Wednesday 29 January 2014

* Ο θεός σου, σου ανήκει… μέχρι να…



Κάποτε, ένας θεός μου είπε…
- "Εγώ ειμί κι άλλος ουδείς"


Βέβαια, δε μου το είπε προσωπικά. Μέσω εντεταλμένων του το άκουσα.
Διαπιστευτήρια; Ποιοι, οι εντεταλμένοι; Όχι. Δεν είχαν. Τουλάχιστον, όχι θεωρημένα. Ξέρεις… Επικυρωμένα. Να πεις ότι είχαν μια σφραγίδα, έστω. Τίποτα.

Απλά… Κατέστρεψαν τα πάντα γύρω μου, οπότε, ή μόνη φωνή όπου άκουγα… ήταν η δική τους. Και, ξέρεις… τότε, Πίστευα. Δεν Ερευνούσα.




Κάπου, Κάποιος, Κάποτε…

- "Δεν τα καταφέρνω. Χρειάζομαι Βοήθεια… Κάποιος θα υπάρχει εκεί Έξω. Δε μπορεί. Κάποιος. Κάποιος μεγαλύτερος κι από το μεγαλύτερο φόβο μου. Κάποιος, όχι απλά να με φυλάει… μα να τον καλώ όποτε έχω ανάγκη και να κάνει τα πάντα για να με βοηθήσει. Κι αν δεν υπάρχει… Ε, κι αν δεν υπάρχει, θα τον Δημιουργήσω. Και θα τον Δημιουργήσω έτσι ώστε να με έχει Δημιουργήσει. Και να με Αγαπάει. Και να με Νοιάζεται. Και να με Φροντίζει".



Κάπου, Ο Ίδιος, Αργότερα…

- "Δεν τα καταφέρνω. Χρειάζομαι Βοήθεια… Πού είναι αυτός που υπάρχει εκεί Έξω; Δε μπορεί. Υπάρχει. Κι είναι μεγαλύτερος κι από το μεγαλύτερο φόβο μου. Μα, όχι μόνο δε με φυλάει… αλλά όποτε τον καλώ, επειδή έχω ανάγκη, δεν κάνει το παραμικρό για να με βοηθήσει. Και υπάρχει! Υπάρχει… τον έχω Δημιουργήσει. Και τον Δημιούργησα έτσι, επειδή με είχε Δημιουργήσει. Μα δε με Αγαπάει. Δε με Νοιάζεται. Δε με Φροντίζει".



Κάπου, Ο Ίδιος και... κάποιος Άλλος, Πολύ Αργότερα...

- "Θα το βασανίζεις πολύ ακόμα;"
- "Γιατί; Δικό σου είναι;"
- "Δικό μου; Όχι… Όχι ακόμα δηλαδή…"
- "Κι ο λόγος που σε κάνει να πιστεύεις ότι, κάποια στιγμή θα είναι δικό σου, είναι…"
- "Θα μου το δώσεις εσύ. Οικειοθελώς. Κι όχι μόνο θα μου το δώσεις… μα, θα με παρακαλάς να το πάρω. Κι όχι για να το ξεφορτωθείς… μα, για να το ανταλλάξεις".
- "Πολύ σίγουρο σε βλέπω. Για λέγε…"
- "Τίποτα… Αυτό μόνο. Τα λέμε…"


- "
Θα βασανίζεσαι πολύ ακόμα;"
- "Γιατί; Δικός σου είμαι;"
- "Δικός μου; Όχι… Όχι ακόμα δηλαδή…"
- "Κι ο λόγος που σε κάνει να πιστεύεις ότι, κάποια στιγμή θα είμαι δικός σου, είναι…"
- "Θα μου δωθείς εσύ. Οικειοθελώς. Κι όχι μόνο θα μου δωθείς… μα, θα με παρακαλάς να σε πάρω. Κι όχι για να σε ξεφορτωθείς… μα, για να σε ανταλλάξεις".
- "Πολύ σίγουρο σε βλέπω. Για λέγε…"
- "Τίποτα… Αυτό μόνο. Τα λέμε…"





Κάπου, Οι Ίδιοι οι Προηγούμενοι, Μα Πολύ Αργότερα...

- "Μήπως κουράστηκες; Θες να σε αφήσω λίγο στην ησυχία σου;"
- "Όχι… κάθε άλλο. Στο κάτω κάτω… το να υπάρχω για εσένα, είναι το μόνο που ξέρω να κάνω".
- "Ναι… δε λέω. Μα, μήπως να έκανες κι ένα διάλειμμα;"
- "Διάλειμμα;"
- "Ναι… ξέρεις. Μακρυά από υποχρεώσεις".
- "Θα τα καταφέρω λες;"
- "Ξέρεις… σκεφτόμουν, αντί να τρέχεις από δω κι από κει… να σου ανοίξω ένα μαγαζάκι. Να έχεις ένα πόστο. Ξέρεις. Ένα σημείο αναφοράς. Τί λες;"
- "Να δέχομαι πελάτες;"
- "Ναι… Ξέρεις. Όσοι Πιστοί, Προσέλθετε…"
- "Κι οι υπόλοιποι;"
- "Ας ψωνίσουν αλλού…"


- "Κουράστηκα… Άσε με στην ησυχία μου".
- "Μα, το να υπάρχεις για εμένα ήταν το μόνο που ήξερες να κάνεις".
- "Ναι… δε λέω. Μα, θέλω να κάνω ένα διάλειμμα".
- "Διάλειμμα;"
- "Ναι… ξέρεις. Μακρυά από υποχρεώσεις".
- "Θα τα καταφέρεις λες;"
- "Ξέρεις… σκεφτόμουν, το μαγαζάκι που μου άνοιξες δεν είναι σε καλό πόστο. Ξέρεις. Χρειάζεται Κεφάλαιο Κίνησης".
- "Τι… δεν πατάνε Πελάτες;"
- "Πελάτες πατάνε. Πρώτες Ύλες δεν μπαίνουν".
- "Τί θες από εμένα;"
- "Εσένα".





…συνεχίζεται




…απόσπασμα από τη σειρά διηγημάτων του Γρ. Κρέζου "Κάποτε, ένας θεός μου είπε…"




Sunday 19 January 2014

* …κι αφήνεσαι στο Καινό



ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ
Ανακινείτε τα πόδια σας στην άμμο, για τυχόν ύπαρξη σαλαχιών
(εποχή επικινδυνότητας Απρίλιος-Οκτώβριος)



    Το μήνυμα στην πινακίδα ήταν ξεκάθαρο…
   Παρά το προστατευτικό δίχτυ, υπήρχε σύσταση της Δημοτικής Αρχής του Kogarah προς τους λουομένους, στην περιοχή του Botany Bay, να ανακινούν κάθε τόσο τα πόδια τους, ανακατεύοντας την άμμο του βυθού ώστε να "παρενοχλούν" και να διώχνουν τυχόν σαλάχια, τα οποία βρίσκονται στην επιφάνειά του.
   Αυτή η "προληπτική ψηλαφιστή επίθεση" έχει κριθεί ως αποτελεσματική, από τους ειδικούς… και μειώνει την πιθανότητα ακούσιου πατήματος του αμέριμνου 'ζωντανού'. Γιατί, ως γνωστόν… τα "Ζωντανά", όταν νιώσουν πως η Ζωή τους κινδυνεύει… δε διστάζουν να Επιτεθούν.

Και μόνο τα… Ζωντανά.


    Να πω ότι τον ένοιαζε; Ψέμα θα είναι. Και ψέματα δε λέω.
Κάποιες παραλήψεις καμιά φορά, ίσως. Μα, ψέματα… ποτέ. Δεν έχω καλή Μνήμη. Γι αυτό κι έκοψα το χούι από μικρός. Αφού πρώτα υπέστην πολλαπλά εγκαύματα από τη συνεχή… έκθεση.
Βλέπεις, το προστατευτικό μου δεν ήταν Αξιόλογο. Μάλλον, Αξιόποινο θα έλεγα πως ήταν.
Έχω όμως Μνήμες. Αναμνήμες. Ξέρεις… Εργοστασιακές. Από Κατασκευής. Όμως αυτές… πιο πολύ μπερδεύουν το σενάριο, παρά το αποσαφηνίζουν.

    Φυσικά και ούτε μία από τις Σκέψεις μου τον απασχόλησε.
Με είδε όμως που τον παρατηρούσα για ώρα, να στέκεται ακίνητος, στην κορυφή της προειδοποιητικής πινακίδας, αδιαφορώντας βέβαια για το περιεχόμενο, μιας και ο Κόσμος στον οποίο η πινακίδα αναφέρετο… ήταν Άλλος από το δικό του. Παράλληλος, ναι. Μα, Άλλος.
  Το βλέμμα του ήταν στραμμένο Νοτιοανατολικά… προς το μικρό άνοιγμα του Κόλπου του Botany. Βγαίνοντας στη θάλασσα της Τασμανίας. Ποιος ξέρει! Ίσως να ήταν κι ο επόμενος σταθμός του. Ίσως περίμενε υπομονετικά, το μπάρκο του Victory προς την Ανταρκτική, για ανεφοδιασμό κι επισκευές στο Σταθμό 23. Ίσως είχε ακούσει ότι πιάνει Hobart. Ίσως και να είχε επαναλάβει το Ταξείδι στο Παρελθόν.
   Όπως και να είχε, έδειχνε γαλήνιος. Άφηνε το ελαφρό αεράκι που, όσο περνούσε η ώρα δυνάμωνε, να τον ταλαντεύει που και που. Σα νανούρισμα. Ίσως. Ίσως όχι.
Ίσως κι απλά, να έπαιρνε τα "βήματα" του ανέμου, για την επόμενη πτήση του. Διεύθυνση, ένταση… κι ό,τι άλλο. Πού ξέρω εγώ από αυτά;
Εγώ το μόνο που έκανα, ήταν να τον κοιτάζω. Το έβλεπα και σαν μια ευκαιρία να μελετ-…

- "Ξέρω…", μου είπε, δίχως να γυρίσει το βλέμμα του προς το μέρος μου, "ψάχνεις το μυστικό. Θέλεις να μάθεις να πετάς".
Ξαφνιάστηκα! Δεν απάντησα. Μόνο τον κοιτούσα.
- "Θέλεις να μάθεις τα βήματα. Να 'κλέψεις' ίσως κάποια φιγούρα. Ναι. Δεν είναι κακό. Δεν είναι κακό να θέλει κανείς. Δεν είμαστε δα και τίποτε κατάδικοι, ε; Τίποτα φυλακισμένοι; Ή μήπως είσαι;"
Συνέχισα να τον κοιτάω, δίχως να είμαι ικανός να αρθρώσω λέξη. Και, τί να του έλεγα; Είχα την κάμερα στραμμένη προς το μέρος του και περίμενα τη στιγμή που θα έκαν-…
- "Κοίτα… κοίτα με! Είναι πολύ απλό", συνέχισε. "Ανοίγεις τα φτερά σου… κι αφήνεσαι στο Κενό!"

   - κλικ! -


   Μόνο όταν είχε ήδη απομακρυνθεί καμιά εικοσαριά μέτρα, γύρισε τη ματιά του προς το μέρος μου. Προφανώς, δεν άντεχε να χάσει το θέαμα…
Ξέρεις. Το χαμένο βλέμμα του προσγειωμένου Ανθρώπου, Δέσμιου της Βαρύτητας που, τον κρατά κολλημένο στη Γη. Ίσως εκείνης των πράξεών του.
   
   Το χαμόγελό του; Ευχαρίστηση. Ικανοποίηση. Ευγνωμοσύνη. Ναι. Μάλλον Ευγνωμοσύνη. Μπορούσε να Ανοίγει τα Φτερά του και να Αφήνεται στο Κενό, υπακούοντας σε άλλους Νόμους και Κανόνες.
Ή τουλάχιστον… μη υπακούοντας σε εκείνους τους Νόμους και Κανόνες που με κρατούσαν κολλημένο στη Γη, με την άμμο κολλημένη στα πόδια μου, την κάμερα κολλημένη στα χέρια μου, το αλάτι της θάλασσας κολλημένο στο κορμί μου, το βλέμμα μου κολλημένο στο φακό, τη Σκέψη κολλημένη στα Λόγια του…

"Ανοίγεις τα Φτερά σου… κι Αφήνεσαι στο Κενό"
- (…)

"…στο Κενό;"


Θεέ μου! Και τί δε θα έδινα να μου το έδινε γραμμένο!
Η μια Σκέψη έδωσε αμέσως τη θέση της στην επόμενη!

- "Στάσου!", του φώναξα, με όλη μου τη δύναμη! "Στάσου! Γύρνα πίσω! Πες μου!"
Ήταν ήδη μακρυά από την ακτή. Πώς να με ακούσει!

- "Στάσου, για όνομα του Θεού!", ξαναφώναξα, αφήνοντας την κάμερα από τα χέρια και φέρνοντας τις παλάμες μου γύρω από το στόμα. 

- "Στο Κενό… το 'Κε', ΠΩΣ ΤΟ ΓΡΑΦΕΙΣ;"








...από την ανέκδοτη συλλογή κειμένων, "Έκανα Μια Σκέψη", του Γρηγόρη Κρέζου, 1969- 










Monday 13 January 2014

* Σκέψεις ΕπιΣκέψεων (ΠλαγιοΜετΟπτική)



…αν και, θα μπορούσε κανείς να το περιγράψει σαν σκηνή αγαπημένη, από cartoons. Ξέρεις, εκείνη που ανοίγεις μια πόρτα κι ακριβώς από πίσω της είναι άλλη μια πόρτα. Και την ανοίγεις κι αυτή, μόνο και μόνο για να βρεις μια τρίτη, μια τέταρτη… κι όλο να ανοίγεις πόρτες κι όλο να υπάρχει ακόμα μία!

Ακόμα μία τί;
Είσοδος; Έξοδος;
Μα, κάθε Είσοδος είναι και μια Έξοδος. Και το αντίστροφο.


Τις προάλλες… (ή μήπως ήταν Μετάλλες;) προσπαθούσα να φανταστώ μια Πόρτα που, να είναι μόνο Έξοδος. Ή μόνο Είσοδος.
Ξέρεις… να τη διαβείς και να πεις, "Εντάξει. Βγήκα από όλα", δίχως να έχεις μπει σε κάποια άλλα. Ή να τη διαβείς και να πεις, "Μπήκα!", δίχως να έχεις βγει από κάπου αλλού!

Άνοιξα κι έκλεισα άπειρες κι ά-πυρες Πόρτες (ή μήπως ήταν Έμπειρες κι Έν-πυρες;) μα, πάντα… από κάπου έβγαινα και κάπου αλλού έμπαινα. Δίχως Τέλος. Μόνο Αρχή... (ή μήπως ήταν Άναρχη;)

Έτσι κι εκείνο το βράδυ. Ένιωθε κάθε τι γύρω του. Άκουγε. Έβλεπε. Κι αυτό ίσως ήταν που τον ενοχλούσε περισσότερο.
Το ότι, έβλεπε
Το ό,τι έβλεπε.
Ότι, το έβλεπε.

Πάλεψε πολύ μέχρι να καταφέρει να δώσει εντολή και στους έξι μύες των βλέφαρών του, για να ανοίξουν. Αν και δεν πίστευε στο concept του Χρόνου, μέχρι το Σήμα (που ξεκίνησε από τον Εγκέφαλό του), να ολοκληρώσει το Ταξείδι του και να φτάσει στον επιθυμητό προορισμό, του φάνηκε πως πέρασαν αιώνες. Κάτι σαν ηλεκτρομαγνητικές παρεμβολές. Το Σήμα χανόταν και κατέληγε αλλού. Κάποια στιγμή κουνήθηκαν τέσσερις μύες στα χείλη. Δυο στα ρουθούνια του. Δυο στο μέτωπό του. ¨Ενας τρίτος ύφωσε το αριστερό του φρύδι. Έδινε την εντύπωση πως, σαν πιλότος, περνάει ένα ένα τα βήματα ενός μακρού check list. Ξέρεις… να επιβεβαιώσει την λειτουργία όλων των οργάνων.
Μέχρι που, επιτέλους… κατάφερε να κινήσει τα βλέφαρά του. Κι εκείνα άνοιξαν.

Μα, θεέ μου! Το θέαμα ίδιο!

Κι αυτή τη φορά, αν τον παρακολουθούσε κάποιος, θα ερχόταν αντιμέτωπος με μια ανατριχιαστική εικόνα. Ή μάλλον… εγώ που, τον παρακολουθούσα, ανατρίχιασα. Κάποιος άλλος, ίσως και να το διασκέδαζε.
Και τώρα ήμουν εγώ εκείνος, του οποίου ο Εγκέφαλος αρνήθηκε να υπακούσει στην οποιαδήποτε εντολή. Ή μάλλον, υπάκουσα σε μία και μόνη. Να τον κοιτάζω ακίνητος.

Τα βλέφαρά του άνοιξαν. Και στο πρόσωπό του, η προηγούμενη έκφραση αγωνίας, από την υπερπροσπάθεια να κινηθεί, αντικαταστάθηκε από μια έκφραση τρόμου! Τα ρουθούνια του άνοιξαν διάπλατα. Στόμα ερμητικά κλειστό με τα χείλη του να τραβιούνται προς τα πίσω και μόνο από τη δεξιά πλευρά! Τα δάκτυλά του έσφιξαν με δύναμη το σεντόνι κι ακούστηκαν διαδοχικά τριξήματα από κάθε κλείδωση τους!
Άρχισε να κουνά το κεφάλι του αριστερά δεξιά με δύναμη. Σαν να προσπαθούσε να τινάξει κάτι πάνω από το πρόσωπό του!
Σαν να αρνούταν να αποδεχθεί αυτό που του συνέβαινε.
Κι όμως!

Συνέβαινε!
Μπροστά στα μάτια μου!

Μπροστά στα… ή μάλλον, μπροστά ΑΠΟ τα μάτια του!

Τα βέφαρά του άνοιξαν μα, κάτω από αυτά… φανερώθηκαν άλλα δυο βλέφαρα. Κλειστά κι αυτά! Που, με τη σειρά τους άνοιξαν… μόνο και μόνο για να φανερωθούν άλλα δυο κλειστά… κι άλλα δύο… κι άλλα δύο…
Κι αυτό συνεχίστηκε  για ώρες. Μέρες. Χρόνια!

Μέχρι που έγειρε το κεφάλι του στο πλάι ξαφνικά. Αριστερά. Κάθε μυς του κορμιού του χαλάρωσε μέσα σε δευτερόλεπτα (ή μήπως ήταν Τριτόλεπτα;) και διπλώθηκε απελπιστικά αργά (αργά σε σχέση προς τι, μη με ρωτάς), σε εμβρυακή στάση, σαν κουρασμένο ελατήριο που επαναφέρεται σταδιακά, καθώς ελαττώνεται η δύναμη εκείνη που το κρατούσε τεντωμένο.
Μέχρι που, εξωτερικά, το Σώμα του έμεινε Ακίνητο.
Μιας και το Μέσα του παρέμενε Αεικίνητο… να επιστρέφει κυνηγώντας κάθε κομμάτι του Εφιάλτη του, για να το ζήσει ξανά και ξανά. Στο Δικό του πλέον έδαφος…
Μέσα.



Τελικά, ίσως αυτός να είναι και ο μόνος τρόπος για να νικήσεις τους Εφιάλτες που σου προκαλεί το Έξω.
Να τους αποδεχθείς. Να τους δελεάσεις. Να τους αφεθείς.
Να τους ανοίξεις την Πόρτα.
Κι όταν εκείνοι μπούνε Μέσα σου, να την κλείσεις Ερμητικά! Ερημιτικά! Να τους παγιδεύσεις μέσα στην Άβυσσό σου και να βουτήξεις μαζί τους, παρασύροντάς τους στα Βάθη που μόνο εσύ γνωρίζεις. Κι εκεί να τους παλέψεις με όλη σου τη δύναμη.

Μέσα!
Μέχρι το Τέλος!
Μέχρι τον Επόμενο.










...από την ανέκδοτη συλλογή κειμένων, "Έκανα Μια Σκέψη", του Γρηγόρη Κρέζου, 1969- 








Tuesday 7 January 2014

* Σκέψεις ΕπιΣκέψεων (Τo Όχι-μα)



"Πώς να ζήσεις όλα τα Ζήσιμα, αν δεν κάψεις κάθε Όχιμα;"

Το διάβασε ξανά… και ξανά. Και κάθε φορά, του ακουγόταν όλο και πιο ξένο. Ίσως από αντίδραση. Το συναίσθημα, του ήταν γνωστό. Ξέρεις… Άρνηση. Μη αποδοχή.

"Μα… και το Όχιμα, στα Ζήσιμα δεν ανήκει;", τόλμησε να ρωτήσει.
Φυσικά, απάντηση δεν υπήρξε. Κι από ποιον να υπάρξει; Το ανησυχητικό θα ήταν, μέσα στην απόλυτη ερημιά του cockpit, να ακουγόταν κάποια άλλη φωνή. Ε, τότε θα τα χρειαζόταν!
"Θεέ μου", σκέφτηκε… "Πόσο μακρυά από την τρέλα είμαι;"

Η Κάθοδος παρέμενε βασανιστικά αργή. Σταθερή μεν. Αργή δε.
Προσπάθησε να φέρει στο μυαλό του την κουβέντα της περασμένης… Μέρας; Νύχτας
Σύμφωνα με το "ημερολόγιο" του σκάφους, θα πρέπει να ήτ-…
"Ημερολόγιο!", γέλασε με αγανάκτηση…

Πόσες, μα πόσες λέξεις κι έννοιες έχει συνθέσει αυτό το "Άνθρωπος" για να περιγράφει, να προσδιορίζει την καθημερινότητά του, σε σχέση με το Χρόνο! Και πόσο Ανεπαρκείς είναι αυτές, έως και Άχρηστες για τις Υψηλότερες αναζητήσεις του!
Πόσες Δεκαετ-…
"Δεκαετίες! Ήμαρτον πια! Ούτε μια Σκέψη δε μπορώ να ολοκληρώσω πλέον!", ούρλιαξε με ακόμα μεγαλύτερη αγανάκτηση…

Όντως… τί νόημα μπορούσε να έχει πλέον ο κάθε, γήινα Ανθρώπινος, προσδιορισμός, με αυτό που ζούσε εκεί; Στο συγκεκριμένο σημείο. Τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή.

Πώς και Γιατί βρέθηκε εκεί; Ίσως και να το μάθαινε φτάνοντας.
Και το αμέσως επόμενο ερώτημα; Φτάνοντας Πού;
Πού ήταν το Εδώ του;
Ποιο ήταν το Εδώ του;
Πώς ήταν το Εδώ του;

Ένας Κόσμος Ξένος. Θολός ακόμα.
Ίσα που διέκρινε τα νέφη της ατμόσφαιρας.
Απλά… σκιές, να περνούν μπροστά από τα μάτια του.
Μάτια του! Τέλος πάντων… Αυτούς τους δυο αισθητήρες στους οποίους όφειλε ένα μεγάλο κομμάτι της ύπαρξής του. Κι αυτό γιατί, είχαν τη δύναμη -και το γνώριζε πλέον- να εκπέμπουν και να λαμβάνουν σήματα από κάθε σημείο του Συν-Παντός. Κι αυτό του εξασφάλιζε πνοή και τροφή καθόλο το Ταξείδι του. Κι αυτό, ήταν Θείο Δώρο.


Στο Σκάφος του, υπήρχαν δυο διαφορετικά Χρονολόγια. Φυσικά, ήταν συχρονισμένα με το ρυθμό ροής του Χρόνου πάνω στη Γη. 
Ένα μηχανικό κι ένα ηλεκτρονικό. Και τα δυο ήταν φτιαγμένα να λειτουργούν σε συνθήκες έλλειψης βαρύτητας. Και τα δυο ήταν κλεισμένα σε ειδικό θάλαμο, μέσα στον οποίο επικρατούσαν συνθήκες τεχνητής έλλειψης βαρύτητας. Ξέρεις. Για υπερδιαστημικά ταξείδια…
Στο Κενό.
Στο Καινό.

Και τα δυο ήταν απλοί καταμετρητές του Τώρα, βάση του Τότε.
Και τα δυο ήταν απαραβίαστα. 

Και τα δυο ήταν... σταματημένα εδώ και πολλά, πολλά χρόνια!
Μάλλον ήταν χρόνια. Ίσως και χτες. Ίσως και να λειτουργούσαν. Αλλά αργά. Πολύ αργά. Σαν σταματημένα.

Το μόνο που δεν έχει σχέση, με οτιδήποτε κι αν καταπιάνεσαι τελικά, είναι ο Χρόνος.
Ο Τόπος; Ελάχιστα. Τον προσαρμόζεις…
Ο Τρόπος; Πάντα!

Σε ακούω να λες πως, Αν δεν Υπάρχει Αρκετός Χρόνος να
Σκέψου τα Mayflies
Ζούνε 24 γήινες ώρες.
Συλλαμβάνονται… εκκολάπτονται… ζευγαρώνουν… γεννούν… πεθαίνουν…
Να ζουν έντονα γύρω στα τριάντα γήινα λεπτά; Ξέρεις. Να τσιμπήσουν κάτι και να βρουν ταίρι;
Μετά, κυοφορία. Μετά γέννα.
Και μετά… Tίτλοι Tέλους.

Εικοσιτέσσερις γήινες ώρες. Μια Ζωή. Σε μία Ημέρα!
Όπως και κάποιοι άνθρωποι... χρειάζονται μόνο μερικά δευτερόλεπτα REM, για να ζήσουν έντονα όσα άλλοι χρειάζονται Ζωές ολόκληρες να προσπαθούν… κι ΑΝ.
Και ΝΑΙ… τα συναισθήματα είναι το ίδιο έντονα στον Ύπνο και στον Ξύπνιο! Και οι Πληγές, πονούν αληθινά! Και μάλιστα, οι πληγές του Ύπνου, πονούν διπλά όταν Ξυπνά κανείς...

Μη μου μιλάς για το Χρόνο.

Μα, αν θες να μου μιλήσεις γι αυτόν, εξήγησέ μου πώς να περιγράψω την Κάθοδο. Τη διάρκειά της. Την ηλικία μου. Αυτά.
Όλα αυτά που στη Γη θα ήταν πολλαπλάσια ή υποπολλαπλάσια ενός Ηλιακού Έτους. Πώς να αναφερθώ σε αυτά Εδώ;
Θα μου δώσεις νέες λέξεις ή νέες σχέσεις;

Με έμαθες να λέω Καλημέρα. Καληνύχτα.
Να μετρώ τις Ώρες. Να τις σκοτώνω.
Να ζητώ ένα Μεροκάματο. Ένα Νυχτοκάματο.
Να κάνω Χρόνια και Ζαρμάν να δω κάποιον.
Να περιμένω Πάλι με Χρόνια με Καιρούς, πάλι δικά μου να'ναι.
Να περιμένω Μια Ζωή.
Να μετρώ Λεπτό με το Λεπτό.
Να λέω Βδομάδα. Μηνιάτικο. Ετήσιος.
Να χάνω τη ζωή μου σε Κλάσματα του Δευτερολέπτου.

Με στοίχειωσες, λόγω της εμμονής σου στην περιστροφή ενός Πλανήτη γύρω από ένα Άστρο. Που, στην τελική, αν το δεις στην πραγματική μορφή του… μόνο περιστροφή δεν είναι!
Μα, ακόμα κι αν ήταν...
Ε, και;

Ποιο το καλό;
Σε τί σε οφέλησε το να μετράς το Χρόνο;
Έμαθες από το Τότε;
Ζεις το Τώρα;
Γνωρίζεις το Μετά;
Τί σε απασχολεί τόσο πια ο Χρόνος!

Να ζήσω τα Ζήσιμα…
Να κάψω τα Όχι-μα…

Κάθε ΟΧΙ και κάθε ΜΑ… δεν ανήκει στα Ζήσιμα;
Κάθε τι που δεν αρνήθηκα, δεν απασχόλησε κομμάτι της ζωής μου;
Πώς θα τα Κάψω, αν δεν τα Ζήσω κι αυτά;
Αφήνοντάς τα στην Άκρη;
Μας στοιχειώνουν τα Ζησμένα… να μας στοιχειώσουν και τα Άζητα;

Ξέρω. Θα πεις, "Περνά ο Χρόνος. Τί θα μας μείνει; Πόσο; Κι αν ένα Mayfly βολεύεται με 24 γήινες Ώρες Ζωής, θα πρέπει να βολευτώ κι εγώ που, έχω τόσα να δώσω και θέλω άλλα τόσα να πάρω; Τόσα να ΣυνΖήσω; Να ΣυνΑλλάξω; Να ΣυνΒιώσω;"

"Δε μου φτάνει το όσο. Είμαι Άνθρωπος."
"Είμαι Άνθρ-…"

Κι εκεί θα σωπάσεις.
Γιατί θα θυμηθείς ότι εσύ… Δεν Είσαι απλά, ένας Άνθρωπος.
Γιατί θα θυμηθείς ότι εσύ… Δεν Είσαι ένας Απλός Άνθρωπος.
Γιατί θα θυμηθείς ότι εσύ… Απλά, Δεν Είσαι Ένας Άνθρωπος.

Δεν είσαι ΕΝΑΣ Άνθρωπος!

"Χρόνος!", φώναξε και πάλι κοιτάζοντας, ειρωνικά, τα δυο σταματημένα Χρονολόγια στα μάτια.
Εκείνα, χαμογέλασαν και βυθίστηκαν και πάλι στον Ύπνο τους. Κρατώντας μέσα τους γήινες δεκαετίες ζωής. Τέσσερις. Και Τέσσερα χρόνια. Μα, αυτός δεν ήταν σε θέση να το γνωρίζει.
Και τα δυο ήταν... σταματημένα εδώ και πολλά, πολλά χρόνια!
Μάλλον ήταν χρόνια. Ίσως και χτες. Ίσως και να λειτουργούσαν. Αλλά αργά. Πολύ αργά. Σαν σταματημένα.


"Πώς να ζήσεις όλα τα Ζήσιμα, αν δεν κάψεις κάθε Όχι-μα;"
Το διάβασε ξανά… και ξανά. Και κάθε φορά, του ακουγόταν όλο και πιο οικείο.

- "Παραμιλάς πάλι, Ερμή;", τον ρώτησα.


Το αίμα του αρνήθηκε να βγει από την καρδιά, για αρκετά Δευτερόλεπτα. Τρόμαξε. Λιποθύμησε. Είχε ξεχάσει και πάλι την ύπαρξή μου. Τον έβαλα να κοιμηθεί και ενεργοποίησα την επιλογή "Βυθός", στο Surroundings Simulation menu του δωματίου του.



"Δευτερόλεπτα!", μονολόγησα κι εγώ. "Πόσο μα, πόσο δεμένοι είμαστε με την περιστροφή ενός Πλανήτη, κάποτε, γύρω από ένα Άστρο!"

Βυθίστηκα κι εγώ με τη σειρά μου στο κάθισμα του Κυβερνήτη και πήρα το πηδάλιο στα χέρια μου...
Το άφησα αμέσως, χαμογελώντας.

Έτσι κι αλλιώς… όποια πορεία κι αν χαράζαμε, όποιους σταθμούς κι αν επιλέγαμε, ο Προορισμός ήταν Ένας.








…συνεχίζεται





...από την ανέκδοτη συλλογή κειμένων, "Έκανα Μια Σκέψη", του Γρηγόρη Κρέζου, 1969-