Friday 18 July 2014

* Το αυτόν...






- "Το αυτόν…", αποκρίθηκες, χαμηλώνοντας το βλέμμα.

Βέβαια, αν τα λόγια μου ήταν, "Είμαι πολύ κουρασμένος σήμερα…", η απόκρισή σου θα ήταν, "…κι εγώ! Πολύ!" και διόλου δε θα χαμήλωνε το βλέμμα. Κι ας ακουγόταν αυτό το "…κι εγώ! Πολύ!", στο Σύν-Παν όλο.
Μόνο που…
Μόνο που τα λόγια μου ήταν, "Σε αγαπώ!"
Και τα είχα στείλει κατευθείαν στην καρδιά σου μέσα. Μακριά από ξένα βλέμματα και αυτιά που πονηρεύουν.
Κι όμως…
Κι όμως, η απόκρισή σου ήταν, "Το αυτόν...".

Κι αν τα λόγια μου ήταν, "Δεν έχω φάει τίποτα από το πρωί. Πεινάω τρομερά…", η απόκρισή σου θα ήταν, "…κι εγώ! Πολύ!" και διόλου δε θα χαμήλωνε το βλέμμα. Κι ας ακουγόταν αυτό το "…κι εγώ! Πολύ!", στο Σύν-Παν όλο.
Μόνο που…
Μόνο που τα λόγια μου ήταν, "Σε αγαπώ!"
Και τα είχα στείλει κατευθείαν στην καρδιά σου μέσα. Μακριά από ξένα βλέμματα και αυτιά που πονηρεύουν.
Κι όμως…
Κι όμως, η απόκρισή σου ήταν, "Το αυτόν...".

Κι αν τα λόγια μου ήταν, "Δεν έχεις ιδέα πόσο μισώ το να τρέχω στο γραφείο τις Δευτέρες!", η απόκρισή σου θα ήταν, "…κι εγώ! Πολύ!" και διόλου δε θα χαμήλωνε το βλέμμα. Κι ας ακουγόταν αυτό το "…κι εγώ! Πολύ!", στο Σύν-Παν όλο.
Μόνο που…
Μόνο που τα λόγια μου ήταν, "Σε αγαπώ!"
Και τα είχα στείλει κατευθείαν στην καρδιά σου μέσα. Μακριά από ξένα βλέμματα και αυτιά που πονηρεύουν.
Κι όμως…
Κι όμως, η απόκρισή σου ήταν, "Το αυτόν...".


Σου θύμισα πως, ήταν Δευτέρα κι ότι, είχε λαϊκή στο δρόμο για το γραφείο. Μου ζήτησες να πάρω λίγες μαρίδες, άμα έβρισκα και κάνα χόρτο για σαλάτα. Και να τα φέρω το απόγευμα στο σπίτι.
- "Τις λατρεύω τις μαρίδες", ήταν τα λόγια μου.
- "Κι εγώ! Πολύ!", ήταν η απόκρισή σου.

Σήκωσα το βλέμμα θυμωμένος…
Μα ήσουν ήδη μακρυά. Στην άλλη πλευρά του Χρόνου.

Ίσως και να μην ανταλλάξαμε ποτέ αυτά τα λόγια.
Σίγουρα όμως, τα έχουν ανταλλάξει άλλοι. 
Σίγουρα κάπου έχουν ειπωθεί.

Σε ένα λιμάνι, μέρα... και να πονά ακόμα.
Σε μια παράγκα, βράδυ... και να πεινά το σώμα.
Ίσως σε κάποιο στίχο. Ίσως γενούν βιβλίο.
Ίσως σε κάποιο Σύν-Παν. Ίσως γεννούν το Χρόνο.

…δε βρήκα τελικά μαρίδες. Πήρα μερικά σαφρίδια, λεμόνια και δυο κιλά βλήτα. Μου έδωσε διπλή σακούλα και τα έχωσα μές στην κατάψυξη, να μην μυρίσει όλο το γραφείο.




…απόσπασμα από τη συν-λογή κειμένων "Κρυφάκουγα πάνω από τα σύννεφα", του Γρ. Κρέζου, 1969-