Monday 1 June 2015

* Πανσέληνος

Είχε πάρει φόρα κι έγραφε…
Κι όσο έγραφε, τόσο δυνάμωνε ο θόρυβος στο μικρό δωμάτιο που σκορπούσε τη ζωή του.
Εδώ και πάρα πολύ καιρό, ήταν όλο σπίτι-δουλειά, δουλειά-σπίτι.
Κι όπου Σπίτι, σήμαινε φαγητό και ύπνο. 
Ε, καλά… με τακτές και σύντομες επισκέψεις στην τουαλέτα.
Έξω δεν έβγαινε για άλλο σκοπό.
Για την ακρίβεια… όπου Σπίτι, σήμαινε κυρίως την κρεββατοκάμαρά του, μιας και δεν πολυσύχναζε σε κάποιο από τα υπόλοιπα δωμάτια του σπιτιού.

Και τώρα, έγραφε. Ξανά.
Είχε προσπαθήσει κι άλλες φορές να γράψει μα, δεν το είχε πλέον.
Ακόμα κι όταν το έβρισκε, δεν κατάφερνε να σιγάσει όλον αυτόν τον συρφετό από σκόρπιες σκέψεις που, σύχναζαν συνήθως στο μπροστινό και δεξιά μέρος του κρανίου του.
Κι ένιωθε βαρύ. Κι έγερνε. Και πονούσε το γαμημένο, πονούσε. Και κανένα παυσίπονο δε βοηθούσε την κατάσταση παρά μόνο, ο ύπνος.

Κοίταξε έξω από το παράθυρο, λες κι η επόμενη ανάσα που θα έπαιρνε, θα ήταν πιο βαθειά ή πιο καθαρή και θα έφερνε μέσα του, κάτι από το φρέσκο αέρα που λυσσομανούσε εκεί, έξω.
Μπα…
Ίδια σαπίλα και μούχλα αισθάνθηκε, όπως κι η μυρωδιά του υπόλοιπου σπιτιού που συγκατοικούσε. Για να μείνει μόνος του, ούτε λόγος. Ακριβή η ζωή. Αδικαιολόγητα ακριβή για τη δουλειά που έκανε.

Αύριο θα είχε Πανσέληνο…
- "Μην ξεχάσεις να βάλεις τις πετρούλες στο παράθυρο της κουζίνας", άκουσε τη φωνή του να μιλά! Σε ποιον; Αυτός δεν είχε καν ανοίξει το στόμα!
Κι ας είχε μείνει τώρα ορθάνοικτο…
Τινάχτηκε από το κάθισμά του και κοίταξε τριγύρω. Δε δυσκολεύτηκε και ιδιαίτερα δα, στο τρία επί τρία δωμάτιό του.
Φυσικά και δεν υπήρχε άλλος εκεί μέσα εκτός από αυτόν τον ίδιο. Μάλλον είχε αρχίσει να τρελαίνεται. Τα φαντασματάκια του αυξάνονταν και πληθύνονταν εκθετικά.




Το φως από την Πανσέληνο, λέγεται πως, φορτίζει με θετική ενέργεια τους κρυστάλους. Κι αυτό ήταν κάτι που συνήθιζε να κάνει μια φορά το μήνα.
Είτε νωρίς το βράδυ είτε αργά τη νύχτα, ανάλογα την εποχή, το πέρασμα της Σελήνης έξω από το παράθυρο της κουζίνας ήταν δεδομένο.
Το λευκό, δυνατό της φως, έλουζε τα λευκά πλακάκια της κουζίνας και ήταν στιγμές που, όταν σηκώνοταν τη νύχτα, είχε την εντύπωση ότι είχε ξεχάσει κάποιο αναμένο φως.

Η αλήθεια ήταν πως, το φως, ανήκε στον Ήλιο κι όχι στη Σελήνη. Έτσι, για να μπαίνουν και κάποια πράγματα στη θέση τους. Η Σελήνη, απλά το αντανακλούσε. Λες κι ήταν ο καθρέπτης του.
Ίσως και να ήταν. Γιατί όχι.
Ίσως το φως καθαυτό να μην ήταν και τόσο μαγικό… μέχρι τη στιγμή που, χάιδευε τη Σελήνη κι αυτή με τη σειρά της το έστελνε στη Γη…
Κι έτσι, εκείνη έβαζε όσους κρυστάλους είχε, σε ένα πιατάκι και τους ακουμπούσε στο περβάζι, αφήνοντας την κουρτίνα ανοικτή.
Κι εκείνος, ήταν εκεί για να της το θυμίζει όποτε το ξεχνούσε.
Μα αυτό, ήταν τότε.
Όχι τώρα.

Τώρα, απλά καθόταν και χάζευε τη Σελήνη, από τη στιγμή που ανέτειλε πάνω από το πάρκινγκ του μάρκετ και μέχρι εκείνη να περάσει πάνω από το παράθυρό του και να χαθεί.
Θα το θυμόταν άραγε εκείνη αύριο;
Κι άραγε… θα είχε σημασία;
Θα είχε καμιά διαφορά;
Ίσως όχι.
Ίσως όμως και Ναι. Για ποιον; Για όποιον.

Αφού ηρέμησε λίγο από αυτή τη φρίκη, του να νομίζει δηλαδή ότι, ακούει την ίδια του τη φωνή από το υπερπέραν… το μυαλό του βυθίστηκε μες στη βλακεία του και πάλι.
Είχαν τάχα κάποια βάση όλες αυτές οι τελετουργίες που, οι ρίζες τους απλώνονταν δεκάδες αιώνες πριν ή ήταν σημείο της μικρότητας του ανθρώπου;

Σύμφωνα με τους αστροφυσικούς, η κίνηση Γης και Σελήνης μπορεί να είχε ως αποτέλεσμα το φαινόμενο της παλίρροιας αλλά αυτό δεν είχε καμία μα καμία σχέση με το αν θα ήταν Πανσέληνος ή όχι…
Ούτε καν το αν θα ήταν πιο κοντά ή πιο μακρυά τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, μιας κι οι διακυμάνσεις ήταν αμελητέες σε σχέση με τη συνολική απόσταση.

Οπότε…
Μόνο το Φως έμενε να παίζει κάποιο ρόλο.
ΑΝ έπαιζε.
Κι όταν λέμε Φως, εννοούμε το ορατό, ηλιακό φως… μιας κι ο Άνθρωπος, μέσω της όρασης αν μη τί άλλο, δε μπορεί να αντιληφθεί κάτι παραπάνω.

Βέβαια…
Υπήρχε κι ο παράγοντας Πίστη…
Τί να πει κανείς γι αυτό.
Ίσως… ίσως εκείνο που φόρτιζε θετική ενέργεια τους αγαπημένους της κρυστάλους, να ήταν η ίδια της η Πίστη. Η δική της θετική ενέργεια.
Κι ίσως να πλήρωνε έτσι το τίμημα… μιας κι η ενέργεια άλλαζε χέρια.

Η ώρα περνούσε κι εκείνος πεινούσε.
Πέταξε στο φούρνο δυο σκορδόψωμα και περίμενε υπομονετικά, σαν αγρίμι που είχε στήσει καρτέρι…
Κάτι θα έπρεπε να κάνει και με αυτό.
Από τα Χριστούγεννα και μετά, όλο μαλακίες έτρωγε…
…κι έκανε, συνάμα.

Έπρεπε να βρει κι εκείνος ο ίδιος, έναν τρόπο να φορτίσει τους δικούς του "κρυστάλους", οι οποίοι είχαν αποφορτιστεί εδώ και χρόνια. Κι έπρεπε να το κάνει σύντομα, μιας κι έξω από το παράθυρό του, είχαν ήδη αρχίσει να περνούν τα τρένα… και να προσπερνούν.
Πρώτα βέβαια, θα έπρεπε να έχει κάτι να φορτίσει.
Κι εκείνος, απλά… δεν είχε.

Το σύντομο buzz του κινητού, του θύμισε πως, τελικά… αν μη τί άλλο, είχε μια μπαταρία να φορτίσει.





…απόσπασμα από τη ΣυνΛογή "Ήλιος και Σελήνη", του Γρ. Κρέζου