Saturday 8 March 2014

* Λάθος Ερωτήσεις




   …κάτι για το οποίο δεν ήταν και τόσο σίγουρος. Έδιωξε κάθε περιττή σκέψη και κράτησε τη μόνη που ένιωθε σωστή.

   Γύρισε το κλειδί κι έσπρωξε την πόρτα αργά. Άφησε τον αέρα, του εδώ και πολύ καιρό κλειστού εργαστηρίου, να γεμίσει τα πνευμόνια του, παίρνοντας δυο βαθειές ανάσες. Άπληστες ανάσες. Πεινασμένες. Από εκείνες τις αχόρταγες.
Άπλωσε το δεξί του χέρι και πληκτρολόγησε στα τυφλά τον κωδικό του συναγερμού.
Άναψε το φως του προθαλάμου κι έκανε μόλις δυο βήματα όταν, ξαφνικά…


<><>

   Σαράντα λεπτά αργότερα, το πλήρωμα του περιπολικού τον βρήκε καθισμένο στο γραφείο του. Ο συναγερμός εξακολουθούσε να κτυπά. Κατά διαστήματα μεν, δαιμονισμένα δε.
"Όμορφα", σκέφτηκε. "Σκέψου να ήταν ληστεία… Πόση ώρα τους πήρε να έρθουν…"
  Το τηλέφωνο του εργαστηρίου ήταν καιρό κομμένο και το κινητό του δίχως μπαταρία. Ξανά. Και να τον καλούσαν από την εταιρία φύλαξης, θα ήταν αδύνατο να επικοινωνήσουν μαζί του.
 Με αργές κινήσεις και σε μάλλον ευγενικό για την περίσταση τόνο, οι αστυνομικοί του ζήτησαν να ανασηκώσει αργά τα χέρια του και να παραμείνει ακίνητος. Οι πρώτες ερωτήσεις τους τυπικές. Ποιος είναι. Τι ζητά εκεί και τα σχετικά.

   Κουρασμένος και μάλλον ζαλισμένος από τον οξύ ήχο, ο οποίος επί σαράντα λεπτά του τρυπούσε το μυαλό, άφησε μια κραυγή να βγει από τα στήθη του, σκεπάζοντας προς έκπληξη και του ιδίου, τη σειρήνα του συναγερμού…
- "Ο ιδιοκτήτης είμαι, που να πάρει ο διάολος! Ο ιδιοκτήτης! Ένας από τους δυο, τέλος πάντων. Αφήστε με να τον κλείσω. Λυσσάξατε πια!"

   Κάτι στην ηλικία του. Κάτι στον τόνο της φωνής του. Κάτι στο βλέμμα του. Ίσως το ότι σηκώθηκε με τα χέρια πάντα σε έκταση, απολογητικά, καθησυχαστικά. Ό,τι κι αν ήταν αυτό, του επέτρεψε να σηκωθεί και να πλησιάσει την πόρτα της εισόδου, δίχως να τον ακινητοποιήσουν. Άπλωσε το χέρι του κι επανέλαβε τον κωδικό.

   Πατώντας το Enter, ακούστηκε ένα ανεπαίσθητο διπλό beep κι η σειρήνα βυθίστηκε και πάλι σε εκείνη τη χειμερία νάρκη στην οποία βρισκόταν εδώ και μήνες.
- "Εντάξει; Ηρεμήσατε τώρα; Περάστε μου το λογαριασμό για την ενόχληση κι αφήστε με ήσυχο!", φώναξε στους δυο αστυνομικούς και τους έδειξε την έξοδο.

   Αφού εξακρίβωσαν τα στοιχεία του και σκόρπισαν οι όποιοι περίεργοι είχαν μαζευτεί στα σκαλοπάτια της εξώπορτας, χρειάστηκαν μόλις μερικά δευτερόλεπτα, για να τους απαντήσει σε δυο ερωτήσεις. Γιατί κτύπησε ο συναγερμός και γιατί δεν τον έκλεινε τόση ώρα.
- "Είμαι σίγουρος πως κάποια στιγμή, πέρασε από το εργαστήριο. Σίγουρα έφυγε δίχως να τον θέσει σε λειτουργία. Έτσι, μπαίνοντας σήμερα εγώ και πληκτρολογώντας τον κωδικό, όπλισα αντί να αφοπλίσω…"
- (…)
- "Γιατί δεν τον έκλεινα τόση ώρα; Γιατί ένα εργαστήριο σαν κι αυτό, που έχει μείνει εκτεθειμένο τόσο καιρό, είναι πολύ σημαντικότερο θέμα προς Προβληματισμό και Σκέψη, παρά η όποια όχληση του όποιου όχλου. Καλημέρα σας."

   Τον ενημέρωσαν ευγενέστατα πως, ο νόμος ορίζει πρόστιμο για περιπτώσεις όπως αυτή και πως, θα του σταλεί η αντίστοιχη εντολή, το ποσό της οποίας θα πρέπει να καταβάλει σε οποιοδήποτε Δημόσιο Ταμείο τον εξυπηρετεί, εντός τριάντα ημερολογιακών ημερών από την ημερομηνία έκδοσής της.
   Τους απήντησε βέβαια πως, το ότι εμφανίστηκαν σαράντα ολόκληρα λεπτά αργότερα, δεν αποτελεί κάτι το οποίο θα μπορέσουν ποτέ να διηγηθούν με καμάρι, στα παιδιά και τα εγγόνια τους μα, από το βλέμμα τους και μόνο, κατάλαβε πως είχε ξοδέψει τρία επιπλέον δευτερόλεπτα από τη ζωή του σε κάτι, αν μη τι άλλο, άσκοπο.

   Έμεινε να κοιτά το περιπολικό που απομακρυνόταν και ψιθύριζε τις ίδιες ερωτήσεις ξανά και ξανά…
"Πότε ήρθες; Γιατί φεύγοντας δεν έβαλες Συναγερμό;"

   Έκλεισε πίσω του την πόρτα με χαραγμένη στο πρόσωπό του, μια έντονα χλωμή απόχρωση απορίας. Μια αίσθηση εγκατάλειψης. Προχώρησε στην αίθουσα του Χημείου κι έριξε μια ματιά γύρω του.
   Δεν υπήρχε αμφιβολία. Είχε έρθει! Κάποια στιγμή, μέσα στους τελευταίους μήνες, είχε περάσει από το εργαστήριο. Και δεν υπήρχε αμφιβολία επειδή, ειδικά η αίθουσα του Χημείου ήταν τακτοποιημένη και πεντακάθαρη, όπως συνήθιζε να τη συμμαζεύει μετά από κάθε έκρηξη. Πέραν ίσως της σκόνης που, με την πάροδο του χρόνου, είχε κατασταλάξει σε κάθε επιφάνεια.

Κατασταλάξει… λέξη κι αυτή!
Κατά Σταλάξει
Πόσο εύκολα γίνεται 'Καταστεί Αλλάξει'.

Κι αυτό το, "
Πάροδος του Χρόνου"…

Αν υπάρχει Πάροδος του Χρόνου, η Οδός ποια είναι;

Χρόνος!
Η μεγαλύτερη απάτη στα… Χρονικά! Τί Ειρωνεία κι αυτή!
Να προσδιορίζονται όλα τα ανθρώπινα από την Έλευση και την Παρέλευσή του και… μάντεψε τι!
Δίχως να ψάχνεται κανείς για την Προέλευσή του!

   Κι ας είναι κάτι προσωρινό. Η αλλαγή είναι πάντα αλλαγή. Όσο κι αν διαρκεί φαινομενικά, όσο κι αν δείχνει πως έχει κατεύθυνση… κάθε αλλαγή είναι μη αναστρέψιμη. Μα κάθε. Δίχως επιστροφή στην προηγούμενη κατάσταση. Σε παρόμοια ίσως. Μα όμοια, ποτέ.

   Ήξερε πως, η όποια απάντηση, θα του δινόταν τη στιγμή που έπρεπε. Ποτέ νωρίτερα. Ποτέ αργότερα. Όπως κάθε τι άλλωστε.
   Αυτό που τον έτρωγε βέβαια ήταν το, αν ξέχασε φεύγοντας να οπλίσει το συναγερμό ή άφησε το εργαστήριο εκτεθειμένο από πρόθεση... έχοντας κάποιο σκοπό, ο οποίος για την ώρα του ήταν άγνωστος.
Πόσο παρακαλούσε να ήταν ηθελημένη η κίνηση αυτή!

"Θεέ μου!", αναφώνησε… "τόσο καιρό μετά, να βάζω τη στολή και πάλι!"

   Η ερώτηση βασανιστική, λες και ήταν πρωτάρης. Όσο κι αν πάλεψε να κάνει τη Σκέψη του να σωπάσει… αυτός ο υπέρμαχος του "Τα πάντα ρει", επέμενε επί ματαίω, να βρει την πηγή αυτής της ροής.
   Μα, για ποιο λόγο να ήθελε να βρει την πηγή; Για να εκτρέψει τη ροή; Να την πάψει; Μήπως για να… πιει τις πρωτόσταλες καθώς ξεχύνονται από μέσα της, πριν καν αγγίξουνε την πέτρα και γίνουν ποταμός;

   Κουμπώνοντας και το τελευταίο κουμπί της στολής και λίγο πριν φορέσει την biohazard επένδυση, το βλέμμα του σταμάτησε απότομα σε μια γωνιά του γραφείου του. Ένα αντίγραφο κάποιου αρχαίου αιγυπτιακού επιτραπέζιου παιχνιδιού. Εννέα πλακίδια από Lapis Lazouli. Στη μία όψη κι ένα διαφορετικό ιερογλυφικό σύμβολο. Στην άλλη, η φιγούρα του Amun. Τα πλακίδια τοποθετούνταν σε μια επίπεδη επιφάνεια, κατά προτίμηση καλυμμένη με χονδρό ύφασμα ώστε να μην φθείρονται οι παραστάσεις και με φανερή την επιφάνεια που βρισκόταν η φιγούρα του Amun.   Ο παίκτης τα "ανακάτευε", διατηρώντας τα μάτια του κλειστά. Σκοπός του παιχνιδιού ήταν, να τοποθετήσει ο παίκτης και τα εννέα πλακίδια, σε τέτοια σειρά, ώστε να σχηματιστεί η φράση επίκλησης του θεού των θεών.

Να βάλει τα πλακίδια στη Σωστή Σειρά… 




   Για κάποιο λόγο (προφανώς για το σωστό), ο σκοπός του συγκεκριμένου παιχνιδιού του θύμισε μια αγαπημένη του φράση, την οποία συχνά πυκνά έλεγε σε όσους τον ρωτούσαν διστακτικά με το φόβο της απόρριψης, "Κύριε καθηγητά, να σας κάνω μια χαζή ερώτηση;"
Εκείνος, φορώντας πάντοτε το πατρικό του χαμόγελο, τους απαντούσε, "Δεν υπάρχουν χαζές ερωτήσεις. Μόνο Λάθος."

   Η έως τώρα εμμονή του με την ακούσια ενεργοποίηση του συναγερμού, τον οδηγούσε επί μία ώρα στην ίδια ερώτηση… "Πότε ήρθες; Γιατί φεύγοντας δεν έβαλες Συναγερμό;"

   Ξέρεις… Μεγάλη παγίδα η Σύνταξη.
   Κι όσο το σκέφτομαι, η λέξη Σύνταξη, σε κάθε μορφή της, παγίδες κρύβει.
   Κι όσο τον έβλεπα να βασανίζεται, υποβάλλοντας στον εαυτό του την ίδια ερώτηση, τόσο ήθελα να απλώσω το χέρι και να τον αγγίξω. Αν μη τί άλλο… το να είσαι σε ένα χώρο μόνος και να νιώσεις ένα άγγιγμα από το πουθενά, νιώθει κάπως. Και μάλιστα, όταν στρέψεις το βλέμμα και συνειδητοποιήσεις πως… σύμφωνα με το οπτικό φάσμα στο οποίο υπακούν τα μάτια σου, εξακολουθείς να είσαι μόνος.

"Θεέ μου!", αναφώνησε και πάλι. Κι αν υπήρχε όντως κάποιος θεός του εκεί κοντά, σίγουρα θα είχε αρχίσει να φορτώνει με τις τόσο συχνές επικλήσεις του.

"Θεέ μου, αυτό είναι!"

   Κοίταξε τριγύρω του. Ηρεμία. Απόλυτη σιγή, αν και τα αυτιά του ακόμα βούιζαν εξαιτίας της σειρήνας του συναγερμού.


"
Πότε ήρθες; Γιατί φεύγοντας δεν έβαλες Συναγερμό;", επανέλαβε. "Θεέ μου, η λάθος ερώτηση! Η λάθος ερώτηση!", ψιθύρισε.
   Την επόμενη στιγμή που βγήκαν από το στόμα του οι λέξεις, στη σωστή πλέον σειρά, ένιωσε τη σπονδυλική του στήλη να καταρρέει…
"Πότε ήρθες; Γιατί δεν έβαλες συναγερμό Φεύγοντας;"

   Είχε πλέον σκοτεινιάσει έξω, όταν άνοιξε και πάλι τα μάτια του. Το μάγουλό του μουδιασμένο από το κρύο πάτωμα και το σάλιο που είχε κυλήσει από τα χείλη του, είχε ήδη ξεραθεί. Του πήρε αρκετά δευτερόλεπτα να συνειδητοποιήσει πως, είχε όντως καταρρεύσει! Δε θυμόταν τον εαυτό του να έχει λιποθυμήσει στο παρελθόν.


   Παρελθόν… 
   Έβαλε κι αυτήν τη Σκέψη στην άκρη για περαιτέρω επεξεργασία. Προείχαν άλλα, σημαντικότερα, αυτήν τη στιγμή.
   Με αργά βήματα, ο εγκέφαλός του επανερχόταν σε ρυθμούς που, θύμιζαν αρκετά τον άνθρωπο που είχε χάσει την επαφή με την πραγματικότητά του, εξαιτίας μίας και μόνης συνειδητοποίησης. Εξαιτίας μίας και μόνης Σκέψης.

"Γιατί δεν έβαλες συναγερμό Φεύγοντας;", επανέλαβε για μια ακόμη φορά! "Φεύγοντας! Γιατί δεν έβαλες συναγερμό Φεύγοντας! Μα, ναι! Θεέ μου! Επειδή, απλά… ΔΕΝ ΕΧΕΙΣ ΦΥΓΕΙ ακόμα!"



<><>

   Στεκόταν ακριβώς από πάνω του, παρατηρώντας τον με ένα βλέμμα συγκρατημένης απογοήτευσης. Μα εκείνος είχε ήδη λιποθυμήσει και πάλι εδώ και ώρα. Το σώμα του, ίσως από το παγωμένο μαρμάρινο πάτωμα, ίσως από κάποιο αρχέγονο ένστικτο, βρισκόταν σε εμβρυακή στάση. Στάση άμυνας. Όσο λιγότερη επιφάνεια εκτεθειμένη. Να κρατά την Καρδιά Ζεστή. Προφυλαγμένη… από τί.
Ό,τι.
Όποιον.


<><>

Δεν υπάρχουν Χαζές ερωτήσεις.
Μόνο Λάθος.
Και κάποιες φορές, όταν ρωτάςαρκεί το να βάλεις τις Λέξεις στη Σωστή Σειρά.
Μα, για να γίνει αυτό… θα πρέπει να επιτρέψεις στον εαυτό σου να Σκέπτεται και να Εκφράζεται.
Αδιάκοπα.
Κι αυτό, είναι μεγάλη ευθύνη.






…απόσπασμα από την ανέκδοτη συλλογή κειμένων "Έκανα μια Σκέψη", του Γρ. Κρέζου, 1969 -