Sunday 14 June 2015

* Πουτάνα… (3) (based on a true story)

A World within a World!

Αυτή ήταν η πρώτη του σκέψη…
Χαμένος στην απόλυτη ηρεμία της μικρής λίμνης, με το βλέμμα του να κατασπαράζει άπληστα, αχόρταγα κάθε εικόνα που είχε να του προσφέρει το τοπίο.
Αν η ομορφιά του Centennial Park που, βρισκόταν αριστερά της λεωφόρου, τον είχε εντυπωσιάσει, τότε ετούτο το κομμάτι, στα δεξιά της, τον είχε μαγέψει, σκοτώσει, ξαναγεννήσει και διαλύσει μέσα σε λίγα μόνο λεπτά…

Σε καμία περίπτωση, την ώρα που αποφάσιζε να ακολουθήσει το μικρό μονοπάτι που σχηματιζόταν μπροστά του, δεν είχε περάσει από το μυαλό του ότι, θα συναντούσε μια τέτοια ομορφιά στην καρδιά της πόλης…
Δίχως πολλές ταμπέλες που να παραπέμπουν σε αυτήν τη διαδρομή, δίχως ειδικές αναφορές στο Google Earth, δίχως κάποιο συνάδελφο να του έχει πει κάτι γι αυτό, το μεσαίο παρκάκι τελικά, ήταν όλα τα λεφτά.
Λες και…
Λες και είχε ξεφυτρώσει από το πουθενά, μόνο και μόνο γι αυτόν. Σήμερα. Εκείνη τη στιγμή.
Ίσως, αν προσπαθούσε να επιστρέψει στη λεωφόρο, από το σημείο που είχε μπει, να μην υπήρχε καν το μονοπάτι… ή να τον έβγαζε αλλού.
Όπου. Σε άλλο κόσμο. Σε άλλο ΣύνΠαν.
Ίσως και να ήταν ορκισμένο μυστικό όσων είχαν επισκεφτεί αυτό το μέρος.
Ξέρεις… Να μην το μοιραστούν με οποιονδήποτε για την υπόλοιπη ζωή τους. Ή και μετά από αυτήν.
Ίσως αυτό το τοπίο να ήταν διαφορετικό για τον καθένα. Κι αν το συζητούσε με κάποιους αύριο, στην εταιρία, να του το περιέγραφαν διαφορετικά.
Μέχρι ακόμα και δίχως λίμνη…
Ίσως αυτό το πάρκο να ανήκε μόσο σε όσους το ανακάλυπταν. Σε όσους το τολμούσαν. Σε όσους το διέσχιζαν. Κι αμέσως μετά να το ξεχνούσαν. Την άλλη μέρα. Στη δουλειά. Όπου…

Πάπιες και νερόκοτες.
Δική τους ετούτη η λίμνη. Κι οι καλαμιές, ανάμεσα στις οποίες κούρνιαζαν κάποιες από αυτές. Ίσως κι ολόκληρο το πάρκο να ήταν δικό τους. Κι ο βάλτος γύρω από αυτό.

Ένας κομμένος κορμός στην άκρη της λίμνης.

Κι άλλος παραπέρα.
Μάλλον τους είχε αφήσει ο δήμος, σαν φυσικά καθίσματα αντί για παγκάκια. Να δένουν και με το τοπίο. Μάλλον.
Και μια μικρή 'προβλήτα', φτιαγμένη από πεντέξι κούτσουρα. Ήταν δεν ήταν πενήντα πόντους. Θα την είχαν σκαρφιστεί για να έχουν πρόσβαση σε καμιά βαρκούλα. Ή να τη χρησιμοποιούσε κάνα συνεργείο καθαρισμού. Ποιος ξέρει.
Τέλος πάντων.





Πώς και δεν το είχε ανακαλύψει νωρίτερα ετούτο το μέρος;
Αφού γυρνούσε με τα πόδια ολόκληρη την περιοχή. Πώς και δεν είχε σκεφτεί να δοκιμάσει το μονοπάτι; Να της πει να πάνε εκεί. Βόλτα. Να της δείξει τη λίμνη. Να μοιραστούν την ησυχία και την ηρεμία της. Να ξεφύγουν κάπως από τα συνηθισμένα. Κι ας γινόταν αυτό το επόμενο συνηθισμένο τους. Μέχρι το επόμενο. Και ξανά…

Ησυχία κι Ηρεμία.
Ναι… Έννοιες παρόμοιες και διαφορετικές. Εντελώς όμως.
Γιατί και στο σπίτι είχαν ησυχία κάποιες φορές… αλλά από ηρεμία ούτε κατά διάνοια.

Θα είχε καμιά διαφορά άραγε; Θα της άρεσε; Θα πήγαιναν εκεί συχνά; Ακόμα και για picnic. Στη λίμνη δίπλα είχε ένα πλάτωμα που ήταν ό,τι έπρεπε για picnic… ή να διαβάζουν και να χάνονται στη γαλήνη του τοπίου. Ίσως και να βρίσκονται. Δεν ξέρεις ποτέ…

Κοίτα. Κι εκεί που πήγαιναν, μια χαρά ήταν. Εκεί, στην παραλία. Στο μικρό parking. Είτε στις καρεκλίτσες του camping που έστηναν είτε στο αυτοκίνητο μέσα, όμορφα ήταν. Ίσως κι από τις πιο όμορφες στιγμές τους. Αυτό το κάθε 'από λίγο' τους. Το ξεχωριστό μέσα στον όλο θόρυβο της ζωής τους.
Γυρνώντας σπίτι, εκείνος θα έπαιζε κάνα ποδόσφαιρο στο κινητό κι εκείνη θα έλουζε τα μαλλιά της και θα καθόταν για ώρες μετά να τα στεγνώνει.
Πλούσιο μαλλί. Πυκνό και μακρύ. Μέχρι τη μέση της έφτανε.
Ε, καλά… ήταν και μικροκαμωμένη βέβαια.
Το αγαπούσε. Της πήγαινε κιόλας, η αλήθεια είναι. Κι όσο κι αν την κούραζε, της άρεσε να το φροντίζει.

Ίσως και να ήταν κάτι ανάλογο με τη δική του τρέλα για το μούσι του. Θα πρέπει να ήταν πάνω από είκοσι χρόνια που το διατηρούσε.
Εκτός από εκείνη την φορά, τώρα πρόσφατα που, λαμβάνοντας μέρος σε ένα μαραθώνιο υποστήριξης καρκινοπαθών, είχε ξυρίσει γουλί το κεφάλι του αλλά και τα γένια του.
Για πρώτη φορά στη ζωή του…
Ένα μαραθώνιο, στον οποίο έλαβε μέρος μαζί με άλλες εκατόν πενήντα χιλιάδες κόσμου. Εκεί. Στα ξένα.
Είχαν μαζέψει δεκαεπτά εκατομμύρια δολλάρια!
Το λιθαράκι που έβαλε εκείνος κι όσοι τον υποστήριξαν, ήταν δύο χιλιάδες διακόσια δολλάρια. Και ένα.
Είχε βάλει στόχο να μαζέψει δυο χιλιάρικα.
Και το κατάφερε!
Υπέροχο συναίσθημα. Και ήταν υπέροχο επειδή ήταν μια απρόσμενη, μια αναπάντεχη  ομαδική προσπάθεια μιας και, πέρα από γνωστούς και φίλους που τον ενίσχυσαν… η βοήθεια που έκανε τη διαφορά, ήρθε από συναδέλφους του, στην εταιρία που εργαζόταν.
Τον είχε βοηθήσει κι εκείνη… παρά το ψύχος που επικρατούσε μεταξύ τους.

Δυόμιση μήνες μετά… μαλλιά και γένια είχαν επανέλθει στο αγαπημένο του μήκος.

Δυόμιση μήνες μετά… κι ακόμα δεν είχε κάνει απολογισμό των συναντήσεών τους το τελευταίο οχτάμηνο.
Πόσες διακυμάνσεις στην ένταση, στο χρώμα, στην ποιότητα, στο περιεχόμενο των συζητήσεών τους. Πόσα φαντασματάκια είχαν γεννηθεί εκείνες τις μέρες!
Πόσα ΑΝ είχαν κρυφτεί στη γωνία, μη τολμώντας να εμφανιστούν μπροστά τους.
Κι αυτές οι Λέξεις πια…
Να μην τις αφήνουν να μπουν σε μια σειρά μπας και βγάλουν νόημα…
Πότε ο ένας, πότε ο άλλος, τους άλλαζαν σειρά.
Και νόημα δε βγήκε.
Ούτε και τότε. Κι ο καιρός πέρασε.
Κι ο καιρός περνούσε.

Το έχει αυτό ο καιρός.
Περνάει.
Κι ας νιώθει ότι κολλάει.
Γιατί, όταν δείχνει σταματημένος, εσύ και μόνο εσύ δεν παίρνεις χαμπάρι τι γίνεται γύρω σου, μέσα σου. Κι όταν συνέρχεσαι, μόνο με άλμα επανέρχεσαι.
Κι εκείνος, από άλματα…
Από εκείνα που διασχίζουν ωκεανούς.






Έβγαλε μερικές φωτογραφίες και ένα δυο βιντεάκια, έτσι για να θυμάται τη λίμνη και τη διαδρομή… και προχώρησε πιο κάτω.
Στο βάθος, είχαν αρχίσει να σκάνε οι πρώτες κεραμοσκεπές. Σημάδι πως, αυτός ο μικρός παράδεισος είχε σύνορα.

Ανάμικτα συναισθήματα, μα τον όποιο θεό τα γεννάει.
Από τη μια, χαιρόταν επειδή αυτό σήμαινε πως, δεν το ονειρεύτηκε. Το πάρκο με τη λίμνη, υπήρχε. Από την άλλη πάλι… ίσως και να προτιμούσε, το μονοπάτι αυτό, αντί για τις γειτονιές του Ramsgate, να τον είχε βγάλει αλλού.

Σε κάποιο Κόσμο που δεν θα τα είχε κάνει όλα πουτάνα.

Σε κάποιο Κόσμο δίχως φαντάσματα, δίχως αναμνήμες, δίχως σχέσεις κι υποσχέσεις κι ούτε δίνες και ωδύνες.






Κοίταξε γύρω του.
Oh well… μια χαρά ήταν κι εδώ.
Απέναντί του βρισκόταν το σχολείο και η αγορά με τις βιολογικές καλλιέργειες. Τόσες φορές του είχε πει να πάνε. Και κάθε φορά, το ξεχνούσαν…

Το γωνιακό Cafe όμως, με τα βιολογικά προϊόντα, του έκανε αμέσως κλικ.
Τα φαντασματάκια που, ήταν ήδη εκεί κι έπιναν τη μόκα τους, του έκαναν νόημα να πλησιάσει. Αργότερα, προφανώς, θα κατέβαιναν μαζί του στην παραλία. Άλλωστε, γι αυτόν ακριβώς το λόγο είχε ξεκουνήσει από το σπίτι.

Φτιαγμένο εξ ολοκλήρου από ξύλο, στεγασμένο σε ένα παλιό σπιτάκι… ή μπακάλικο στις αρχές του αιώνα. Του περασμένου αιώνα.

Υπέροχες μυρωδιές από τα ξύλινα πατώματα, τα δοκάρια, τον πάγκο, τα κάθε λογής μπαχάρια. Βιολογικά κι αυτά.
Χα… και τι όνομα!





Sacred Grounds…





…απόσπασμα από τη ΣυνΛογή κειμένων "Φαντασματάκια", του Γρ. Κρέζου