως καλή… μα η κατασκευή…
Θεέ μου! Πόσο έτσουξε η ξυλιά! Ήταν το τρίτο ποτηράκι που έσπαγε!
Δυο ακόμα Ερωτήσεις ξεχύθηκαν με ορμή από τη Σκέψη του και πάλι…
Τί στην ευχή τα ήθελαν τα πτυσσόμενα ποτηράκια αφού ήταν ελαττωματικά… και,
Τί ζόρι τραβούσαν πια οι Μεγάλοι με τις ζημιές κι έριχναν αμέσως ξύλο!



- "Σου το 'χω πει χίλιες φορές! Από το χείλος να το κρατάς! Όχι από τη βάση! Θέλει πολύ μυαλό;"
Δεν τον ένοιαξε ποιος το είπε. Ούτε από ποιον την έφαγε… Ούτε κι αν τον θεωρούσαν άμυαλο.
Αυτό που τον ένοιαξε ήταν η ανακρίβεια… Ε, όχι και χίλιες φορές!
Τρίτη φορά ήταν που έπινε από τέτοιο ποτηράκι. Τρίτη φορά. Τρίτο που έσπαγε.
Ναι, ξεχνιώταν κι αντί να το κρατά από το χείλος, την ώρα που έπινε, το κρατούσε από τη βάση… οπότε αυτό ξανάκλεινε, χυνόταν το νερό, τρόμαζε ο Μάκος, του έπεφτε από το χέρι, έσπαγε το ποτηράκι. Τσεκαρισμένη διαδικασία. Απόλυτη επιτυχία με τρία στα τρία.

Κορόμηλο το δάκρυ όταν ξεκίνησαν και πάλι για την Πηγή.
Κορόμηλο και στο χέρι. Αφάγωτο. Το έβαλε στην τσέπη για αργότερα και συνέχισε μαζί τους, με το κεφάλι στην αρχή σκυφτό… μα σύντομα, στραμμένο προς τον Ουρανό.

   - "Κι αν… Κι αν οι Σκέψεις γεννιούνται όπως κι η Βροχή; Στο Σύννεφο ψηλά στον Ουρανό; Κι όπως μια στάλα από βροχή πέφτει μόνο σε Έναν… μήπως κι η Σκέψη ξεκινά και πέφτει μόνο σε Έναν;", συλλογίστηκε και ψαχούλεψε την τσέπη του, να σιγουρευτεί πως το κορόμηλο ήταν ακόμη εκεί.
   
   - "Κι αν… Κι αν τα σύννεφα της βροχής γεννιούνται στους Ωκεανούς… κι αν είναι ο Ήλιος αυτός που βράζει το νερό… κι αν είναι το κρύο εκεί ψηλά που φτιάχνει συννεφάκια… Ποιος Ωκεανός Σκέψεων εξατμίζεται για να μας βρέξει Σκέψεις; Και τί είναι αυτό που τον θερμαίνει τόσο πια και κλέβει τους ατμούς του; Και τί είναι αυτό εκεί ψηλά που τόσο πια παγώνει το Σύννεφο των Σκέψεων κι αρχίζει να μας βρέχει;", συλλογίστηκε και πάλι και φλέρταρε με την ιδέα να αφήσει πια το πείσμα και να φάει το κορόμηλο.

   - "Κι αν… Κι αν η ομπρέλλα μας κρατά στεγνούς απ' τις βροχής τις στάλες… μήπως υπάρχει άραγε και μία για τις Σκέψεις; Να την ανοίγουμε εκεί δα όποτε συννεφιάζει... κι αν το κεφάλι δε χωρά, Σκέψη μην πλησιάζει;"

   Άφησε το κουκούτσι να κυλήσει από τα χείλη του και πριν αυτό πέσει στο χώμα, το κλώτσησε με δύναμη, λες κι ήταν κάνα τόπι.





συνεχίζεται...



…απόσπασμα από την ανέκδοτη συλλογή κειμένων "Έκανα μια Σκέψη", του Γρ. Κρέζου, 1969 -