Sunday 2 August 2015

* Τέσσερις εποχές (2)

Κάνοντας ένα μεγάλο κύκλο (πόσο, μα πόσο αχρείαστος ήταν!), βγήκε και πάλι στη λεωφόρο. Και μάλιστα, αρκετά πιο μακρυά από εκεί που ήθελε να πάει.
Δεν υπήρχε λόγος να επιχειρήσει να περάσει απέναντι από το σημείο που βρισκόταν. Η ροή των αυτοκινήτων ήταν τόσο πυκνή και συνεχής και στα δύο ρεύματα που, το να διασχίσει έξι λωρίδες, ήταν κάτι παραπάνω από παράτολμο.
Προχώρησε προς την πιο κοντινή του διάβαση, η οποία ήταν γύρω στα διακόσια μέτρα πιο κάτω, στην οποία θα είχε βγει κατευθείαν, αν έπαιρνε το άλλο μονοπάτι φεύγοντας από το πάρκο.

Όσο αυτός περίμενε να ανάψει το πράσινο για τους πεζούς και υπακούοντας σε έναν κανόνα, από εκείνους που δεν έχουν εξαιρέσεις, το λεωφορείο πέρασε από μπροστά του και σταμάτησε πενήντα μέτρα πιο κάτω.

Το φανάρι άναψε, επιτέλους και ξεκίνησε να διασχίζει τη λεωφόρο. Δεν υπήρχε περίπτωση να το προλάβει. Χαλάρωσε το βήμα του, πήρε μια βαθειά ανάσα και...
Κι όμως!
Το λεωφορείο έδειχνε να περιμένει. Τί άραγε;

Έριξε μια βιαστική ματιά στην ώρα. Τέσσερις και τριαντατέσσερα. Ο οδηγός είχε φτάσει ένα λεπτό νωρίτερα και περίμενε να πάει και τριανταπέντε, για να φύγει.
Ακόμα και για ένα λεπτό, μπορούσε να μπλέξει άσχημα αν έφευγε από τη στάση νωρίτερα από την προβλεπόμενη ώρα, σε περίπτωση που κάποιος έκανε αναφορά στην εταιρία.
Πήρε μια βαθειά ανάσα και άνοιξε το βήμα του!
Θα το προλάβαινε τελικ-...

Οι πόρτες έκλεισαν, το δεξί φλας άρχισε να αναβοσβήνει... και το λεωφορείο ξεκίνησε, πριν αυτός καν ολοκληρώσει τη σκέψη του.

Το επόμενο θα ήταν σε μισή ώρα.
Κι αυτό, για να πάει στο σταθμό του τρένου κι από κει να πάρει άλλο λεωφορείο.
Δεν υπήρχε περίπτωση να κάνει κάτι τέτοιο...
Αντί να περιμένει, θα ξεκινούσε με τα πόδια. Ήταν υπέροχο το απόγευμα και θα ήταν μια εξίσου υπέροχη βόλτα.

Η παραλία ήταν μόνο πέντε χιλιόμετρα από το σπίτι του.
Μόνο που... για ένα και μόνο κομμάτι, πάνω κάτω πεντακόσια μέτρα, δεν εξυπηρετούσε καμία συγκοινωνία. Και ειδικά τις Κυριακές, το τοπικό δεν είχε δρομολόγια.
Το κινητό του είχε ήδη σβήσει, μιας και είχε καταφέρει να τελειώσει τη γεμάτη μπαταρία με την οποία ξεκίνησε, αφού είχε ξεσκιστεί να βγάζει φωτογραφίες και να τραβάει βίντεο όλη μέρα. Οπότε, το να καλέσει ραδιοταξί στη μέση του πουθενά, του το είχε αποκλείσει η τεχνολογία.

Είχε ξεκινήσει από το πρωί.
Το σκεφτόταν εδώ και μέρες, από τη στιγμή που άρχισε να φτιάχνει κάπως ο καιρός.
Ήθελε να πάει σε ένα από τα αγαπημένα του πάρκα. Σχετικά ήσυχο, με μια μικρή παραλία μέσα στα δέντρα και πράσινο... Πολύ πράσινο.
Ήταν μια παραλία στο βάθος ενός απομονωμένου κόλπου, με τη θάλασσα να είναι πολύ μακρυά...
Τμήμα ενός τεράστιου δέλτα, ενός ποταμού που κι αυτός βρισκόταν τόσο μακρυά ώστε το σημείο εκείνο τελικά, να μοιάζει με μια μικρή λιμνοθάλασσα. Σχετικά ρηχή μα, αρκετά βαθειά για να φιλοξενεί τα ιστιοπλοϊκά των γύρω κατοίκων.

Παρακαλούσε να διατηρηθεί ο καλός καιρός μέχρι την Κυριακή, για να μπορέσει να ευχαριστηθεί τη βόλτα του. Να καθόταν και για φαγητό, στο μικρό εστιατόριο του πάρκου.
Α, ναι... και φυσικά, να είναι ανοικτό και να έχει κι ελεύθερο τραπέζι, μιας και η κράτηση ήταν must, κατά το μεγαλύτερο διάστημα του χρόνου.
Το φυλούσε για έκπληξη στον εαυτό του. Έτσι. Να δοκιμάσει την τύχη του ώστε να του δοθεί η ευκαιρία είτε να το απολαύσει περισσότερο, στην περίπτωση που, θα πήγαιναν όλα σύμφωνα με το "θέλω" του είτε να αυτοσχεδιάσει, μετά από πολύ καιρό, στην περίπτωση που δεν θα του καθόταν.

Θα έπαιρνε λεωφορείο μέχρι κάποιο σημείο και κατόπιν, το μονοπάτι που έβγαζε πάνω από το πάρκο, κοντά στο μικρό κτίριο της Δασοφυλακής. Δεν ήταν δα και κάνα τεράστιο δάσος αλλά είχε αρκετές διαδρομές.
Σχεδόν απείραχτα μονοπατάκια, γεμάτα φύλλα και κλαριά πεσμένα... τα οποία δεν χάνονταν, λόγω των πεζοπόρων και των ποδηλατών που τα χάραζαν ξανά και ξανά...
Ίσως σήμερα να πήγαινε και στο lookout.
Στην άκρη ενός βράχου, στην απέναντι μεριά, ο οποίος προσέφερε θέα και στις δυο παραλίες της δυτικής πλευράς του κόλπου.

Στη διαδρομή έβγαλε αρκετές φωτογραφίες. Είχε καιρό άλλωστε να το κάνει.
Τόσες φορές είχαν έρθει, μα ποτέ από ετούτη την είσοδο. Δεν είχε τύχει. Κάτι ο αέρας. Κάτι η διάθεση. Κάτι η κούραση. 

Όπως και να είχε όμως, περνούσαν υπέροχα σε ετούτο το πάρκο. Ακόμα και εκείνες τις φορές που ήταν λίγο τσακωμένοι. Ή απλά κακόκεφοι.
Από όλο αυτό, μόνο κάποιες φωτογραφίες του είχαν μείνει.
Και κάποια διάσπαρτα φαντασματάκια μες στο δάσος που, χαχάνιζαν, ξεπροβάλλοντας ξαφνικά μπροστά του και μετά, εξαφανίζονταν, πριν καν εκείνος στρέψει το βλέμμα προς αυτά...




Στάθηκε στο τελείωμα του μονοπατιού, κάπως πιο ψηλά και κοντά στο φυλάκιο, εκεί που ξεκινούσαν τα σκαλάκια, με το πάρκο και την παραλία να απλώνονται μπροστά του.
Οικογένειες και ζευγαράκια κυρίως. Άλλοι στο γρασίδι, άλλοι στα κιόσκια, άλλοι στο εστιατόριο, άλλοι περατζάδα στην άμμο ή στα δρομάκια, πάνω κάτω...
Α, ναι... και κάποιοι μόνοι, όπως κι εκείνος, να κοιτούν ποιος ξέρει πού...
Στο άπειρο. Παρέα με σκέψεις. Με εκείνους ή εκείνες που τους έλειπαν ίσως. Ή σκεφτόμενοι πως, δεν έχουν πλέον κάποιον να τους λείπει.

Ήταν περασμένες μία.
Κατευθύνθηκε προς το εστιατόριο, το οποίο ναι, ήταν ανοικτό και ναι, είχε καναδυό άδεια τραπέζια ακόμα και μάλιστα δίχως Reserved καρτελάκι πάνω τους.
Ο ιδιοκτήτης, ευγενέστατος και φιλικός, τον υποδέχθηκε στην είσοδο. Αν και στην αρχή, έδειξε σκεφτικός, ξεπέρασε εύκολα το γεγονός πως, αυτός ο πελάτης που του έσκασε ήταν μόνος... μιας και όπως φανέρωνε η κορμοστασιά του, έτρωγε τουλάχιστον για δύο...

Έδωσε μια λιτή παραγγελία.
Λιτή σε σχέση με το περιεχόμενο κι όχι με την τιμή, αφού κυμαίνονταν όλες στα ίδια επίπεδα.
Σαλάτα Caesar, σε παραλλαγή του chef, φιλέτο κοτόπουλο στα κάρβουνα, πατατούλες τηγανιτές και ένα κρασάκι που, αν και του ήταν άγνωστο, του έκανε το ανάλογο κλικ.
Μία ώρα μετά κι αφού τέθηκε σε ισχύ άλλος ένας κανόνας από εκείνους που, δεν έχουν εξαίρεση, τσάκιζε στα γρήγορα το επιδόρπιό του, το οποίο ήταν ένα απίστευτα τραγανό καταΐφι ποτισμένο με ελαφρύ σιροπάκι ροδόνερου, γεμισμένο με ρικότα και ψητά, ζαχαρωμένα φρούτα και μπόλικο, τριμμένο φυστίκι Αιγίνης.
Τώρα, γι αυτό το Αιγίνης, δε θα έπαιρνε και όρκο...
Όρκο όμως θα έπαιρνε για το ότι, το γλυκό ξεπέρασε κάθε προσδοκία που είχε κι άνετα θα χτυπούσε άλλο ένα... αν δεν τον είχε χτυπήσει τόσο πολύ το κρασάκι. Το άγνωστο, μέχρι στιγμές νωρίτερα, κρασάκι που, τελικά αποδείχτηκε ευχάριστο, δυνατό και με έντονη επίγευση πεύκου...
Μέσα στην απρόσμενη αυτή ζάλη, ήρθε κι ο κανόνας που λέγαμε πιο πριν, να δώσει το τελειωτικό χτύπημα... αφού, Κυριακή μεσημέρι σε εστιατόριο, δεν υπήρχε περίπτωση να μην σκάσει μύτη ταλαιπωρημένη οικογένεια με δυο μωρά, εκ των οποίων το ένα, αν μη τι άλλο, θα έκλαιγε ασταμάτητα.
Και σε αυτόν τον κανόνα, δεν υπήρχε εξαίρεση.

Παρήγγειλε και μια take away μόκα, πλήρωσε και κατευθύνθηκε προς την άλλη μεριά του πάρκου.
Μια τεχνητή προβλήτα, χώριζε το υπερυψωμένο πάρκο από το νερό, το οποίο είχε αρχίσει να τραβιέται προς τα μέσα, αποκαλύπτοντας εδώ κι εκεί μερικές ξέρες.
Άναψε τσιγάρο και πριν προλάβει να τραβήξει δεύτερη τζούρα, η ματιά του έπεσε πάνω σε μια περίεργη φιγούρα. Σαν να τον χαιρετούσε κάποιος από μακρυά και να του έδειχνε μια συστάδα δέντρων...

Ω, ναι.
Μα, φυσικά... Ήταν ένα Μπαμπουλάκι. Τί άλλο.
Ένα από εκείνα τα φαντασματάκια που, τον είχαν αφήσει μεν να φάει με την ησυχία του αλλά είχαν σκάσει, προφανώς, μύτη, τώρα που βγήκε να χαλαρώσει και να απολαύσει το απογευματάκι του.
Σε εκείνη τη συστάδα δέντρων είχαν κάτσει παλιότερα. Έτσι... Κυριακή απογευματάκι.
Το μαλακισμένο, του θύμισε μέχρι και τί φορούσαν.
Σορτς χακί εκείνος κι εκείνη, άσπρη, μίνι φούστα και από πάνω, ένα...




Γύρισε το βλέμμα του προς τη θάλασσα και το άφησε να χαθεί απέναντι. Στην άλλη όχθη.
Λίγα λεπτά αργότερα, άναβε και δεύτερο. Και τρίτο.
Στο τέταρτο, κοίταξε για λίγο τον εαυτό του στον καθρέφτη.
Είναι στιγμές που, ακόμα και στη μέση του πουθενά, μπορεί κάποιος να βρίσκει έναν καθρέφτη και να κοιτάζει τον εαυτό του κατάμουτρα.
Αγουροξυπνημένος έδειχνε. Κάπως ταλαιπωρημένος.
Αλλά όμορφος... 
Τον κοίταξε λίγο στραβά κι εκείνος του χαμογέλασε...
Και ίσως, εκείνη η στιγμή ήταν η πρώτη φορά, μέσα στη μέρα που, ένιωσε κάπως πιο άνετα.




Όμως, η μπαταρία του κινητού τελείωνε και δε μπορούσε να χαζεύει τα μούτρα του για πολλή ώρα ακόμα. Του έκλεισε το μάτι, τράβηξε και μια selfie να καμαρώνει την ομορφιά του και το έβαλε ξανά στην τσέπη.

Ήταν ήδη περασμένες τέσσερις όταν θυμήθηκε πως, στο δρόμο για το γυρισμό, θα είχε κίνηση μετά τις πέντε.
Είχε αγώνα στο τοπικό στάδιο και οι δρόμοι θα ήταν μπλοκαρισμένοι.
Κι έτσι λοιπόν, με συνοπτικές διαδικασίες, έκανε νόημα στα φαντασματάκια πως, το πάρτυ τους ήταν ως εκεί. Τα χαιρέτησε και ξεκίνησε να βγει στη λεωφόρο.
Μόνο που... είχε πάρει λάθος μονοπάτι.
Εκείνο που τον έβγαλε μακρυά από τη στάση. Εκείνο που τον έκανε να χάσει το λεωφορείο. Εκείνο που τον έφερε να περπατάει τώρα μες στη λεωφόρο, με πέντε χιλιόμετρα υπόλοιπο διαδρομής για το σπίτι...

Αφήνοντας πίσω του την κεντρική διασταύρωση με τον King George road, ανηφόρησε για λίγο την Princess Highway για να στρίψει, μερικά λεπτά αργότερα στο Woniora road, ησυχάζοντας από τη φασαρία της. Θα πήγαινε μέσα από τα στενάκια που δε θα είχε κίνηση. Κυριακή απόγευμα, οι περισσότεροι θα φρόντιζαν τους κήπους τους, το αυτοκίνητό τους ή θα έβγαζαν το σκύλο τους βόλτα τέτοια ώρα.
Μόνο που...

- "Μην τρέχεις εκεί στη στροφίτσα!", άκουσε μια γνώριμη φωνή!
Σταμάτησε και κοίταξε πίσω του...
Κανείς...
- "Ακους;", συνέχισε η φωνή στον ίδιο τόνο, ξεκαρδισμένη στα γέλια.
Μα, αυτή ήταν δική του! Είτε πίσω είτε μπρος είτε γύρω του, όπου κι αν κοιτούσε, δε θα έβλεπε κάποιον άλλο, μιας και η γνώριμη αυτή φωνή, ερχόταν από μέσα του.

- "Ε, καλά... μόνο λίγο!", του απαντούσε μια άλλη, εξίσου γνώριμη φωνή κι εξίσου ξεκαρδισμένη.

Κι εκείνη τη στιγμή, χίλια εννιακόσια εξήντα τρία Μπαμπουλάκια έσκαγαν από το βάθος του δρόμου. Από τη στροφή. Εκείνο το απότομο zig zag στο ύψος του σχολείου.
Λες κι ήταν κρυμμένα στους κήπους των σπιτιών της γειτονιάς... Λες και του είχαν στήσει ενέδρα. Λες και ήξεραν τα σκασμένα από νωρίτερα πως, θα κατέληγε να ξανακάνει μόνος του αυτήν τη διαδρομή.

Γι αυτό κατέληξε σε εκείνο το στενό...
Το σώμα πήγε από μόνο του, αφού γνώριζε καλά το δρόμο αυτό, μιας και τον είχε χαράξει και περπατήσει άπειρες φορές στο παρελθόν, όταν εκείνη τον άφηνε τα πρωινά, εκεί πιο πάνω, πριν πάει στη δουλειά της κι εκείνος γυρνούσε με τα πόδια σπίτι.
Τέσσερα χιλιόμετρα. Κάθε πρωί στις επτά. Δέκα μήνες.
Μέχρι που ξεκίνησε κι εκείνος να δουλεύει κι έπαψε να κάνει πια αυτήν τη διαδρομή.

Κάτι ήταν κι αυτό. Μια άσκηση για εκείνον. Έστω κι έτσι.

Και να που βρισκόταν και πάλι εκεί... Και δεν υπήρχε επιλογή.
Θα έπρεπε να διασχίσει κάθε γειτονιά μέχρι να φτάσει.
Χίλια εννιακόσια εξήντα τρία Μπαμπουλάκια. Τα πιο φοβερά από όλα τα φαντασματάκια της. Να του την έχουν στημένη.
Το μόνο που τον έσωζε ήταν πως, εκείνος είχε έξι παραπάνω.
Δε μπορεί. Θα ήταν αρκετά.
Ακόμα κι αν όλα έπεφταν στη μάχη, σώμα με σώμα, εκείνα τα έξι που θα περίσσευαν, θα μπορούσαν να τον περάσουν απέναντι. Μέχρι το σπίτι.
Αρκεί να...
Αρκεί να άντεχαν τα υπόλοιπα και να μην έπεφτε στη μάχη ούτε ένα.

Κι έτσι κι έκανε.
Και τα χίλια εννιακόσια εξήντα εννέα φαντασματάκια του, ρίχτηκαν με δύναμη.
Κι όσο πλησίαζε στο επόμενο στενό κι όσο οι εικόνες ζωντάνευαν μνήμες έντονες από το πρόσφατο παρελθόν κι όσο σπίτια, κήποι και αυλές ξεφύλλιζαν ημερολόγια δέκα μηνών, τόσο πιο σκληρή γινόταν και η μάχη.

Δυο ζωές μετά, αυτός και τα έξι εναπομείναντα φαντασματάκια του, έφταναν στο σταθμό του τρένου στο Allawah. Δεν άντεχε να περπατήσει άλλο. Δεν είχε νόημα. Δεν του έκανε άλλο αίσθηση μετά από τόση παραίσθηση.
Από κει, θα μπορούσε κάλλιστα να πάρει το τρένο για το σπίτι.
Δυο λεπτά διαδρομή θα ήταν όλα κι όλα.

Άφησε το κορμί του να πέσει με δύναμη στο μπλε, φρεσκοβαμμένο παγκάκι του σταθμού.
Δυο τρένα αργότερα, το δικό του σταματούσε κι άνοιγε τις πόρτες του, φωνάζοντάς τον.

Αυτό το τρένο, δεν θα το έχανε. Είχε χάσει τόσα άλλα.
Και τις δύο πιο πρόσφατες φορές... είχε προλάβει τρένα που πήγαιναν αλλού.

Παραπάτησε καθώς το τρένο ξεκίνησε απότομα, μα άρπαξε τη λαβή ενστικτωδώς.
Θα κρατιώταν ετούτη τη φορά γερά, σε αυτό το τρένο.
Το δικό του τρένο.

Μέχρι να φτάσει σπίτι.
Μέχρι να γυρίσει σπίτι.






...απόσπασμα από το Ημερολόγιο "Τέσσερις Εποχές, Χειμώνας", του Γρ. Κρέζου