Saturday 29 March 2014

* Έβρεξεν μία Στάλαν. Μόνο...



Έβρεξεν μια Στάλαν
Μόνο...
Δύο μυρμήγκια πλησιάσανε τη Στάλα
Βουτήξανε ταυτόχρονα οι δαγκάνες
ξεδίψασαν και συνεχίσαν το μακρύ ταξείδι




Έβρεξεν μια Στάλαν 
Μόνο...
Δύο αηδόνια πλησιάσανε τη Στάλα
Βουτήξανε ταυτόχρονα τα ράμφη
και στη δροσιά της, έφεραν τραγούδι μες στο δάσος




Έβρεξεν μια Στάλαν
Μόνο…
Δύο ανθρώποι πλησιάσανε τη Στάλα
στον ήλιο άστραψε μαχαίρι
κι έκλεψε ο ένας τη Στάλα από τον άλλο








Από την ανέκδοτη Συν-Λογή "Βλαμμένοι Στίχοι", Γρ. Κρέζος 1969-





Sunday 16 March 2014

* Ερωταπαντήσεις… ΈρωταΠανΤιςΕις (2)



   …αλλά κανένα από τα τρία στόματα τόλμησε να αρθρώσει την παραμικρή λέξη.

   Η διαδρομή προς την Πηγή, καναδύο τσιγάρα μακρυά από το Κτήμα. Και για το λόγου το ακριβές, δυο τσιγάρα και μια στάση.
Κορόμηλα...
   Ήταν η στιγμή που, ο Μάκος, επέτρεπε στους Μεγάλους, να του φανούν χρήσιμοι. Βλέπεις, ο ίδιος… δεν έφτανε να τα κόψει. Εκτός κι αν σκαρφάλωνε. Όμως, παρά την ενθάρρυνση από τον πατέρα… η φωνή της μάνας έπεφτε μαχαίρι ακονισμένο κι έκοβε κάθε όρεξη για Περιπέτεια. "Για να μην έχουμε Περιπέτειες", όπως συνήθιζε να λέει.
Από τη μέρα που η Βούλα, η κόρη της γειτόνισας, τον έφερε σπίτι ματωμένο, τα πόδια του Μάκου δεν... ξανάφησαν τη Γη. Τουλάχιστον, όχι μπροστά της.

   Τετάρτη μεσημέρι, στο τρίτο διάλειμμα, στο μεγάλο -κρατούσε ένα τέταρτο- είχε αποφασίσει να ανέβει επιτέλους στο 'γύρω-γύρω όλοι'. Ξέρεις… εκείνο που στέκεσαι όρθιος και πρέπει να κρατιέσαι κι όχι το άλλο με τα καρεκλάκια. Εξάλλου, σε εκείνο με τα καρεκλάκια έπαιζαν τα κορίτσια. Μόνο.
   Το πρωί της ίδιας μέρας και πριν χτυπήσει το κουδούνι για την πρωινή προσευχή, είχε σκαρφαλώσει στην αγαπημένη του θέση. Ήταν μια σιδερένια κατασκευή, σαν σκαλωσιά για χτίστες που θύμιζε πυραμίδα. Εκεί είχε το Θρόνο του και, ως δια μαγείας, κανείς άλλος δεν ερχόταν να σκαρφαλώσει μαζί του. Πόσο του άρεσε! Περνούσε ολόκληρο το διάλειμμα καμιά φορά. Μόνος. Στις Σκέψεις του. Από τότε. Πρώτη Δημοτικού.



- "Πώς περνούν τα χρόνια!", σκεφτόταν καμιά φορά.
Πότε μπήκε για πρώτη φορά σε εκείνη τη σκοτεινή και βρωμερή αίθουσα του Νηπιαγωγείου και πότε τελείωσε την Τρίτη Δημοτικού, μόνο ένας θεός ξέρει. Εκτός…
Εκτός κι αν έχει αδέλφια ο θεός και το 'χει μαρτυρήσει.

   Χαμένος μες στη Σκέψη του ως συνήθως, δεν άκουσε το κουδούνι του Επιστάτη. Ώσπου ο Ανδριανός, εκείνος ο συμμαθητής του που καμιά φορά έπαιζαν τους πιλότους, τον φώναξε από μακρυά… "Μάκοοο, ξύπνααα! Μπαίνουμεεε!".
'Ξύπνησε' όταν ένιωσε τα σίδερα της σκαλωσιάς, να του χτυπούν την πλάτη ένα ένα και το χαλίκι να τρυπά τη δεξιά παλάμη, σαν έπεσε κατάχαμα από το... Θρόνο.

Δεν ήξερε τί πόνεσε πιο πολύ.
Το γλίστρημα στο Θρόνο ή το γλίστρημα στο Χρόνο;

   Τρίτο διάλειμμα λοιπόν. Υπέροχη μέρα. Λιακάδα και δροσιά κάτω από τα πεύκα του Σχολείου. Αποφάσισε να μην ξανανέβει στο Θρόνο του για την ώρα. Ή μήπως… Κι αν ξανάπεφτε; Όχι. Αφού, το είχε ήδη αποφασίσει. Τί δουλειά είχε η Σκέψη να του κάνει τέτοιες ανήθικες προτάσεις πάλι;

   Πλησίασε το 'γύρω-γύρω όλοι' κι ο Βαγγέλης έκανε νόημα στο Γιώργο να περιμένει. Ο Βαγγέλης ήταν καλό παιδί. Έπαιζε και με αυτόν πού και πού. Είχε αστεία φάτσα. Μεγάλη κεφάλα με κοντά σγουρά μαλλιά και μεγάλες βλεφαρίδες. Πολύ μεγάλες βλεφαρίδες! Ο Γιώργος πάλι, απόμακρος. Δεν τον ήξερε καλά ως τότε.
   Τίποτε τυχαίο. Σύντομα θα έπαιρνε μια γεύση κι από αυτόν. Όπως κι ο Γιώργος, πολύ αργότερα, θα έπαιρνε μια γεύση κι από το Μάκο.

- "Πόσες γεύσεις άραγε να έχει ετούτη η Ζωή!", αναρωτιόταν και… Δόξα τῳ Θεῴ, αυτή ήταν μια από τις Ερωτήσεις του που, πάντα είχε συντροφιά δεκάδες Απαντήσεις.



   Από τη στιγμή που έφευγε στον αέρα και μέχρι τη στιγμή που προσγειωνόταν με το σαγώνι στις πευκοβελόνες κάτω στο χώμα, αντηχούσε γύρω του η ίδια η φωνή του…
- "Γιώργο! Σταμάτα το να κατέβω! Ζαλίζομαι σου λέω! Γιώργο! …Γιώργο! Σταμ-..."
Το 'γύρω γύρω όλοι'… εκείνο που στέκεσαι όρθιος και πρέπει να κρατιέσαι. Να Κρατιέσαι ρε Μάκο! Να Κρατιέσαι… Όχι να Αφήνεσαι! Πόσο αργά είχε έρθει αυτή η συνειδητοποίηση...

   Μετά από καιρό… Μετά από πολύ καιρό, όταν το σκεφτόταν, θα γελούσε στην εικόνα…
Όπως στα κινούμενα σχέδια που έβλεπε στην τηλεόραση της νονάς. Να γυρνά το κορμί του σα σβούρα και μετά, να πετάγεται στον αέρα και να σκάει με τα μούτρα κάτω…
Αυτό όμως, μετά από καιρό. Μετά από πολύ καιρό.
Γιατί, εκείνη τη μέρα… μαζί με το σαγώνι του, τσακίστηκε κι ο εγωισμός του. Δυο φορές.
Μια γλιστρώντας από το Θρόνο… και μια με το σαγώνι του σχισμένο, γεμάτο χώματα κι αίμα.

   Ίσως αργότερα… πολύ αργότερα, να συνειδητοποιούσε πως όντως… το χώμα του παλιού Σχολείου, ήταν ποτισμένο με το αίμα του. Ό,τι κι αν σήμαινε αυτό.

   Εκείνη λοιπόν τη μέρα που, η μάνα, είδε να της τον φέρνουν σπίτι μες στα αίματα… αποφάσισε πως, ο Μάκος, είχε σκαρφαλώσει αρκετά στη ζωή του κι ότι, από κει και πέρα, καλά θα έκανε να διατηρεί συνεχή την επαφή του με τη Γη και να αποφεύγει σκαρφαλώματα, κούνιες, τραμπάλες και… σκαλωσιές του όποιου τύπου.
- "Ε, και το σαγώνι μου, σε επαφή με τη Γη ήταν!", της είχε πει αστειευόμενος.

   Η σφαλιάρα που ακολούθησε, δεν άφηνε κανένα περιθώριο αμφιβολίας για το ότι, η μάνα, διατηρούσε μια ιδιαίτερα κακή σχέση με αυτό που εκείνος θεωρούσε 'Αστείο'.

   Κι έτσι, ο Μάκος, ανέμενε να προσφερθεί κάποιος από τους Μεγάλους, να του κόψει τα αγαπημένα του κορόμηλα, σαν έκαναν μια στάση, στα μισά... πριν την Πηγή.

   Αυτά τα ποτηράκια τα μισούσε. Ειλικρινά, δε μπορούσε να καταλάβει πώς ήταν δυνατόν κάποιος, να έχει κατασκευάσει κάτι τόσο κουτό! Η πρόθεση ίσως καλή… μα η κατασκευή…
Θεέ μου! Πόσο έτσουξε η ξυλιά! Ήταν το τρίτο ποτηράκι που έσπαγε!
Δυο ακόμα Ερωτήσεις ξεχύθηκαν με ορμή από τη Σκέψη του και πάλι…
Τί στην ευχή τα ήθελαν τα πτυσσόμενα ποτηράκια αφού ήταν ελαττωματικά… και,
Τί ζόρι τραβούσαν πια οι Μεγάλοι με τις ζημιές κι έριχναν αμέσως ξύλο!



- "Σου το 'χω πει χίλιες φορές! Από το χείλος να το κρατάς! Όχι από τη βάση! Θέλει πολύ μυαλό;"
Δεν τον ένοιαξε ποιος το είπε. Ούτε από ποιον την έφαγε… Ούτε κι αν τον θεωρούσαν άμυαλο.
Αυτό που τον ένοιαξε ήταν η ανακρίβεια… Ε, όχι και χίλιες φορές!
Τρίτη φορά ήταν που έπινε από τέτοιο ποτηράκι. Τρίτη φορά. Τρίτο που έσπαγε.
Ναι, ξεχνιώταν κι αντί να το κρατά από το χείλος, την ώρα που έπινε, το κρατούσε από τη βάση… οπότε αυτό ξανάκλεινε, χυνόταν το νερό, τρόμαζε ο Μάκος, του έπεφτε από το χέρι, έσπαγε το ποτηράκι. Τσεκαρισμένη διαδικασία. Απόλυτη επιτυχία με τρία στα τρία.

Κορόμηλο το δάκρυ όταν ξεκίνησαν και πάλι για την Πηγή.
Κορόμηλο και στο χέρι. Αφάγωτο. Το έβαλε στην τσέπη για αργότερα και συνέχισε μαζί τους, με το κεφάλι στην αρχή σκυφτό… μα σύντομα, στραμμένο προς τον Ουρανό.

   - "Κι αν… Κι αν οι Σκέψεις γεννιούνται όπως κι η Βροχή; Στο Σύννεφο ψηλά στον Ουρανό; Κι όπως μια στάλα από βροχή πέφτει μόνο σε Έναν… μήπως κι η Σκέψη ξεκινά και πέφτει μόνο σε Έναν;", συλλογίστηκε και ψαχούλεψε την τσέπη του, να σιγουρευτεί πως το κορόμηλο ήταν ακόμη εκεί.
   
   - "Κι αν… Κι αν τα σύννεφα της βροχής γεννιούνται στους Ωκεανούς… κι αν είναι ο Ήλιος αυτός που βράζει το νερό… κι αν είναι το κρύο εκεί ψηλά που φτιάχνει συννεφάκια… Ποιος Ωκεανός Σκέψεων εξατμίζεται για να μας βρέξει Σκέψεις; Και τί είναι αυτό που τον θερμαίνει τόσο πια και κλέβει τους ατμούς του; Και τί είναι αυτό εκεί ψηλά που τόσο πια παγώνει το Σύννεφο των Σκέψεων κι αρχίζει να μας βρέχει;", συλλογίστηκε και πάλι και φλέρταρε με την ιδέα να αφήσει πια το πείσμα και να φάει το κορόμηλο.

   - "Κι αν… Κι αν η ομπρέλλα μας κρατά στεγνούς απ' τις βροχής τις στάλες… μήπως υπάρχει άραγε και μία για τις Σκέψεις; Να την ανοίγουμε εκεί δα όποτε συννεφιάζει... κι αν το κεφάλι δε χωρά, Σκέψη μην πλησιάζει;"

   Άφησε το κουκούτσι να κυλήσει από τα χείλη του και πριν αυτό πέσει στο χώμα, το κλώτσησε με δύναμη, λες κι ήταν κάνα τόπι.





συνεχίζεται...



…απόσπασμα από την ανέκδοτη συλλογή κειμένων "Έκανα μια Σκέψη", του Γρ. Κρέζου, 1969 -




Saturday 15 March 2014

* Ερωταπαντήσεις… ΈρωταΠανΤιςΕις



   …κι αυτό ήταν ένα μυστικό που του είχε εκμυστηρευτεί η γιαγιά του… η μάνα της μάνας

   Κάποιο βράδυ, ενώ είχαν πέσει όλοι για ύπνο, εκείνος είχε μείνει μόνος, να χαζεύει τον, γνώριμο πλέον σε αυτόν, δαιμονισμένο χορό της φωτιάς που, ένα ένα τα καυσόξυλα παραδίδονταν στην αγκαλιά της, στο τζάκι της κουζίνας, μέχρι να γίνουν στάχτη. Στην αγαπημένη του θέση. Στην μπερζέρα της γιαγιάς.

   Του άρεσε να μένει μόνος αργά τη νύχτα. Τον έκανε να νιώθει Μεγάλος. Τον εμάλωναν πού και πού μα, με τα πολλά, μέσα από το μυαλό του -ή όπου αλλού γεννιέται η Σκέψη- είχε ξεπηδήσει μια Ερώτηση, η οποία ζούσε εδώ και κάνα τριάρι χρόνια δίχως ταίρι. Ξέρεις… Δίχως Απάντηση.
- "Άραγε, πόσες Ερωτήσεις ζούνε εκεί έξω, δίχως ταίρι!", μονολόγησε.


   Ακολουθούσε κάθε κίνηση, κάθε ανεπαίσθητο ή βίαιο λίκνισμα που έκαναν οι φλόγες, κουνώντας το κεφάλι του ρυθμικά. Ίσως και να ήταν ο μόνος στον Κόσμο του που, όχι μόνο μπορούσε κι άκουγε τη μουσική μα, ήξερε και τα βήματα ετούτου του χορού. Οι άλλοι το 'λεγαν απλά, "Το τρίξιμο των ξύλων"… μα, τί ξέραν εκείνοι απ' αυτά;
Οι σκέψεις τους σκόρπιες. Χαμένες, κάπου ανάμεσα σε μια παρτίδα Δηλωτή, σε μια κούπα με Κρασί κι Εννιά Στριφτά Τσιγάρα ο καθένας. Ποτέ δεν έμαθε, γιατί Εννιά! Κι ας ρώτησε τόσες φορές. Απόκριση καμία.

- "Πόσες, άραγε, Ερωτήσεις ζούνε εκεί έξω, δίχως ταίρι!", σκέφτηκε ξανά κι αναστέναξε, λες κι ήταν ο ίδιος μια τέτοια Ερώτηση κι αυτός.

Άραγε, ήξεραν οι Μεγάλοι πόσο αναπαυτικά ζεστή ήταν ετούτη η μπερζέρα;
…άραγε, τους ένοιαζε;
- "Πόσες, μα πόσες Ερωτήσεις! Πόση μοναξιά ανάμεσά τους!"

   Άραγε, υπάρχουν όλες οι Απαντήσεις; Υπάρχει κάποιο μέρος που είναι μαζεμένες; Μήπως κάποιο μέρος που είναι… -ω θεέ μου!- Φυλακισμένες;

  Άραγε, το ξέρουν οι Απαντήσεις πως, κάπου μακρυά… ή ίσως και πιο κοντά, υπάρχει για κάθε μία από αυτές μια Ερώτηση που, απ' τη Στιγμή που Συλλαμβάνεται μέσα σε κάποια Σκέψη, ψάχνει απεγνωσμένα για αυτήν;

   Άραγε, οι Ερωτήσεις και οι Απαντήσεις, το ξέρουν πως, όταν γίνονται Ένα, ο Κόσμος διαλύεται και ξεκινά από την Αρχή;

   Εκείνη τη στιγμή ένιωσε τύψεις! Ένιωσε την ευθύνη να βαραίνει όλο και περισσότερο τα, παιδικά για όλους τους άλλους, βλέφαρά του. Ήθελε να πάγωνε την κάθε Σκέψη. Να μη γεννούσε άλλες Ερωτήσεις.
Να μη  γεννήσει άλλη μοναξιά!
Ήξερε πως, η Ψυχή του δε θα ησύχαζε, αν δεν γυρνούσε τον Κόσμο όλο ανάποδα μέχρι, σαν τίμιος Πατέρας, να "αποκαταστήσει" κάθε Ερώτησή του.

- "Μικρά και άβγαλτα παιδιά κι αυτές οι Ερωτήσεις, πια! Όσο μεγάλες και πολύπλοκες κι αν φαντάζουν! Άφησέ τες μια στιγμή να βγουν από τη Σκέψη σου και… χάνονται! Αμέσως! Κι αν τις σκορπίσεις δε κι έξω από το Στόμα; Αλοίμονο…!"

   Πήρε το βλέμμα του απ' τη φωτιά, κομμάτι τρομαγμένος! Εκείνο το ανατρίχιασμα, σαν πέφτει η στάλα της βροχής, στο σβέρκο, μέσα από το γιακά.
- "Ταξείδι κι αυτό!", σκεφτόταν κάθε που του τύχαινε. "Ξεκίνησε απ' τα σύννεφα... κι από ολάκερη τη Γη, διάλεξε εμένα να σβηστεί!"
   Κάποιες φορές, περνούσε από το μυαλό του -ή όπου αλλού συχνάζει η Σκέψη τέλος πάντων- η πιθανότητα να ξέρει κάθε Στάλα τον προορισμό της, πριν ακόμα γεννηθεί. Ίσως κι από την ώρα που είναι ακόμα σταγόνα στον Ωκεανό… πριν καν εξατμιστεί και γίνει σύννεφο βαρύ, να ξέρει πού θα ξαναπέσει.

   Κάθε, μα κάθε βράδυ… εκεί, γύρω στις δωδεκάμιση, οι Μεγάλοι πήγαιναν για ύπνο.
   Η πρώτη τους κουβέντα ήταν, "Μπρος, φίλησε το χέρι της γιαγιάς και πήγαινε για ύπνο".
"Μα, θέλω να κάτσω κι άλλο, να βλέπω τη φωτιά, μέχρι να σβήσει", τους απαντούσε με παράπονο, μέχρι που…

- "Άσε την κλάψα και δε θα σε γλυτώσει η γιαγιά. Άμε κοιμήσου. Σα γίνεις Μεγάλος κι εσύ, θα κάθεσαι όσο αργά σ' αρέσει".
- "Γιατί; Μόνο οι Μεγάλοι μένουνε ξύπνιοι μέχρι αργά;", τους ρώτησε ένα βράδυ.
- "Μόνο οι Μεγάλοι"… "Άμε και ξάπλωσε... κοιμήσου".
- "Κι αφού εσείς είστε Μεγάλοι, γιατί δεν κάθεστε αργά ποτέ… μα κάθε βράδυ, απ' το τραπέζι σ'κώνεστε νωρίς και τρέχετε για ύπνο; Λες κι είμαστε στην Πόλη τώρα δα κι έχετε να πάτε στη Δουλειά σαν έρθει το πρωί;"

   Από κείνο το βράδυ και μετά, όποτε οι Μεγάλοι τον μάλωναν για ύπνο… έμεναν σιωπηλοί σε ετούτη την ερώτησή του… ή του απαντούσαν σαν το φίλο του, το Θοδωράκη...
- "Γιατί Έτσι!"

- "Πόση δυστυχία θα πρέπει να κουβαλά κάποιος Μεγάλος…", σκέφτηκε, "αν μετά από τόσα χρόνια 'Μάχης', καταφεύγει σε τέτοιου είδους απάντηση…"

"Γιατί Έτσι!"


   Η μπερζέρα της γιαγιάς!
Κουλουριασμένος μέσα της, γέρνοντας το σώμα του στο χοντρό της μπράτσο, μισόκλεινε τα μάτια και χανόταν...
Ύφασμα χοντρό κι όμως λιωμένο από τα χρόνια.
Θύμιζε εκείνη τη μπεζ καπαρντίνα που του είχε πάρει η νονά. Μόνο που, το κάλυμμα ετούτης της μπερζέρας ήτανε πολύχρωμο!

…και το κεφάλι του βαρύ!
Κάθε τόσο έσβηνε. Έγερνε απότομα στο πλάι ή και μπροστά, καμιά φορά… με φόρα. Αναίσθητο. Παραδωμένο.

Έτσι κι απόψε.

Θα πρέπει να ήταν δύο το πρωί, σαν άκουσε το όνομά του…
- "Μάκο; Άμε αντράκο μ' να κοιμ'θείς. Αύριο θα πάμι στην Πηγή. Δε θα ξυπνάς πουλί μ'..."
- "Γιαγιά μου! Να σηκωθώ να κάτσεις…", αναφώνησε και η ματιά του ζωντάνεψε με μιας.
- "Σ'κώσου να πα να κοιμ'θείς. Κι εγώ πάω στο δικό μ'. Μια στάλα ήρθα για να πιω, για στέγνουσε το στόμα μ'..."
- ()
- "Άμε… Άμεντε κι έσβησ' η φωτιά. Δεν έχει άλλο για να ιδείς. Κι η χόβολη 'εν χορεύει..."
- "Γιαγιά!", την κάλεσε επιτακτικά και η ματιά του έπεσε βαριά κι αυστηρή, γεμάτη αυτοπεποίθηση που, όμοιά της, δε θα περίμενε κανείς, σε εννιάχρονο παιδί, να αντικρύσει.
- "Θεέ μου, Μάκο μου… Θεέ μου, πόσο ίδιος!", είπε μέσα απ' τα χείλη.

Το βλέμμα της γιαγιάς απολογητικό. Πώς στην ευχή νόμισε πως, θα τον ξεγελούσε;



- "Κάτσ' άγγελέ μ' εσύ εκεί άπου σ' αρέσει κι εγώ θα κάτσω εδωδά. Όπως με τον παππού σου…" και σα να φύσηξε της νιότης η πνοή και πάλι στο κορμί της, έκατσε κει στο πλάι του σε ένα σκαμπουδάκι. Το είχε φτιάξει ο παππούς, σαν έκοψαν την Καρυδιά που είχανε στο κτήμα. Έτσι, φόρο τιμής να το 'χουνε κι εκείνη να θυμίζει.

   Πόσα καρύδια έφαγαν! Πόσους απ' τους καρπούς της!
Πόσα τραπέζια έκαναν στον ίσκιο από κάτω! Και γέλια, και μαλώματα μέσα στο μεσημέρι.
Κι ο πατέρας, μετά το φαγητό, σε κείνο το παλιό ντιβάνι παραδίπλα, με το λιωμένο λουλουδάτο σεντονάκι σκεπασμένος, να ροχαλίζει ευτυχής, μετά απ' το φαγοπότι, ευγνωμονώντας το Θεό για άλλη μία μέρα που πέρασε η φαμίλια του, στη γη την πατρικιά του.

   Αυτό το σκαμπουδάκι του παππού, πια!
Έκανε να σηκωθεί από τη μπερζέρα μα εκείνη τον πρόλαβε πριν καν τελειώσει η Σκέψη του… "Όχι Μάκο μ'… κι είμαι εδωδά μία χαρά… μόνο που, κάνει ψύχρα", του είπε χαμηλόφωνα η γιαγιά.
Σημάδια δυο του έδωσε που εκείνος 'οίδε' αμέσως! Ένα ο τόνος της φωνής κι ένα η λέξη 'ψύχρα'…
Ό,τι ήτανε να ειπωθεί, έπρεπε να τελειώνει.

   Πόσο άμεση ήταν η επικοινωνία με τη γιαγιά του! Πόσο καταλάβαιναν ο ένας τον άλλο! Πόσο δε μπορούσε να κρυφτεί ο ένας από τον άλλο!

- "Γιαγιά μου, το ποτήρι σου το άφησες στο δώμα κι εδώ που ήρθες, τώρα δα… δεν είπες πως διψούσες;"
- "Μάκο μου, η Ερώτηση που γέννησες στη Σκέψη… είναι καιρός να παντρευτεί. Κι εγώ έχω το δικό της ταίρι. Μη βασανίζεις το μυαλό -ή όπου γεννιούνται η σκέψεις τέλος πάντων- με Ερωτήσεις άσκοπες, αφού κι οι δυο μας ξέρουμε πως, ήρθε πια η ώρα"
- "Γιαγιά μου, είσαι τώρα δα εσύ… ή άλλη στο κορμί σου; Και η φωνή σου άλλαξε μα και η προφορά σου…"
- "Μάκο, άγγελέ μου, πάντα εγώ ήμουν σ' αυτό το Σώμα. Και θα 'μαι πάντα μόνο εγώ, μέχρι να αποθ-…"
- "Μη!", του βγήκε μια κραυγή... και βόηθησε κι η νύχτα, να ακουστεί πιο δυνατά από όσο ίσως θέλαν.
- "Μάκο… η Γέννα και ο Θάνατος είναι απλά δυο Στάσεις. Ούτε για μια στιγμή μην ξεχαστείς και χάσεις το Ταξείδι! Δυο Στάσεις είναι που περνάς, το θέλεις δεν το θέλεις. Κοίτα λοιπόν, τη δεύτερη, να μην τηνε φοβάσαι. Γιατί έχω δει εγώ Στοιχειά που, Ζουν… δίχως να Ζούνε"

   Κανείς από τους δυο άκουσε τα βήματα έξω από την κουζίνα κι όταν η πόρτα άνοιξε, έμειναν να κοιτάζουν…

- "Μάκο; Μάνα!"
- "Μαμά;"
- "Κόρη μ'..."





συνεχίζεται...




…απόσπασμα από την ανέκδοτη συλλογή κειμένων "Έκανα μια Σκέψη", του Γρ. Κρέζου, 1969 -




Saturday 8 March 2014

* Λάθος Ερωτήσεις




   …κάτι για το οποίο δεν ήταν και τόσο σίγουρος. Έδιωξε κάθε περιττή σκέψη και κράτησε τη μόνη που ένιωθε σωστή.

   Γύρισε το κλειδί κι έσπρωξε την πόρτα αργά. Άφησε τον αέρα, του εδώ και πολύ καιρό κλειστού εργαστηρίου, να γεμίσει τα πνευμόνια του, παίρνοντας δυο βαθειές ανάσες. Άπληστες ανάσες. Πεινασμένες. Από εκείνες τις αχόρταγες.
Άπλωσε το δεξί του χέρι και πληκτρολόγησε στα τυφλά τον κωδικό του συναγερμού.
Άναψε το φως του προθαλάμου κι έκανε μόλις δυο βήματα όταν, ξαφνικά…


<><>

   Σαράντα λεπτά αργότερα, το πλήρωμα του περιπολικού τον βρήκε καθισμένο στο γραφείο του. Ο συναγερμός εξακολουθούσε να κτυπά. Κατά διαστήματα μεν, δαιμονισμένα δε.
"Όμορφα", σκέφτηκε. "Σκέψου να ήταν ληστεία… Πόση ώρα τους πήρε να έρθουν…"
  Το τηλέφωνο του εργαστηρίου ήταν καιρό κομμένο και το κινητό του δίχως μπαταρία. Ξανά. Και να τον καλούσαν από την εταιρία φύλαξης, θα ήταν αδύνατο να επικοινωνήσουν μαζί του.
 Με αργές κινήσεις και σε μάλλον ευγενικό για την περίσταση τόνο, οι αστυνομικοί του ζήτησαν να ανασηκώσει αργά τα χέρια του και να παραμείνει ακίνητος. Οι πρώτες ερωτήσεις τους τυπικές. Ποιος είναι. Τι ζητά εκεί και τα σχετικά.

   Κουρασμένος και μάλλον ζαλισμένος από τον οξύ ήχο, ο οποίος επί σαράντα λεπτά του τρυπούσε το μυαλό, άφησε μια κραυγή να βγει από τα στήθη του, σκεπάζοντας προς έκπληξη και του ιδίου, τη σειρήνα του συναγερμού…
- "Ο ιδιοκτήτης είμαι, που να πάρει ο διάολος! Ο ιδιοκτήτης! Ένας από τους δυο, τέλος πάντων. Αφήστε με να τον κλείσω. Λυσσάξατε πια!"

   Κάτι στην ηλικία του. Κάτι στον τόνο της φωνής του. Κάτι στο βλέμμα του. Ίσως το ότι σηκώθηκε με τα χέρια πάντα σε έκταση, απολογητικά, καθησυχαστικά. Ό,τι κι αν ήταν αυτό, του επέτρεψε να σηκωθεί και να πλησιάσει την πόρτα της εισόδου, δίχως να τον ακινητοποιήσουν. Άπλωσε το χέρι του κι επανέλαβε τον κωδικό.

   Πατώντας το Enter, ακούστηκε ένα ανεπαίσθητο διπλό beep κι η σειρήνα βυθίστηκε και πάλι σε εκείνη τη χειμερία νάρκη στην οποία βρισκόταν εδώ και μήνες.
- "Εντάξει; Ηρεμήσατε τώρα; Περάστε μου το λογαριασμό για την ενόχληση κι αφήστε με ήσυχο!", φώναξε στους δυο αστυνομικούς και τους έδειξε την έξοδο.

   Αφού εξακρίβωσαν τα στοιχεία του και σκόρπισαν οι όποιοι περίεργοι είχαν μαζευτεί στα σκαλοπάτια της εξώπορτας, χρειάστηκαν μόλις μερικά δευτερόλεπτα, για να τους απαντήσει σε δυο ερωτήσεις. Γιατί κτύπησε ο συναγερμός και γιατί δεν τον έκλεινε τόση ώρα.
- "Είμαι σίγουρος πως κάποια στιγμή, πέρασε από το εργαστήριο. Σίγουρα έφυγε δίχως να τον θέσει σε λειτουργία. Έτσι, μπαίνοντας σήμερα εγώ και πληκτρολογώντας τον κωδικό, όπλισα αντί να αφοπλίσω…"
- (…)
- "Γιατί δεν τον έκλεινα τόση ώρα; Γιατί ένα εργαστήριο σαν κι αυτό, που έχει μείνει εκτεθειμένο τόσο καιρό, είναι πολύ σημαντικότερο θέμα προς Προβληματισμό και Σκέψη, παρά η όποια όχληση του όποιου όχλου. Καλημέρα σας."

   Τον ενημέρωσαν ευγενέστατα πως, ο νόμος ορίζει πρόστιμο για περιπτώσεις όπως αυτή και πως, θα του σταλεί η αντίστοιχη εντολή, το ποσό της οποίας θα πρέπει να καταβάλει σε οποιοδήποτε Δημόσιο Ταμείο τον εξυπηρετεί, εντός τριάντα ημερολογιακών ημερών από την ημερομηνία έκδοσής της.
   Τους απήντησε βέβαια πως, το ότι εμφανίστηκαν σαράντα ολόκληρα λεπτά αργότερα, δεν αποτελεί κάτι το οποίο θα μπορέσουν ποτέ να διηγηθούν με καμάρι, στα παιδιά και τα εγγόνια τους μα, από το βλέμμα τους και μόνο, κατάλαβε πως είχε ξοδέψει τρία επιπλέον δευτερόλεπτα από τη ζωή του σε κάτι, αν μη τι άλλο, άσκοπο.

   Έμεινε να κοιτά το περιπολικό που απομακρυνόταν και ψιθύριζε τις ίδιες ερωτήσεις ξανά και ξανά…
"Πότε ήρθες; Γιατί φεύγοντας δεν έβαλες Συναγερμό;"

   Έκλεισε πίσω του την πόρτα με χαραγμένη στο πρόσωπό του, μια έντονα χλωμή απόχρωση απορίας. Μια αίσθηση εγκατάλειψης. Προχώρησε στην αίθουσα του Χημείου κι έριξε μια ματιά γύρω του.
   Δεν υπήρχε αμφιβολία. Είχε έρθει! Κάποια στιγμή, μέσα στους τελευταίους μήνες, είχε περάσει από το εργαστήριο. Και δεν υπήρχε αμφιβολία επειδή, ειδικά η αίθουσα του Χημείου ήταν τακτοποιημένη και πεντακάθαρη, όπως συνήθιζε να τη συμμαζεύει μετά από κάθε έκρηξη. Πέραν ίσως της σκόνης που, με την πάροδο του χρόνου, είχε κατασταλάξει σε κάθε επιφάνεια.

Κατασταλάξει… λέξη κι αυτή!
Κατά Σταλάξει
Πόσο εύκολα γίνεται 'Καταστεί Αλλάξει'.

Κι αυτό το, "
Πάροδος του Χρόνου"…

Αν υπάρχει Πάροδος του Χρόνου, η Οδός ποια είναι;

Χρόνος!
Η μεγαλύτερη απάτη στα… Χρονικά! Τί Ειρωνεία κι αυτή!
Να προσδιορίζονται όλα τα ανθρώπινα από την Έλευση και την Παρέλευσή του και… μάντεψε τι!
Δίχως να ψάχνεται κανείς για την Προέλευσή του!

   Κι ας είναι κάτι προσωρινό. Η αλλαγή είναι πάντα αλλαγή. Όσο κι αν διαρκεί φαινομενικά, όσο κι αν δείχνει πως έχει κατεύθυνση… κάθε αλλαγή είναι μη αναστρέψιμη. Μα κάθε. Δίχως επιστροφή στην προηγούμενη κατάσταση. Σε παρόμοια ίσως. Μα όμοια, ποτέ.

   Ήξερε πως, η όποια απάντηση, θα του δινόταν τη στιγμή που έπρεπε. Ποτέ νωρίτερα. Ποτέ αργότερα. Όπως κάθε τι άλλωστε.
   Αυτό που τον έτρωγε βέβαια ήταν το, αν ξέχασε φεύγοντας να οπλίσει το συναγερμό ή άφησε το εργαστήριο εκτεθειμένο από πρόθεση... έχοντας κάποιο σκοπό, ο οποίος για την ώρα του ήταν άγνωστος.
Πόσο παρακαλούσε να ήταν ηθελημένη η κίνηση αυτή!

"Θεέ μου!", αναφώνησε… "τόσο καιρό μετά, να βάζω τη στολή και πάλι!"

   Η ερώτηση βασανιστική, λες και ήταν πρωτάρης. Όσο κι αν πάλεψε να κάνει τη Σκέψη του να σωπάσει… αυτός ο υπέρμαχος του "Τα πάντα ρει", επέμενε επί ματαίω, να βρει την πηγή αυτής της ροής.
   Μα, για ποιο λόγο να ήθελε να βρει την πηγή; Για να εκτρέψει τη ροή; Να την πάψει; Μήπως για να… πιει τις πρωτόσταλες καθώς ξεχύνονται από μέσα της, πριν καν αγγίξουνε την πέτρα και γίνουν ποταμός;

   Κουμπώνοντας και το τελευταίο κουμπί της στολής και λίγο πριν φορέσει την biohazard επένδυση, το βλέμμα του σταμάτησε απότομα σε μια γωνιά του γραφείου του. Ένα αντίγραφο κάποιου αρχαίου αιγυπτιακού επιτραπέζιου παιχνιδιού. Εννέα πλακίδια από Lapis Lazouli. Στη μία όψη κι ένα διαφορετικό ιερογλυφικό σύμβολο. Στην άλλη, η φιγούρα του Amun. Τα πλακίδια τοποθετούνταν σε μια επίπεδη επιφάνεια, κατά προτίμηση καλυμμένη με χονδρό ύφασμα ώστε να μην φθείρονται οι παραστάσεις και με φανερή την επιφάνεια που βρισκόταν η φιγούρα του Amun.   Ο παίκτης τα "ανακάτευε", διατηρώντας τα μάτια του κλειστά. Σκοπός του παιχνιδιού ήταν, να τοποθετήσει ο παίκτης και τα εννέα πλακίδια, σε τέτοια σειρά, ώστε να σχηματιστεί η φράση επίκλησης του θεού των θεών.

Να βάλει τα πλακίδια στη Σωστή Σειρά… 




   Για κάποιο λόγο (προφανώς για το σωστό), ο σκοπός του συγκεκριμένου παιχνιδιού του θύμισε μια αγαπημένη του φράση, την οποία συχνά πυκνά έλεγε σε όσους τον ρωτούσαν διστακτικά με το φόβο της απόρριψης, "Κύριε καθηγητά, να σας κάνω μια χαζή ερώτηση;"
Εκείνος, φορώντας πάντοτε το πατρικό του χαμόγελο, τους απαντούσε, "Δεν υπάρχουν χαζές ερωτήσεις. Μόνο Λάθος."

   Η έως τώρα εμμονή του με την ακούσια ενεργοποίηση του συναγερμού, τον οδηγούσε επί μία ώρα στην ίδια ερώτηση… "Πότε ήρθες; Γιατί φεύγοντας δεν έβαλες Συναγερμό;"

   Ξέρεις… Μεγάλη παγίδα η Σύνταξη.
   Κι όσο το σκέφτομαι, η λέξη Σύνταξη, σε κάθε μορφή της, παγίδες κρύβει.
   Κι όσο τον έβλεπα να βασανίζεται, υποβάλλοντας στον εαυτό του την ίδια ερώτηση, τόσο ήθελα να απλώσω το χέρι και να τον αγγίξω. Αν μη τί άλλο… το να είσαι σε ένα χώρο μόνος και να νιώσεις ένα άγγιγμα από το πουθενά, νιώθει κάπως. Και μάλιστα, όταν στρέψεις το βλέμμα και συνειδητοποιήσεις πως… σύμφωνα με το οπτικό φάσμα στο οποίο υπακούν τα μάτια σου, εξακολουθείς να είσαι μόνος.

"Θεέ μου!", αναφώνησε και πάλι. Κι αν υπήρχε όντως κάποιος θεός του εκεί κοντά, σίγουρα θα είχε αρχίσει να φορτώνει με τις τόσο συχνές επικλήσεις του.

"Θεέ μου, αυτό είναι!"

   Κοίταξε τριγύρω του. Ηρεμία. Απόλυτη σιγή, αν και τα αυτιά του ακόμα βούιζαν εξαιτίας της σειρήνας του συναγερμού.


"
Πότε ήρθες; Γιατί φεύγοντας δεν έβαλες Συναγερμό;", επανέλαβε. "Θεέ μου, η λάθος ερώτηση! Η λάθος ερώτηση!", ψιθύρισε.
   Την επόμενη στιγμή που βγήκαν από το στόμα του οι λέξεις, στη σωστή πλέον σειρά, ένιωσε τη σπονδυλική του στήλη να καταρρέει…
"Πότε ήρθες; Γιατί δεν έβαλες συναγερμό Φεύγοντας;"

   Είχε πλέον σκοτεινιάσει έξω, όταν άνοιξε και πάλι τα μάτια του. Το μάγουλό του μουδιασμένο από το κρύο πάτωμα και το σάλιο που είχε κυλήσει από τα χείλη του, είχε ήδη ξεραθεί. Του πήρε αρκετά δευτερόλεπτα να συνειδητοποιήσει πως, είχε όντως καταρρεύσει! Δε θυμόταν τον εαυτό του να έχει λιποθυμήσει στο παρελθόν.


   Παρελθόν… 
   Έβαλε κι αυτήν τη Σκέψη στην άκρη για περαιτέρω επεξεργασία. Προείχαν άλλα, σημαντικότερα, αυτήν τη στιγμή.
   Με αργά βήματα, ο εγκέφαλός του επανερχόταν σε ρυθμούς που, θύμιζαν αρκετά τον άνθρωπο που είχε χάσει την επαφή με την πραγματικότητά του, εξαιτίας μίας και μόνης συνειδητοποίησης. Εξαιτίας μίας και μόνης Σκέψης.

"Γιατί δεν έβαλες συναγερμό Φεύγοντας;", επανέλαβε για μια ακόμη φορά! "Φεύγοντας! Γιατί δεν έβαλες συναγερμό Φεύγοντας! Μα, ναι! Θεέ μου! Επειδή, απλά… ΔΕΝ ΕΧΕΙΣ ΦΥΓΕΙ ακόμα!"



<><>

   Στεκόταν ακριβώς από πάνω του, παρατηρώντας τον με ένα βλέμμα συγκρατημένης απογοήτευσης. Μα εκείνος είχε ήδη λιποθυμήσει και πάλι εδώ και ώρα. Το σώμα του, ίσως από το παγωμένο μαρμάρινο πάτωμα, ίσως από κάποιο αρχέγονο ένστικτο, βρισκόταν σε εμβρυακή στάση. Στάση άμυνας. Όσο λιγότερη επιφάνεια εκτεθειμένη. Να κρατά την Καρδιά Ζεστή. Προφυλαγμένη… από τί.
Ό,τι.
Όποιον.


<><>

Δεν υπάρχουν Χαζές ερωτήσεις.
Μόνο Λάθος.
Και κάποιες φορές, όταν ρωτάςαρκεί το να βάλεις τις Λέξεις στη Σωστή Σειρά.
Μα, για να γίνει αυτό… θα πρέπει να επιτρέψεις στον εαυτό σου να Σκέπτεται και να Εκφράζεται.
Αδιάκοπα.
Κι αυτό, είναι μεγάλη ευθύνη.






…απόσπασμα από την ανέκδοτη συλλογή κειμένων "Έκανα μια Σκέψη", του Γρ. Κρέζου, 1969 -