Sunday 2 November 2014

* Mirabilis Jalapa κι άλλες νυκτερινές ανησυχίες (2)

…κι αυτό, όχι για κανένα άλλο λόγο μα, τα πλήκτρα ένιωθαν βαριά κάτω από τα δάκτυλά του.
Ήταν ήδη δέκα και τέταρτο το βράδυ και… 
ήταν ήδη βράδυ Πέμπτης και…
ήταν ήδη η τελευταία Πέμπτη του Οκτώβρη.

Η Μέρα τελείωνε.

Η Εβδομάδα τελείωνε.
Ο Μήνας τελείωνε.
Ο Χρόνος τελείωνε.

Ο Χρόνος… 

Το Έτος…

- "Χα!", αναφώνησε… "Καθόλου τυχαίο το 'έτος' κι ο 'ετός'!"

Στο πρόσωπό του, από δυο ρυτίδες στις άκρες των ματιών που, χάθηκαν κι αυτές κάτω απ' το βάρος της ημέρας.
- "Τσούλα Γλώσσα! Τσούλα, γιατί σκαλώσαμε δω πέρα. Τσούλα, γιατί αν δεν τσουλήσεις τώρα δα, θα φταις για…"

Τρέλα και Θύμησες, πιστές στο ραντεβού, να μπαίνουν αδιακρίτως απ' το μισάνοικτο παράθυρο κι απόψε.

Η μυρωδιά των δειλινών του σίγησε τη Σκέψη.





- "Ένα δοχείο χλωρίνης δύο λίτρων και δυο καθαριστικά τζαμιών. Κομμάτια λαμαρίνας, άχρηστα σιδηρικά…"
Μιας λαμαρίνας που ίσως και να δαγκώθηκε παλιά… και τώρα κείται πλέον άχρηστη κι ας χρίστηκε Έρωτας κι Αγάπη χρόνια πριν.
Μιας λαμαρίνας που έμεινε να περιμένει δυο λίτρα από της χλωρίνης το οξύ, όχι για να οξύνει… μα για να αμβλύνει τις όποιες διαφορές.
Να είναι όλα πάλι τζάμι… καθαρό. Διάφανο.

Έρωτας κι Αγάπη χρόνια πριν.

Έτη πριν.

Έτη και Ετοί.


- "Τσούλα Γλώσσα, επιτέλους!


Μα η γλώσσα είχε μείνει στάσιμη κι απόψε. Δεν τσουλούσε, όσο κι αν εκείνος προσπαθούσε να της θυμίσει τα μέρη που ταξείδευε συνήθως. 

Αρνούταν πεισματικά να κάνει και το παραμικρό βήμα.
- "Βλήμα!"
Το μόνο που κατάφερε να αρθρώσει.

Κοίταξε πίσω του ξαφνιασμένος, λες και το 'πε κάνας άλλος κι όχι αυτός.

Το δωμάτιο, γεμάτο σκιές. Προσφορά της καλόγουστης λάμπας γραφείου, την οποία είχε πολύ βολευτεί για καιρό -μα, με ένα σπαστικό διακόπτη, τον οποίο... όλο θα έφτιαχνε.

Σκιές…

Στους τοίχους. Στα έπιπλα. Στα μάτια του. Στη Σκέψη.
Παντού σκιές.
Του παρελθόντος. Το παρόντος. Του μέλλοντος.
Μόνο σκιές.
'Άυλες Υπάρξεις' που θα έλεγαν πολλοί.

Κι όμως…

Το μόνο που έκανε τα πλήκτρα τα βαριά να κινηθούνε, ήταν σαν πέσαν πάνω τους Σκιές της Λογικής του.
Φανήκανε να είναι πιο βαριές. Τα πλήκτρα υποχωρήσαν… κι αρχίσανε να γράφουν δυνατά.

Αρχικά, λέξεις δειλές.

Μετά, λέξεις διπλέςΚαι γενικά, λέξεις διάφορες.
Λίγο πιο κάτω αδιάφορες, μα όχι και αδιάφθορες… γεμάτες ενοχές και δίχως αντοχές.

Πώς άραγε να νιώθει αυτό το 'ι'…
Το μόνο γράμμα από όλα… που τόσο δανειζόμαστε κι όμως δεν το τιμούμε…
Για σκέψου πως, πολλοί, το έχουνε για "Γιώτα"… και δεν του κάνουν την τιμή, όπως κάνουν στα άλλα.
Άλφα, Βήτα, Γάμμα, Δέλτα, (…), Γιώτα!

Πώς άραγε να νιώθει αυτό το 'ι'…

Που τόσο δανειζόμαστε, ώστε οι όποιες "Ενοχές", να ακούγονται "Εν-Οχιές"…
Κι αυτές οι "Μαλακές", να μοιάζουν "Μαλακιές"…

- "Τσούλησε Γλώσσα, είπαμε… μα εσύ πια! 'ΕπαρΕφέρθης!"


Ήταν οκτώ το απόγευμα.
Τα βλέφαρά του όμως, βαριά.
Ίσως από τις Σκέψεις.

Αυτός να σκίζει το φακό κι εκείνη κρεμασμένη, στον ώμο του επάνω.


Μια τελευταία του ματιά.
Μια τους φωτογραφία.

Σκεπάστηκε ανάλαφρα κι ας είχε απόψε ψύχρα.
Ήθελε απλά, να κοιμηθεί. Για να Τσουλήσει η Νύχτα.

- "Τσούλα Νύχτα!", χαμογέλασε κι έκλεισε τα μάτια.

Κάποια στιγμή, θα τσουλούσε κι αυτή η Νύχτα και θα 'βγαινε και πάλι ο Ήλιος.

…μάλλον.





…απόσπασμα από τη συν-λογή κειμένων "Τσούλα Γλώσσα", του Γρ. Κρέζου, 1969-