Monday 29 December 2014

* Σκόνη

Η σκόνη από το χαλί, του τρυπούσε τα ρουθούνια εδώ κι ώρα. Το κορμί του όμως, πονούσε τόσο πολύ που, δεν μπήκε καν στον κόπο να καταβάλει την παραμικρή προσπάθεια…
Χαμογέλασε στον εαυτό του κι απλά, γύρισε για ακόμα μια φορά πλευρό.

Θυμήθηκε μια φράση που είχε ξεστομίσει παλιότερα…
- "Ξεφτίλα, δεν είναι το να πέσεις από τα ψηλά… Ξεφτίλα είναι το να πέσεις ενώ ήδη κυλιέσαι στο πάτωμα."
Και να που, εδώ και μέρες, έγερνε τα βράδυα το κορμί του σε ένα φουσκωτό στρώμα για κάμπινγκ. Και να που, ώρες πριν, έτσι όπως στριφογυρνούσε κάτω από τα σκεπάσματα, είχε καταφέρει να "πέσει" στο πάτωμα. Να πέσει for fuck's sake... από τόσο χαμηλά...
Χρύσωσε λίγο το χάπι, αντικαθιστώντας τη λέξη "έπεσα" με τη λέξη "κύλησα".

Ήθελε να χλευάσει τον εαυτό του, λέγοντάς του, "Πόσο πιο χαμηλά ρε μαλάκα;"… μα έδιωξε τη σκέψη τούτη, τόσο γρήγορα όσο του ήρθε.
Ήξερε πολύ καλά πως, όταν αναρωτιέσαι, το ΣύνΠαν σου δίνει άμεσα την απάντηση.
Τώρα δα, δεν θα άντεχε χαμηλότερο υψόμετρο.
Αν και… εδώ και μήνες, το μόνο κατάλληλο όργανο μέτρησης κι αποτύπωσης του στίγματός του ήταν το… Βυθόμετρο.

Η ανάσα του βάρυνε.
Ο λαιμός του έκαιγε, μιας και απέφευγε να αναπνέει από τη μύτη κι έτσι η σκόνη, τον έπνιγε χειρότερα.
Έβηξε δυνατά. Άνοιξε τα μάτια προσπαθώντας να δει μες στο σκοτάδι. Φταρνίστηκε δυο φορές. Μηχανισμός αυτόματος του οργανισμού, να διώξει το ξένο σώμα…
Μα ήταν ό,τι χειρότερο. Το σύννεφο σκόνης αυτήν την φορά δεν του χαρίστηκε.
Γούρλωσε τα μάτια πανικόβλητος, δίχως αποθέματα οξυγόνου στα πνευμόνια του και τινάχτηκε από το πάτωμα, τρέχοντας ενστικτοδώς προς τα κει που θεωρούσε πως βρισκόταν το ανοικτό παράθυρο.

Συνέχισε να βήχει και να παίρνει λαίμαργες βαθιές ανάσες. Βαθιές όσο κι η Άβυσσος στην οποία είχε χωθεί εδώ και χρόνια. Χαμένος μέσα του. Χωμένος μέσα του. Κάνοντας απολογισμό κάθε μιας από τις επιλογές του. Κάθε μία επιλογή. Κάθε πράξη κι απραξία.
Μέχρι πριν λίγο καιρό, μετρούσε τις πληγές του.
Είχε πάψει πλέον.
Είχε χάσει το λογαριασμό και δεν υπήρχε πια νόημα να ξαναρχίζει να μετρά από την αρχή.
Στην τελική… "Όποιος καεί, πρόβλημά του", όπως συνήθιζε να λέει.

Κάπου στο απέναντι κτίριο, άναψε το πρώτο φως.
Προφανώς, κάποιος σηκώθηκε χαράματα, να πάει στη δουλειά.
Μερικά δευτερόλεπτα αργότερα, το φως είχε σβήσει και πάλι.
"Μπα… για κατούρημα θα ήταν", σκέφτηκε... κι αυτή τη φορά, χαμογέλασε που, το μυαλό του κατάφερνε να λειτουργεί ακόμα. Έστω κι αν πρόκειτο για απλές… καθημερινές κι ανθρώπινες σκέψεις.

Έμεινε να χαζεύει τον ουρανό και τον ορίζοντα πάνω από τη στέγη του απέναντι κτιρίου, με τους ευκάλυπτους και τους φοίνικες λίγο αριστερότερα, να δίνουν ένα ιδιαίτερο χαρακτήρα στη γειτονιά. Είχε αρχίσε να σκάει το πρώτο χρώμα της μέρας. Βαθύ μπλέ. Γνώριμο. Κι αν όχι ίδιο, παρόμοιο. Σε βάθος. Σε βάρος. Σε ήχο.

Πήρε το μπουκάλι του με το νερό, στα χέρια. Ο πάγος δεν είχε λιώσει εντελώς κι έτσι, εξωτερικά, ήταν υγρό αρκετά ώστε να βρέξει τις παλάμες του και να τις αγγίξει στο πρόσωπό του, στα μαλλιά, στον αυχένα του…
Η δροσιά, σε συνδυασμό με το ελαφρύ νυχτερινό αεράκι, ένιωσε πάνω του Φιλί.
Κι αν όχι φιλί… τότε χάδι. Χάδι από άλλο χέρι κι όχι το δικό του.
Του άρεσε.




Έβρεξε και πάλι τις παλάμες του. Ήθελε να νιώσει για άλλη μια φορά αυτό το, κατά τα άλλα, ευχάριστο όσο και αναπάντεχα παράξενο, ξένο άγγιγμα.
Πόνεσε.
Και πόνεσε επειδή, ό,τι κι αν ένιωσε δευτερόλεπτα πριν, δεν είχε καμία, μα καμία σχέση. Κι ένιωσε ακόμα πιο ξένος με το δεύτερο, δικό του άγγιμα.
Δεν έβγαινε νόημα. Άρχισε να το χάνει και πάλι. Να πνίγεται. Να ψάχνει για ανάσες.

Ο ήχος από το κινητό του τον συνέφερε. Ποιος ήταν τέτοια ώρα; Μόνο κακό θα μπορούσε να σημαίνει. Ήχος διπλός και στιγμιαίος… που δεν επαναλήφθηκε. Το κόκκινο led στην οθόνη να αναβοσβήνει.
- "Βλάκα! Ξεκόλλα επιτέλους! Σύνελθε!", μουρμούρισε με θυμό κι απογοήτευση από την έλλειψη αυτοκυριαρχίας που, τον είχε καταβάλει.
Χαλάρωσε τις σφιγμένες του γροθιές, συνέδεσε το φορτιστή του κινητού και το άφησε και πάλι στο πάτωμα.

Η μέρα του κύλησε δίχως απρόοπτα.
Ψώνια στο κοντινό μάρκετ, ένα σφηνάκι στη μικρή pub του Σιδηροδρομικού Σταθμού και δυο τσιγάρα στο δρόμο για το σπίτι.
Βέβαια… κοιτώντας προς τα πίσω, σχεδόν μια βδομάδα πίσω, κάθε τί που έκανε σήμερα, θα θεωρείτο "απρόοπτο"… μιας και οι ρυθμοί του είχαν αλλάξει δραματικά, τις τελευταίες ημέρες.
Οι πανοπλίες που κουβαλούσε πλέον, είχαν αρχίσει να αφήνουν εμφανή σημάδια, τόσο στο Μέσα όσο και στο Έξω του. Κι αυτό που τον απασχολούσε περισσότερο ήταν το Έξω.
Δεν ήθελε να ξέρουν. Δεν έπρεπε να ξέρουν πόσο κτυπημένος ήταν.
Τουλάχιστον, όχι μέχρι να βρει και πάλι τους ρυθμούς του.

Πάγος και Φωτιά.
Ταυτόχρονα.
Έτσι λειτουργούσε.

Το στομάχι του κόμπος, ξανά.
Μια σαλάτα κι εκείνη με το ζόρι, από χτες.
Το μυαλό του κόμπος κι αυτό…
Μια Σκέψη όλη κι όλη, από χτες. Με το ζόρι κι αυτή.
- "Τελικά… η Σκέψη και η Πέψη, μπορούν να αποδειχθούν εξίσου Δύσκολες κι Επίπονες διεργασίες"… γκρίνιαξε κι έπεσε στον καναπέ.

Πίστευε… και το υποστήριζε σθεναρά πως, θεωρητικά αλλά και πρακτικά… μέχρι τη στιγμή που θα αγγίξεις το έδαφος, ακόμα και η χειρότερη Πτώση σου, θεωρείται ακόμα, Πτήση.
Και για τον φτεροπόδαρο θεό, το να ξυπνά ξανά και ξανά στο έδαφος, μετά από κάθε πτήση, ήταν οδυνηρό.
Είχε καταφέρει να κάνει τις Πτήσεις, Πτώσεις.

Ώση
Αυτό το Πτ που του έκοβε την Ώση, τί να ήταν άραγε;

Το δωμάτιο σκοτείνιασε ξαφνικά…
Ο πρώτος κεραυνός έπεσε δίχως προειδοποίηση. Δίχως αστραπή.
Κι ο δεύτερος το ίδιο.
Ίσως η καταιγίδα να ήταν μακρυά ακόμα.
Ίσως και να μην ήταν καταιγίδα μα… κάποιος από εκεί ψηλά, να του μιλούσε.
Ίσως και να ήταν ο μόνος μες στην πόλη που, άκουγε αυτούς τους κεραυνούς, οι οποίοι συνεχίζονταν ολοένα συχνότεροι και δυνατότεροι.
Αστραπή όμως, καμία.
Αν μη τί άλλο… Δεν ήταν η οργή του Δία.
Κι αυτό ήταν μάλλον, το μόνο θετικό.
Καλά… για την ώρα δηλαδή.

Η κουρτίνα κυμάτισε ψηλά, από το ξαφνικό αεράκι και τυλίχτηκε στο φωτιστικό δαπέδου.
Έβρισε και πετάχτηκε να προλάβει το διαφαινόμενο… κακό.
Οι πρώτες σταγόνες έπεσαν με δύναμη στο περβάζι κι ο ουρανός πήρε ένα περίεργο γκρίζο πορτοκαλί χρώμα.
Ρούφηξε με απληστία όσο περισσότερο αέρα χωρούσαν τα ταλαιπωρημένα του, από τη σκόνη, πνευμόνια. Κι όσο εκείνα ούρλιαζαν από τον πόνο, τόσο περισσότερες και πιο βαθιές ανάσες έπαιρνε.

Η μυρωδιά από το βρεγμένο γρασίδι του χάιδεψε ταυτόχρονα το κορμί και το μυαλό.
Ήταν ήδη αργά το απόγευμα και είχε αρχίσει να πεινάει.
Ίσως και να έτρωγε απόψε.
Ίσως.

Ίσως κι όχι.

- "Θάνατος είναι εκείνο το καλό κρασί που, το φυλάς για μια ξεχωριστή περίπτωση… μα τελικά, όταν έρθει αυτή, δεν το ανοίγεις… γιατί προσμένεις την επόμενη", έλεγε.

Κατέβηκε στο κελλάρι και πήρε στα χέρια του το Romanée - Conti του '69 που φυλούσε εδώ και χρόνια.

Δεν θα πέθαινε απόψε.





Απόσπασμα από τη ΣυνΛογή κειμένων, "Έκανα μια Σκέψη", του Γρ. Κρέζου, 1969 - 




Monday 8 December 2014

* FootPrints BluePrints

...αν και, το μόνο που έκανα, ήταν το, να αφήσω τα αποτυπώματά μου πάνω στο ανάγλυφο της άμμου, από τις στάλες της βροχής.




Και τότε, άρχισαν να μου μιλούν…

Και να μου δείχνουν...




















Από τη ΣυνΛογή 'Μία Εικόνα', Γρ. Κρέζος




Sunday 7 December 2014

* Στο Μέσα Άλλου Νου

Τελικά,

Όσο πιο βαθειά βουτάω στο Μέσα μου,
Τόσο πιο κρύα και σκοτεινά νιώθει...
Εκείνη η φλόγα που νόμιζα πως έκαιγε
Έχει σβήσει εδώ και πολύ καιρό

Κάποιες φορές χάνομαι σε αγνώριμα μονοπάτια
Τόσο αγνώριμα που, νομίζω πως,
χάθηκα στο Μέσα Αλλουνού
Άλλου Νου

Κάποιες φορές ξυπνάω πάνω σε ένα σύννεφο...
Ένα σύννεφο που, είναι τόσο αλμυρό σαν θάλασσα
και τόσο αφράτο κι ελαφρύ που, πέφτω μέσα του
και το αλάτι καίει τις πληγές που, είναι ακόμα ανοικτές
και για την ώρα, ανεκτές

Γυρίζω την Κλεψύδρα μου
κι ανανεώνω αυθαίρετα το χρόνο μου
Στο κάτω κάτω της Γραφής, δικός μου είναι.
Σαν πέρασα απ' το πάνω πάνω της,
δε βρήκα να το απαγορεύει.
Μόνο ασυνάρτητα να αγορεύει.
Με λόγια διάφορα, να γοητεύει
κείνα τα πρόθυμα αυτιά με το τεμπέλικο μυαλό
που, μένουν πάντα ανοικτά κι εκείνο πάντα ανενεργό

Αν ενεργώ;
Όσο το έχω και μπορώ.




Σαν φτάνω στον πυθμένα μου, μένω και μια και δυο ζωές
(ποτέ δεν είναι αρκετές)
Στον πάτο αυτού του βαρελιού, να πίνω το κρασί μου
Κείνο που έστιβα όσο κράταγε η βουτιά μου.
Στον πάτο ετούτου του βυθού, να κρίνω τη ζωή μου
Κείνη που έπνιγα όσο ήτανε δικιά μου.

Κάποια φορά, αντήχησε η φωνή μου!
Σκέψεις που είχαν μείνει ανοιχτές σαν να 'ταν χτες
Μου θύμισαν τον τρόπο, μου έδειξαν τον τόπο μα,
όχι δίχως κόπο
Χρειάστηκαν προσεκτική μετάφραση,
να αποφευχθεί η παράφραση
Δεν ξέρω αν το κατόρθωσα…
Πάντως,
Το ανάστημά μου ανόρθωσα!
Το ύψος μου δεν άλλαξε
Μα η ψυχή αλάλαξε!
Είχε καιρό να ακουστεί
Από όσα είχε υποστεί




Λέω, την επόμενη φορά, να σπάσω την Κλεψύδρα μου!
Να πάρω ένα ρολόι
και ένα κομπολόι

Λέω, αντί για άλλη μια βουτιά και άλματα όπως αυτό,
να πάρω πλέον τα βουνά και να χωθώ στον ουρανό.
Και να κοιτάξω από ψηλά, να δω ποιος κλαίει, ποιος γελά
ποιος έρωτας παραμιλά και λόγια υπόσχεται πολλά
ποιος έρωτας σιωπηλός αργοπεθαίνει μοναχός
ποιος έρωτας πάντα νικά…
(άμα υπάρχει φυσικά)

Κι αφού περάσουν δυο ζωές κι έχουν κλείσει οι πληγές
κι έχει στεγνώσει ο βυθός κι έχω μείνει μοναχός,
θα ξαναρχίσω από την αρχή,
να ψάχνω για άλλη μια ζωή, να βρω αυτόν που, κάποτε,
ξανάρχισε από το… τέλος.

Φράσεις κι αυτές!

Αλήθεια… ευθύνονται οι φράσεις ή οι λέξεις;
Μήπως το ύφος σου και ο τόνος που θα επιλέξεις;

Επί Λέξεις...
Επί Λέξης
Μπα…
Ευθύνονται οι Λέξεις.

Θα ήθελα να σκέφτομαι δίχως να βάζω λέξεις.
Να ελευθερώσω τη Σκέψη μου σε τέτοιο βαθμό
που, να συλλάβω τη ζωή την ίδια.

Να τη συλλάβω επ' αυτοφόρω!
Την ώρα της πράξης!
Τα Πώς και τα Γιατί της.

Γιατί;
Από περιέργεια. Τί άλλο;
Ερωτευμένος με τον Έρωτα που Ερωτά τα Ανέρωτα.
Κι αν Ερωτηθώ;
Να υποκύψω.
Δίχως να σκύψω.

Άπαξ και μάθω τα αυτής
Και μου λυθεί κάθε δεμένη απορία
Δε μένει άλλη ευκαιρία.

Τότε και πάλι θα αναρωτηθώ,
"Ποιος Είμαι και τί θέλω Εγώ στον Κόσμο αυτό;"
(αντί για "και τι θέλω Εγώ από τον Κόσμο αυτό")

Απ' τον καθένα Διαφορετικός και για πολλούς Αιρετικός,
Ανώριμος κι Ελλειπής.
Για κάποιους, Ψεύτης και Υποκριτής
και ένα Μπάσταρδο ολκής.
Για κάποιους, ο Μοναδικός...
Εξαίρετος, Αποδεκτός.

Με Σκέψη που, διαπερνά... τα καθώς πρέπει. Τα ρηχά.
Σκέψη που, βάθη θα αναζητά για να βουτήξει
(Ω, ναι…) ξανά.
Και που στο Μέσα θα χαθεί
Και θα 'ναι κρύο, σκοτεινό, αγνώριμο, όπως και πριν.
Θα μοιάζει Μέσα αλλουνού.

Άλλου Νου.

Και θα ξυπνήσω για άλλη μια φορά,
σε σύννεφο τόσο αλμυρό,
Τόσο αφράτο κι ελαφρύ που, μέσα θα πέσω στο λεπτό.
Και το αλάτι το πολύ θα κάψει κάθε μου πληγή που,
θα 'ναι ακόμη ανοικτή
Και μέχρι τότε, ανεκτή.

Κι εκείνη η Κλεψύδρα μου, Θρίψαλλα και Κομμάτια
Θα μου γελά Ειρωνικά με βλέμματα Ηδονικά
Του Χρόνου θα αναζητώ τα Μάτια
Να του ζητήσω Δανεικά.

Εκείνη πλέον τη Στιγμή
Θα πάψω να Υπάρχω.

Εκτός κι αν πάλι Τυχερός(;) ή αν το θέλεις, Τολμηρός,
Αρχίσω να Υπεράρχω.




Από τη ΣυνΛογή 'Τελικά', Γρ. Κρέζος




Tuesday 11 November 2014

* Αναθέσεις κι Αναλήψεις

…μόνο που, δεν έμοιαζε με οτιδήποτε άλλο είχε συναντήσει ως τώρα στη ζωή του.
Το χρώμα του ήταν Βαθύ Μπλε. Και, ξέρεις… όχι σαν μπλε σε απύθμενο βυθό. Μα ούτε και σαν λυκαυγές σε ξάστερο ουρανό.

Ένας μέσος ανθρώπινος εγκέφαλος έχει, πάνω κάτω, 100 δισεκατομμύρια νευρώνες.
Όσο κι αν δοκίμασε κάθε δυνατό μεταξύ τους συνδιασμό, δεν κατάφερε να θυμηθεί αυτό το Βαθύ Μπλε που, τώρα δα, του χάιδευε τα μάτια.
Βέβαια, αυτός… δεν ήταν ένας μέσος άνθρωπος, δεν κινούταν πάνω κάτω… και, μετά τις τελευταίες εξετάσεις του… υπήρχαν πλέον ενδείξεις πως, δεν ήταν καν Άνθρωπος.





Βαθύ Μπλέ.
Τόσο γνώριμο, όσο ακριβώς κι άγνωστο. Ξένο.
Σαν μενεξές που έχανε σιγά σιγά το κόκκινό του.

Άπλωσε το χέρι του να το αγγίξει μα… ο πόνος, υπενθύμιση πως, δεν ήταν έτοιμος για κάτι τέτοιο, ακόμα.

Εδώ και κάποιο καιρό, συνέχιζε το ταξείδι μόνος του.
Άλλωστε, αυτή ήταν κι η συμφωνία με εκείνον που του είχε δώσει αυτήν τη δεύτερη ευκαιρία.

- "Τρεις φορές του χτύπησα την πόρτα", συνήθιζε να λέει όποτε αναφερόταν στο Θάνατο, "μα και τις τρεις φορές, εκείνος μου την έκλεισε κατάμουτρα".

Μιλούσε για το Θάνατο σα να ήταν πρόσωπο υπαρκτό. Ξέρεις. Σα μια οντότητα όπως κι οι άλλες. Με Σάρκα και Οστά. Με Νύχια και με Δόντια. Με Όνομα κι Επίθετο. Ταυτότητα
Σα να ήταν κάποιος φίλος του παλιός. Που είχε χρόνια να τον δει.
Όχι ότι είχε κάποιο ιδιαίτερο καημό να ιδωθούνε πάλι, μα… μιλούσε για 'αυτόν', σα να ήταν άλλο απ' τη Ζωή. Κι όχι το αντίθετό της.

- "That's my job", ψιθύρισε.
(Αυτή είναι η Δουλειά μου…)

Βέβαια… για όσους δεν 'διάβαζαν' τον τόνο της φωνής του κάθε που μιλούσε, μα έμεναν μόνο στις λέξεις, δίχως να βλέπουν χρώματα… αυτό το, "That's my job", μπορούσε να αποκτήσει τρεις διαφορετικές έννοιες.

Αν έλεγε κανείς πως, "THAT's my job", θα ήταν σα να εννοούσε, "ΤΕΤΟΙΑ είναι η δουλειά μου κι αν σ' αρέσει".
Αν έλεγε…, "That's MY job", θα ήταν σα να εννοούσε, "Αυτή είναι ΔΙΚΗ μου δουλειά. Κοίτα τη δική σου".
Μα, από το στόμα του βγήκε ένα, "That's my JOB", με ένα γλικόπικρο χαμόγελο, γνωρίζοντας πως, κάθε του βήμα, κάθε κίνηση και κάθε λέξη, έπρεπε να γίνει έτσι ακριβώς όπως κι έκανε.
Ήταν εκεί για συγκεκριμένο σκοπό.
Κι όφειλε να αντέξει.
Όσα κτυπήματα κι αν θα δεχόταν. Όσες προκλήσεις και προσκλήσεις. Όσο ξένος κι αν φάνταζε λόγω του τρόπου που Σκεφτόταν. Όσο Παρά-ξενος και Πρό-ξενος, Ακόλουθος και Επί-Ακόλουθος κακών.
Τόσο ανεπιθύμητος για τις Επι-λογές του, όσο μικρός κι ασήμαντος για τις Παρά-λογές του.

Κάθε του βήμα τον έφερνε και πιο κοντά στην επόμενη Αποστολή του.
Κάθε του πράξη, κατέστρεφε κι ένα ακόμη κομμάτι από τη Στολή του.

Συμβόλαιο με το Συμβόλαιο το κάθε Βήμα.
Συμβόλαιο με το Συμβόλαιο και νέα Στολή.
Όχι Μάσκα.
Στολή.

Δεν υποκρινόταν το ρόλο του.

Ντυνόταν το ρόλο του.

Κι όλα αυτά, μέχρι που αντίκρυσε για πρώτη του φορά εκείνο το Βαθύ Μπλε…

Και, ξέρεις… όχι σαν μπλε σε απύθμενο βυθό. Μα ούτε και σαν λυκαυγές σε ξάστερο ουρανό.
Τόσο γνώριμο, όσο ακριβώς κι άγνωστο. Ξένο.
Σαν μενεξές που έχανε σιγά σιγά το κόκκινό του.

Και κάθε που άπλωνε το χέρι του για να τ' αγγίξει… ο πόνος, υπήρχε ως υπενθύμιση πως, δεν ήταν έτοιμος για κάτι τέτοιο, ακόμα.
Και κάθε που πονούσε, εκείνο αχόρταγα κι άπληστα και πεινασμένα, έσκιζε κι ένα κομμάτι από τη Στολή του.
Του άρπαζε κι ένα Συμβόλαιο μέσα απ' τα χέρια και το 'σκιζε κομμάτια αμέτρητα στον παγωμένο, της Ανταρκτικής, αέρα.

Κι όλα αυτά, μέχρι που χύθηκε κι αυτός ο ίδιος μέσα στο Βαθύ του Μπλε.
Όχι στο δικό του Βαθύ.
Του Μπλέ το Βαθύ.

Ναι… αυτές οι λέξεις που δεν κλίνονται, του προκαλούσαν ναυτία.
Αηδία… γιατί δε λες 'αηδία'!

- "
Αν είναι ξένες, άσε τες στην ησυχία τους", συνήθιζε να λέει. "Φτιάξε αντίστοιχη δικιά σου, άμα το 'χεις", συνέχιζε το κήρυγμα σε ποιο έντονο ύφος. Έντονο και περιπαικτικό θα έλεγα.
- "Κι αν φτιάξεις λέξεις, να 'ναι της προκοπής! Και κάνε τες να Κλίνονται. Να υποκλίνονται στης Σκέψης σου το μεγαλείο κι όχι να καλουπώνονται σε κάποιας Τσούλας Γλώσσας το μεταλλείο".

Θα το 'θελε πολύ να ήταν, 'Το Βαθύ του Μπλέως'…

Του Μπλέου, έστω. Να βγαίνει νόημα, τέλος πάντων.

Αλλιώς τί;

Ο Κόσμος ο πολύς θα νόμιζε, Το Βαθύ μου Μπλε, Το Βαθύ σου Μπλε, Το Βαθύ του Μπλε.
Ποιανού;
Κάποιου… 
Όποιου…
Έτσι κι αλλιώς, λάθος νόημα θα είχε.

- "Τσούλα Γλώσσα!", έτριξε τα δόντια του!

Αυτές οι ξένες λέξεις και οι βολικές, ήταν λειψές και δαύτες! Του είχαν κλέψει και τον τονισμό στα μονοσύλλαβα, εδώ και Χρόνια Πολλά (ἐπί τῄ εὐκαιρία, Πολύχρονοι ἄν ἑορτάζετε) κι ένιωθε αποκομμένος ΚΑΙ από αυτό.

Ένιωθε την πίεση να προσαρμόσει τη Σύνταξή του στα μέτρα τους.

Μα όχι. Όχι αυτός.

Η Γλώσσα ετούτη, Ξένη του ήταν πια.
Του ήταν Κόκκινη.
Καφέ.
Του ήταν άσχημη Μαβιά.
Κίτρινη.
Ξέρω κι εγώ;

Του ήταν Άλλο Χρώμα.
Κι αυτός με χρώμα πέρα από το Μπλέ, δεν ήθελε να μπλέξει.
Όχι ακόμα, αν μη τι άλλο.

Πέρα από το Μπλε
Ό,τι κι αν σήμαινε αυτό.

Γυμνός, μελανιασμένος, μακρυνός, σύρθηκε με κόπο ως  το παράθυρο που κοίταζε στον Κήπο.

- "Τσούλα Γλώσσα! Το μίζερο το μεγαλείο σου!", ειρωνεύτηκε. "Παράθυρο που 'Κοίταζε' στον Κήπο…", επανέλαβε, αρθρώνοντας τις λέξεις του αργά. Με στόμφο… "Σιγά μην έκλεινε και το μάτι", σιχτήρισε άλλη μια φορά, γελώντας μόνος με το αστείο του και γύρισε στο Μπλε του.

Στο δικό του Μπλε.
Όχι του… Βαθιού.




…απόσπασμα από τη συν-λογή κειμένων "Τσούλα Γλώσσα", του Γρ. Κρέζου, 1969-




Sunday 2 November 2014

* Mirabilis Jalapa κι άλλες νυκτερινές ανησυχίες (2)

…κι αυτό, όχι για κανένα άλλο λόγο μα, τα πλήκτρα ένιωθαν βαριά κάτω από τα δάκτυλά του.
Ήταν ήδη δέκα και τέταρτο το βράδυ και… 
ήταν ήδη βράδυ Πέμπτης και…
ήταν ήδη η τελευταία Πέμπτη του Οκτώβρη.

Η Μέρα τελείωνε.

Η Εβδομάδα τελείωνε.
Ο Μήνας τελείωνε.
Ο Χρόνος τελείωνε.

Ο Χρόνος… 

Το Έτος…

- "Χα!", αναφώνησε… "Καθόλου τυχαίο το 'έτος' κι ο 'ετός'!"

Στο πρόσωπό του, από δυο ρυτίδες στις άκρες των ματιών που, χάθηκαν κι αυτές κάτω απ' το βάρος της ημέρας.
- "Τσούλα Γλώσσα! Τσούλα, γιατί σκαλώσαμε δω πέρα. Τσούλα, γιατί αν δεν τσουλήσεις τώρα δα, θα φταις για…"

Τρέλα και Θύμησες, πιστές στο ραντεβού, να μπαίνουν αδιακρίτως απ' το μισάνοικτο παράθυρο κι απόψε.

Η μυρωδιά των δειλινών του σίγησε τη Σκέψη.





- "Ένα δοχείο χλωρίνης δύο λίτρων και δυο καθαριστικά τζαμιών. Κομμάτια λαμαρίνας, άχρηστα σιδηρικά…"
Μιας λαμαρίνας που ίσως και να δαγκώθηκε παλιά… και τώρα κείται πλέον άχρηστη κι ας χρίστηκε Έρωτας κι Αγάπη χρόνια πριν.
Μιας λαμαρίνας που έμεινε να περιμένει δυο λίτρα από της χλωρίνης το οξύ, όχι για να οξύνει… μα για να αμβλύνει τις όποιες διαφορές.
Να είναι όλα πάλι τζάμι… καθαρό. Διάφανο.

Έρωτας κι Αγάπη χρόνια πριν.

Έτη πριν.

Έτη και Ετοί.


- "Τσούλα Γλώσσα, επιτέλους!


Μα η γλώσσα είχε μείνει στάσιμη κι απόψε. Δεν τσουλούσε, όσο κι αν εκείνος προσπαθούσε να της θυμίσει τα μέρη που ταξείδευε συνήθως. 

Αρνούταν πεισματικά να κάνει και το παραμικρό βήμα.
- "Βλήμα!"
Το μόνο που κατάφερε να αρθρώσει.

Κοίταξε πίσω του ξαφνιασμένος, λες και το 'πε κάνας άλλος κι όχι αυτός.

Το δωμάτιο, γεμάτο σκιές. Προσφορά της καλόγουστης λάμπας γραφείου, την οποία είχε πολύ βολευτεί για καιρό -μα, με ένα σπαστικό διακόπτη, τον οποίο... όλο θα έφτιαχνε.

Σκιές…

Στους τοίχους. Στα έπιπλα. Στα μάτια του. Στη Σκέψη.
Παντού σκιές.
Του παρελθόντος. Το παρόντος. Του μέλλοντος.
Μόνο σκιές.
'Άυλες Υπάρξεις' που θα έλεγαν πολλοί.

Κι όμως…

Το μόνο που έκανε τα πλήκτρα τα βαριά να κινηθούνε, ήταν σαν πέσαν πάνω τους Σκιές της Λογικής του.
Φανήκανε να είναι πιο βαριές. Τα πλήκτρα υποχωρήσαν… κι αρχίσανε να γράφουν δυνατά.

Αρχικά, λέξεις δειλές.

Μετά, λέξεις διπλέςΚαι γενικά, λέξεις διάφορες.
Λίγο πιο κάτω αδιάφορες, μα όχι και αδιάφθορες… γεμάτες ενοχές και δίχως αντοχές.

Πώς άραγε να νιώθει αυτό το 'ι'…
Το μόνο γράμμα από όλα… που τόσο δανειζόμαστε κι όμως δεν το τιμούμε…
Για σκέψου πως, πολλοί, το έχουνε για "Γιώτα"… και δεν του κάνουν την τιμή, όπως κάνουν στα άλλα.
Άλφα, Βήτα, Γάμμα, Δέλτα, (…), Γιώτα!

Πώς άραγε να νιώθει αυτό το 'ι'…

Που τόσο δανειζόμαστε, ώστε οι όποιες "Ενοχές", να ακούγονται "Εν-Οχιές"…
Κι αυτές οι "Μαλακές", να μοιάζουν "Μαλακιές"…

- "Τσούλησε Γλώσσα, είπαμε… μα εσύ πια! 'ΕπαρΕφέρθης!"


Ήταν οκτώ το απόγευμα.
Τα βλέφαρά του όμως, βαριά.
Ίσως από τις Σκέψεις.

Αυτός να σκίζει το φακό κι εκείνη κρεμασμένη, στον ώμο του επάνω.


Μια τελευταία του ματιά.
Μια τους φωτογραφία.

Σκεπάστηκε ανάλαφρα κι ας είχε απόψε ψύχρα.
Ήθελε απλά, να κοιμηθεί. Για να Τσουλήσει η Νύχτα.

- "Τσούλα Νύχτα!", χαμογέλασε κι έκλεισε τα μάτια.

Κάποια στιγμή, θα τσουλούσε κι αυτή η Νύχτα και θα 'βγαινε και πάλι ο Ήλιος.

…μάλλον.





…απόσπασμα από τη συν-λογή κειμένων "Τσούλα Γλώσσα", του Γρ. Κρέζου, 1969-