Thursday 24 October 2013

* Μόνο Ταξείδι... (2)



   ...κι αυτό γιατί φθάνοντας, το πρώτο που αντίκρυσαν ήταν οι δυο μεγάλες πέτρες στην πρύμνη μιας σάπιας, τσακισμένης βάρκας, στην άκρη της παραλίας.
- "Θυμάσαι;"
- "Πώς θα μπορούσα να ξεχάσω;"
- "Πόσα χρόνια να έχουν περάσει;"
- "Ανθρώπινα;"
- "Μα... είμαστε άνθρωποι εμείς;"
- "Τότε, τί ρωτάς;"

   Ανέπνευσαν κι οι δυο βαθειά και κοίταξαν τριγύρω. Ο αέρας, αν και παγωμένος, τους έκαψε τα πνευμόνια μονομιάς. Φάνηκε στο πρόσωπό τους. Αυτό το βλέμμα αγωνίας όταν, καμιά φορά, είσαι άρρωστος. Ξέρεις. Όταν νιώθεις πως, αν κάνεις το λάθος και βήξεις, δε θα σταματάς με τίποτα. Αυτό που βγαίνει σαν πνίξιμο, σαν καθάρισμα του λάρυγγα. Αυτό που κάνει τους αδένες σου να εκκρίνουν περισσότερο σάλιο. Να μαλακώσει λίγο η πληγή.
Ξέρεις... αυτό το κόλπο που ποτέ δεν πιάνει...

   Προχώρησαν προς τη βάρκα. Άγγιξαν με τα ακροδάκτυλά τους ό,τι είχε απομείνει από αυτό που ήταν κάποτε η Κουπαστή. Ίδια αίσθηση. Έτσι, σάπια και τσακισμένη ήταν και τότε. Κι όμως, αυτή θα τους πήγαινε στις Τέσσερεις Άκρες της Γης. Μα και στις Πέντε Θάλασσες. Φτάνει να το αποφάσιζαν. Μαζί...
   
- "Λες να υπάρχει ακόμα;"
- "Τρέμω. Κράτησέ με."
- "Πότε σε άφησα;"
- "Δεν ξέρω. Απλά. Κάνε το."

   Κρατώντας την από το χέρι, πλησίασαν τις δυο πέτρες. Κι οι δυο καρδιές κτυπούσαν δυνατά.
Είχαν περάσει πολλά χρόνια από τότε. Χρόνια Ανθρώπινα. Ποιος να θυμάται πόσα! Και, εδώ που τα λέμε... και ποιος νοιάζεται. Αρκεί που, κάποτε, υπήρξε η Πρώτη φορά και τώρα ετούτη εδώ. Σήμερα. Η Δεύτερη. Σε αυτήν εδώ την Παραλία.


   Πιο πάνω στην πλαγιά, ο βοσκός παρακολουθούσε τη σκηνή κι ευλογούσε το θείο τούτο δώρο. Μέσα στη μοναξιά του χειμώνα, το να δεις κάποιον ξένο σε ετούτη την, ξεχασμένη κι από τους θεούς, παραλία ήταν γεγονός που αποκτούσε ιδιαίτερη σημασία... και μάλιστα ξένους όπως αυτός εκεί κάτω, δίπλα στη βάρκα. Στη σάπια, τσακισμένη από το κύμα που την ξέβρασε, βάρκα. Μισόκλεισε τα μάτια μπας και δει πιο ξεκάθαρα. Να'ταν άντρας, για γυναίκα εκεί κάτω; Σα να άκουσε δυο διαφορετικές φωνές να συζητούν.

Σίγουρα οι θεοί σήμερα ήταν μαζί του... Μέχρι να γυρίσει το κοπάδι του από τη βοσκή, αν μη τι άλλο ετούτος εδώ ο ξένος, του προσέφερε μια μοναδική παράσταση... για ήταν γυναίκα τελικά;
- "Να 'μουνα για μια στιγμή τρα'ί να σκαρφαλώνω 'πα στα βράχια. Να'βλεπα καλύτερα... Άντρας είναι αυτός ρε εκεί δα, για γυναίκα;"
   Πιο πέρα, ο Πάνας χαμογέλασε... και του 'κανε τη χάρη!



- "Κοίτα εκεί πάνω! Καλά, πώς τα καταφέρνουν! Θεέ μου! Θα πέσει... θα πέσει! Θα... Τρελοκάτσικο! Πώς τα καταφέρνουν!"

- "Τί νούμερο παπούτσι φοράς;"
- "Έ; Καλά... τί ερώτηση είναι αυτή;"
- "Δεν θέλει δα και πτυχίο... Τί νούμερο παπούτσι φοράς, ρώτησα."
- "Σαραντατρία... Σαραντατέσσερα... γιατί ρωτάς;"
- "Τόσο χώρο χρειάζεσαι για να σταθείς στα πόδια σου, σε τούτη εδώ τη Γη."
- "Τί εννοείς;"
- "Ρωτάς για τα κατσίκια... Πώς μπορούν και σκαρφαλώνουν πάνω στα βράχια..."
- "Ναι... και;"
- "Δεν είναι δα και τόσο δύσκολο... Τί χώρο πια χρειάζεται μια οπλή, για να πατήσει;"
- "Μα, είναι τέσσερεις..."
- "Ας είναι. Κι εσύ... Για να σταθείς κάτω από Ήλιο και Σελήνη, δυο παπούτσια χώρο θέλεις κι είναι αρκετός... Σαραντατρία. Σαραντατέσσερα. Τυχαίο κι αυτό, ε;"
- "Ναι. Όπως κι όλα τα άλλα."
- "Για κοίτα κείνον κει τον τράγο... Το 'χει λες; Σα να φοβάται δείχνει..."
- "Ναι. Σα να φοβάται. Σαν ξένος μες στο σώμα..."

   Τα δάκτυλά τους άγγιξαν
ταυτόχρονα τις πέτρες. Είχαν ασπρίσει από τον ήλιο και κάθε εσοχή τους είχε γεμίσει άρμη. Όπως και κάθε τί άλλο στη ζωή τους, ταυτόχρονα, έφεραν ένα δάκτυλο στη γλώσσα... Γνώριμη γεύση. Από παλιά.
Είχαν περάσει πολλά χρόνια από τότε. Χρόνια Ανθρώπινα. Ποιος να θυμάται πόσα! Και, εδώ που τα λέμε... και ποιος νοιάζεται. Αρκεί που, κάποτε, υπήρξε η Πρώτη φορά και τώρα ετούτη εδώ. Σήμερα. Η Δεύτερη. Σε αυτήν εδώ την Παραλία.


   Το βλέμμα στα μάτια του βοσκού είχε παγώσει! Όπως και το αίμα του. Το ύψος, σαν Σειρήνα, τον καλούσε να παραδοθεί! Χάρη και Τιμωρία! Τα γόνατά του, κομμένα! Και τα τέσσερα!

- "Θεοί! Ω, Θεοί! Πώς έγινε αυτό! Πώς! Μα, τόσες Χάρες ζήτησα ως τώρα στη Ζωή μου! Αυτήν αποφασίσατε να μου τηνε χαρίσ'τε; Ας γίνω Άνθρωπος ξανά! Ακούτε; Τώρα δα! Κάντε με Άνθρωπο ξανά!!!"
   
   Πιο δίπλα, ο Πάνας κούνησε απογοητευμένος το κεφάλι του και μονολόγησε...
- "Αλήθεια άνθρωποι... Αλήθεια πια! Μα τον Δία! Πότε θα μάθετε να κάνετε Ευχές; Πότε; Πότε θ' αρχίσετε τη λογική να βάλτε στην Ευχή σας εφόσον, κάθε Θέλω σας, δεν είναι της Ψυχής σας; Γιατί η Καρδιά σαν Εύχεται, βουτάει μες στη λήθη κι όταν υψώνεται ξανά, τίποτα δεν της λείπει. Πότε πια; Πότε;"




- "Άκουσες κάτι;"

- "Μπα. Μόνο εκείνο το τραγί που μοιάζει τρομαγμένο... Βελάζει το κακόμοιρο. Δείχνει παγιδευμένο."
- "Θα βρει κι αυτό το δρόμο του. Όπως κι όλα τ' άλλα."
- "Λοιπόν; Θα τη σηκώσεις εσύ;"
- "Ναι... το θέλω. Το θέλω πολύ! Μπορώ;"
- "Ναι. Φυσικά... Φυσικά και μπορείς. Μόνο εσύ μπορείς. Το ξέρεις..."

   Οι δυο πέτρες στην πρύμνη της βάρκας, ήταν μια Υπόσχεση παλιά. Από την Αρχή του Χρόνου. Ήταν οι Συμπληγάδες τους! Όρκος βαρύς, αιώνιος και στοίχημα συνάμα.


Τότε, την Πρώτη την φορά, όταν συναντηθήκαν...
είχαν ένα Κυκλάμινο. Στο χέρι. Ο καθένας.
Είπαν πως, άμα χώριζαν... Ανθρώποι αν γινόνταν...
όσο μακρυά κι αν βρίσκονταν ότι, θα αναζητώνταν.
Και όσα κι αν τους χώριζαν, πως θα τα ξεπερνούσαν
κι ότι, στην παραλία τούτη εδώ πως, θα ξαναγυρνούσαν!

Κείνα τα δυο Κυκλάμινα, ανάμεσα στις πέτρες,
αν είχαν μείνει Ζωντανά όλα αυτά τα Χρόνια,
θα 'τανε χάρη απ' τους θεούς. Θα 'ταν μαζί Αιώνια.

   Κοίταξαν και πάλι τριγύρω. Ήταν μόνοι. Όσο μόνοι μπορούσαν να νιώθουν σε μια τόσο μικρή μεν παραλία... αλλά με ένα κοπάδι αγριοκάτσικα, σκορπισμένα επάνω στα βράχια, που υψώνονταν γύρω τους. Σαν σε Αρένα. Μονομάχοι. Μόνο Μάχη. Μόνοι.
Ησυχία! Ξαφνικά, κάθε κίνηση, κάθε βέλασμα, κάθε θρόισμα των φύλλων είχε σταματήσει! Μόνο νερό. Θάλασσα. Γαλαζοπράσινο νερό να σβήνει στην παραλία. Σαν ανάσα.

   Με το χέρι του να τρέμει, και με τους κτύπους της καρδιάς του, να προσπαθούν να σπάσουνε το στήθος σε κομμάτια, της έσφιξε δυνατά το χέρι πριν το αφήσει.

- "Όλα Καλά. Ό,τι."
- "Όλα Καλά. Όπως."

   Της άφησε το χέρι κι έφερε και τα δυο του πάνω από την πέτρα, κάτω από την οποία ήταν τα δυο Κυκλάμινα. Αν ήταν εκεί ακόμα. Αν δεν είχε παίξει η μοίρα κάποιο, ακόμα χειρότερο, παιχνίδι από το να είναι και τα δυο νεκρά. Τουλάχιστον, σε μια τέτοια περίπτωση θα...

- "Όχι. όχι. Δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση. Δεν!"
Έδιωξε τη σκέψη από το μυαλό και πήρε μια βαθειά ανάσα. Ένιωσε το βάρος της πέτρας, έσφιξε τα δάκτυλα πάνω της κι άρχισε να τη σηκώνει. Χιλιοστό με χιλιοστό...
Εκείνη, όλη αυτήν την ώρα, τον κοιτούσε σιωπηλά. Θα έλεγε κανείς πως είχε τα μάτια της κλειστά. Σαν να 'κανε μία Ευχή ακόμα. 
Ακόμα μία.


   Ό βοσκός, έντρομος, γαντζωμένος πάνω στο βράχο, προσπαθούσε να συνέλθει. Να βρει ρυθμό ο παλμός του. Να βρει το δρόμο η Σκέψη. Να γίνει Λογική. Πώς βρέθηκε εκεί πάνω; Πώς; Δεν ήταν δυνατόν! Πώς θα κατέβαινε από εκεί; Πώς;
Η ματιά του παρόλα αυτά, έπεσε στον ξένο, στην παραλία. Από εκεί τον έβλεπε πιο καθαρά. Εξακολουθούσε όμως να ακούει δυο φωνές. Μια ανδρική. Μια γυναικεία. Να ήταν άνδρας τελικά, για ήταν γυναίκα; Και τί παλεύει εκεί δα την πέτρα να σηκώσει; Μονάχος; Μπα, αδύνατον! Μονάχη; Ξέχασέ το!
Μια κραυγή βοήθειας του έπνιγε τα στήθη. Μα ήταν η περιέργεια που του 'δινε οξυγόνο. 
Κι άμα δεν τα κατάφερνε να κατεβεί το βράχο, θα βούταγε στη θάλασσα κι ας έφτανε στον πάτο... Μόνο να μάθαινε γιατί. Τί ήθελε ο ξένος, μονάχος κει στη ερημιά στη σάπια βάρκα δίπλα. Γιατί την πέτρα σήκωνε; Τί έκρυβε, αλήθεια;
Να ήταν άνδρας τελικά; Για ήτανε γυναίκα;



   
Αργά και βασανιστικά, συνέχισε να σηκώνει την πέτρα. Για να κρατήσει η στιγμή όσο περισσότερο γινόταν. Σε περίπτωση που...
- "Θέλω."
- "Θέλω."
- "Τρέμω. Κι αν..."
- "Μάτια μου Πράσινα. "
- "Θάλασσά μου Άλλη."
- "Όλα Καλά. 'Ο,τι. Όπως."
- (...)
- "Κάνε το!"



...συνεχίζεται








...απόσπασμα από τη ζωή της Θεοδώρας Ζαφειρίου, "Μόνο Ταξείδι"
Εκδόσεις ΟΔΟΙΠΟΡΟΣ, 2013 





Sunday 20 October 2013

* Η Σοφίτα με τις Αντιχύσεις...


- Ωραίο μέρος διάλεξες πάλι... -άλεξες πάλι... -άλι...
- Τί ακριβώς δε σου αρέσει εδώ;
- Τι θα μπορούσε να μ' αρέσει εδώ; -ρέσει εδώ... -δώ...
- Δεν ξέρω. Τα πάντα...



- Το προηγούμενο εργαστήρι ήταν πολύ καλύτερο... -λύ καλύτερο... - ύτερο...

- Τί ακριβώς σου άρεσε εκεί;

- Τί θα μπορούσε να μη μου άρεσε εκεί; -ρεσε εκεί... -κει...

- Δεν ξέρω. Τα πάντα...

- Με τρομάζει μάλλον που είναι πιο στενός ο χώρος... -νός ο χώρος... -ώρος...
- Και τί από όλα σε τρομάζει;
- Τί θα μπορούσε να μη με τρομάζει εδώ; -ζει εδώ... -δώ...
- Δεν ξέρω. Τίποτα...

- Το προηγούμενο ήταν σαφώς πιο ευρύχωρο... -φώς πιο ευρύχωρο... -ύχωρο...
- Και τί παραπάνω είχες εκεί;
- Τί θα μπορούσα να μην είχα εκεί; -είχα εκεί... -κει...
- Δεν ξέρω. Τίποτα...


- Πρόσεξες κάτι τόση ώρα; -όση ώρα... -ώρα...
- Ναι... και δεν τολμώ να το αναφέρω καν!
- Πώς γίνεται άραγ' αυτό; -ραγ' αυτό... -τό...
- Δεν ξέρω. Δεν ξέρω τα πάντα!

- Θυμάμαι την πρώτη φορά που Ξυπνήσαμε τη Μέρα... -αμε τη Μέρα... -Μέρα...
- Ναι... τολμώ να το θυμάμαι που και που...
- Λες να είναι ιδέα μας οι Αναμνήμες; -ναμνήμες... -μες...
- Δεν ξέρω. Δεν ξέρω τίποτα!


- Να δοκιμάζαμε μήπως να αλλάξουμε τη δόση; -άξουμε τη δόση... -δόση...
- Φρόντισε μονάχα μην το χύσεις.
- Λες να γίνει καμιά έκρηξη; -έκρηξη... -ξη...
- Όχι. Μα ίσως δυναμώσουνε οι Αντιχύσεις...

- Ανησυχείς μην σπάσει ο δοκιμαστικός σωλήνας; -κός σωλήνας... -λήνας...
- Κράτα τον γερά. Το υπόσχεσαι;
- Το θέμα είναι, πού να τον ακουμπήσω... -κουμπήσω... -σω...
- Όσο γι αυτό, έχω τετρακόσια δεκατρία μέρη να σου προτείνω...


- Όλα καλά;
- (!)
- Ώχ! Το πρόσεξες κι εσύ, ε;
- Ναι... Πώς και σταμάτησε!

- Προηγουμένως, μόνο οι λέξεις οι δικές μου Αντιχύσαν...
- Ναι. ήταν μάλλον οι δυο φωνές του Χρόνου.
- (;)
- Ξέρεις... τα Πρέπει και τα Θέλω.

- ...Βοήθα;
- Να. Τα Πρέπει του Χτες με τα Θέλω του Σήμερα.
- (...)
- Ίσως πάλι... Τα Θέλω του Χτες με τα Πρέπει του Σήμερα...

- Η αλήθεια είναι ότι, δεν βοήθησε η διευκρίνιση...
- Να... Ξέρεις. Επαναλαμβάνονται για να επικρατήσουν το ένα του άλλου.
- Και ποιο είναι το πιο ισχυρό από όλα;
- Δεν ξέρω. Τα δικά σου λόγια Αντιχύσαν μόνο... -ύσαν μόνο... -μόνο...


- (!)
- (;)
- Πώς; Τί έγινε; Κι εσύ Αντίχυση;
- Αυτό ήταν απλά Αντήχηση... -ήχηση... -ση...
Στο είπα από την αρχή ότι μ' αρέσει το νέο εργαστήριο... -στήριο... -ριο...



- Τώρα που το ξαναβλέπω, μ' αρέσει κι εμένα τελικά... -ένα τελικά... -λικά...
- Ναι. Κάποια πράγματα τα βλέπεις μόνο Αγαπώντας... -απόντας... -όντας...



- Χαχαα... Αντιχύσαμε μαζί! -ύσαμε μαζί... -μαζεί... -ζει...
- Χαχαα... Αντιχύσαμε μαζί! -ύσαμε μαζί... -μαζεί... -ζει...






...απόσπασμα από το βιβλίο του Hermes Quant, "Échos dans le Grenier" - 2013

Εκδόσεις, présage











Thursday 17 October 2013

* Μόνο Ταξείδι...


   Δεν θα την αποκαλούσες "Επιτυχημένη Προσγείωση"...
Κι αν το καλοσκεφτόσουν, ούτε καν "Προσγείωση" θα την έλεγες!
   Απλά... έπεσε άτσαλα και με φόρα στο χώμα κι αφού στριφογύρισε άπειρες φορές, σταμάτησε απότομα στον κορμό μιας Ιτιάς. Περίεργο συναίσθημα. Είχε ακούσει για τον Πόνο... Της τον είχαν περιγράψει και... είχε ακούσει αλλά και δει με τα μάτια της, Ανθρώπους που Πονούσαν.
   Ήξερε ότι, θα ήταν κάπως άβολο συναίσθημα. Ενοχλητικό. Μόνο που, σε καμιά περίπτωση, δεν της ήταν εκείνη την εποχή δυνατό, να αντιληφθεί, τί ακριβώς σήμαινε. Το πώς νιώθεται αυτό το Πόνος, όταν ξεκινήσει...
   Έγιναν όλα τόσο γρήγορα! Μα πώς; Από τη μια στιγμή στην άλλη! 

Η τελευταία σκηνή που αντίκρυσε, ήταν Εκείνος!
Ερχόταν με ταχύτητα από τη στροφή του δρόμου και...

Τα μάτια της έκλεισαν. Σκοτάδι.




   Ήταν η δεύτερη φορά που έκανε αυτήν τη διαδρομή. Ήταν σίγουρος ότι, δεν είχε χαθεί. Το GPS του είχε να ακουστεί πολλή ώρα, πέρα από τις τακτές υπενθυμίσεις της απόστασης από τον προορισμό.
   Ήταν υπέροχο απόγευμα, μετά από έντονη βροχή και το αχνό Ουράνιο Τόξο, λες κι έσβηνε στο τέλος της ευθείας...
   - "Αυτή τη φορά, θα σε πιάσω!", μονολόγησε και πάτησε τέρμα το γκάζι. Ο δρόμος ήταν άδειος έτσι κι αλλιώς και στην οθόνη του GPS η στροφή που πλησίαζε, έδειχνε, αν μη τι άλλο, αδιάφορη.

   Φτάνοντας στη στροφή όμως, ένιωσε ένα ρίγος να διαπερνά την σπονδυλική του στήλη. Πιο πολύ, σαν παγωμένο νερό, παρά ηλεκτρισμός. Στο βάθος και γύρω στα σαράντα μέτρα, ένα σώμα ντυμένο στα Λευκά, ξαπλωμένο στις ρίζες μιας Ιτιάς. Ακίνητο! Η αντίδρασή του ανύπαρκτη!
   Έφυγε από το οδόστρωμα με μεγάλη ταχύτητα και σε πορεία σύγκρουσης με μια Κρανιά.Ήταν ανήμπορος να κάνει το παραμικρό.

Η τελευταία σκηνή που αντίκρυσε, ήταν Εκείνη!
- "Όλα καλά", αναφώνησε λίγο πριν να...

Τα μάτια του έκλεισαν. Σκοτάδι.




   Ήταν λίγο μετά τις 11 το βράδυ, όταν άνοιξε τα μάτια της για πρώτη φορά.
   Για να λέμε την αλήθεια, δεν κατάλαβε και μεγάλη διαφορά ανοίγοντάς τα. Μόνο το φως από τα αστέρια έδεινε αφορμή στο μυαλό, να έχει κάτι να καταγράψει. Το σκοτάδι γύρω ήταν βαθύ. Κι ο Πόνος σε όλο το κορμί της, το ίδιο. Βαθύς... κι από άκρη σε άκρη.
   Δεν ένιωθε κρύο ή ζέστη. Μόνο Πόνο. Δηλαδή, εδώ που τα λέμε, δεν ήταν και σίγουρη αλλά, Πόνος θα πρέπει να ήταν. Τί άλλο; Σαν να σε ενοχλεί ένα σημείο του σώματός σου, τόσο πολύ που, να εύχεσαι να μην ήταν δικό σου... Να, κάπως έτσι.

   Κοίταξε γύρω της από ένστικτο. Δε θυμόταν το πώς βρέθηκε σε αυτό το σημείο. Μόνο που... μόνο που κάτι της έλεγε πως, κάπου εκεί κοντά, υπήρχε κάτι που έπρεπε να βρει το συντομότερο δυνατό! Κάτι... Κάποιος...
Κι έπρεπε να το αγγίξει πριν να είναι αργά!

   'Πόσο αργά να είναι το Αργά', αναρωτήθηκε.
Με δυσκολία, έκοψε την επαφή με κάθε Σκέψη και προσπάθησε να ακούσει. Μιαν ανάσα να βγαίνει από ένα Στόμα. Τον κτύπο μιας Καρδιάς. Το ανοιγόκλεισμα δυο Ματιών. Κάτι.
Ένα σημάδι επιτέλους!

Άρχισε σιγά σιγά να θυμάται. Μα, ναι! Κάπου εκεί, υπήρχε Εκείνος!

Έπρεπε να τον βρει!




   Άνοιξε με δυσκολία τα μάτια του. Το πρώτο πράγμα που αντίκρυσε ήταν η οθόνη του GPS του! Τόσο κοντά του, τόσο φωτεινή που τον τύφλωνε! Στην άκρη της οθόνης, η ώρα ήταν 11:22' το βράδυ, 14 Απριλίου. Η ραγισμένη πια οθόνη δεν έδειχνε το έτος μα... πόσο αδιάφορη του ήταν κάθε τέτοια πληροφορία!
Πόσο αδιάφορος του ήταν πια ο τρόπος που, αυτό το μικροπρεπές "Άνθρωπος", έχει μάθει να ταξινομεί τις στιγμές της Ζωής του!
   Χρόνια, Μήνες, Μέρες, Ώρες και Λεπτά! Πόσο ασήμαντα είναι όταν έρχεται η συγκεκριμένη στιγμή του Check Out. Και να σκεφτείς ότι, κάποιοι μετρούν ακόμα και τα Δευτερόλεπτα!
   Βέβαια, η αλήθεια να λέγεται, ακόμα κι αυτό το ίδιο το GPS που τον έφερε μέχρι εκεί, για να λειτουργήσει σωστά, όχι μόνο βασίζεται στο "Χρόνος"... αλλά συνυπολογίζει και τη σχετική διαφορά που αυτός κυλά σε Γη και Διάστημα, προκειμένου να βρει το ακριβές στίγμα που στέλνει ο Δορυφόρος. Ίσως, μια από τις φωτεινές στιγμές του Αϊνστάιν.

   Το κορμί του ολόκληρο πονούσε. Όμως, ένιωθε κάθε σημείο του, να είναι ζωντανό. Από άκρη σε άκρη. Όπως κι ο Πόνος του. Από άκρη σε άκρη. Δεν ένιωθε κρύο ή ζέστη. Απλά Πόνο.

   Τη στιγμή που το βλέμμα του άρχισε να σαρώνει την περιοχή, για να δει πού βρίσκεται... θυμήθηκε! Θυμήθηκε το πώς έχασε τον έλεγχο και βγήκε τόσο άσχημα από τη στροφή!

Ξαπλωμένη κι ακίνητη, κάπου εκεί τριγύρω, υπήρχε Εκείνη!

Έπρεπε να τη βρεί!




Δυο διαδρομές διαφορετικές, με κοινό προορισμό.

Δυο συγκρούσεις βίαιες. Απροσδόκητες ίσως.

Το timing.


Όλα είναι Ταξείδι τελικά.
Κάθε τι που κάνουμε, κάθε μας επιλογή, μας πάει και λίγο παραπέρα. Άλλους, μας πάει πολύ παραπέρα. 

Ίσως τελικά, να μην υπάρχει Προορισμός. 
Μόνο Ταξείδι...







...απόσπασμα από τη ζωή της Θεοδώρας Ζαφειρίου, "Μόνο Ταξείδι"
Εκδόσεις ΟΔΟΙΠΟΡΟΣ, 2013 



Saturday 12 October 2013

* Βλαμμένοι, ανάμεσα στους Λογικούς


Σελ.619
   ...κάτι το οποίο ανάγκασε τον χειριστή του "Ερμής 4", να ανακόψει ταχύτητα και να οδηγήσει το τηλεκατευθυνόμενο βαθυσκάφος επάνω ακριβώς από το σημείο στο οποίο, δευτερόλεπτα πριν, η θερμική κάμερα κατέγραψε μια αναπάντεχη, σύμφωνα με τα έως εκείνη τη στιγμή δεδομένα, εικόνα.
Στο Imager, το ίχνος ήταν ξεκάθαρο. Δεν άφηνε την παραμικρή αμφιβολία για την ύπαρξη κάποιου περίεργου όγκου στον οποίο, η Φύση πλέον είχε βάλει τη δική της πινελιά. Όπως κάνει πάντα. Από την αρχή του... Χρόνου.
Ούτε μία από τις οπτικές κάμερες αλλά ούτε και το sonar, θα μπορούσαν ποτέ, να καταγράψουν κάτι ιδιαίτερο, κάτι άξιο προσοχής. Να απεικονίσουν με τόση λεπτομέρεια έναν τέτοιο σχηματισμό.
Τριακόσια πόδια πάνω από τον πυθμένα και το ίχνος ήταν έντονο. Θύμιζε... Θύμιζε κάτι σαν...
- "Όχι... αποκλείεται. Αποκλείεται. Volcanic Vent θα είναι."
Έπρεπε να κατέβουν κι άλλο. Έπρεπε να πλησιάσουν όσο το δυνατό περισσότερο, για να έχουν πιο καθαρή εικόνα και να κάνουν τις σχετικές μετρήσεις.


Σελ.621
   ...μα οι δονήσεις γίνονταν ολοένα κι εντονότερες. Το "Ερμής 4" είχε φτάσει στο κατώτατο δυνατό βάθος. Εκεί που η υδροστατική πίεση κι η άνωση χαμογελούν ειρωνικά στο σκαρί και στον κινητήρα σου και γνέφουν, "Stop! Η Γνώση αυτή, δεν σου ανήκει!"
Στο Control Room, επικρατούσε σιγή. Μόνο ανάσες. Βαριές ανάσες, γρήγορες ανάσες, δειλές ανάσες... λες κι ο παραμικρός θόρυβος θα επηρέαζε την εικόνα.
Η μόνη εναλλακτική ήταν το digital zoom. Δεν θα βελτίωνε μεν την ευκρίνεια στο monitor αλλά τουλάχιστον, 'θα έφερνε το ίχνος πιο κοντά'.
   Η περιοχή δε φημιζόταν για την ύπαρξη της παραμικρής ηφαιστιακής υδροθερμικής διεξόδου. Δεν είχε ποτέ παρατηρηθεί κάτι σχετικό. Στην τελική... η θερμοκρασία του νερού ήταν φυσιολογική για το βάθος. Ακόμα και η στόχευση, στο σημείο που, η thermal cam 1 του βαθυσκάφους εμφάνιζε το ίχνος, έδινε 2°C . Αν επρόκειτο για ηφαιστιακή δραστηριότητα, η επιστροφή θα ήταν τουλάχιστον 60°C αν όχι τετρακόσιοι... Τουλάχιστον! Και το σχήμα...! Αυτό το περίεργο σχήμα του θερμικού ίχνους!


Σελ.622
   ...και τα βλέμματα έμειναν παγωμένα στο επόμενο refresh! Κι οι ανάσες έπαψαν! Ακόμα κι οι καρδιές, σταμάτησαν να κτυπούν.
Η διακοπή της σύνδεσης, αμέσως πριν ξεκινήσει το digital zoom να μεγενθύνει την εικόνα κι η προοπτική μιας επικά αποτυχημένης αποστολής,  είχε εκτινάξει την περιέργεια αλλά και την αγωνία όλων σε ασύλληπτα ύψη. Όσο βαθειά στην Άβυσσο ήταν το "Ερμής 4", τόσο κι ακόμα βαθύτερα είχε πέσει ο δείκτης σεροτονίνης στο, μέχρι προ πέντε δευτερολέπτων ενθουσιασμένο, πλήρωμα. Ένα blackout εκείνη τη στιγμή, την όποια στιγμή, θα ήταν απλά καταστροφικό για την αποστολή. Απλά καταστροφικό!
   Ευτυχώς όμως, η σύνδεση με το βαθυσκάφος αποκαταστάθηκε σχετικά γρήγορα. Ήταν ίσως, ένα από εκείνα τα παιχνίδια στα οποία επιδίδεται με σαδιστική ευκολία αλλά και με επιτυχία η Ζωή. Το Σύμπαν. Πες το όπως θες. Δεν θα έχει σημασία. Ούτε θα αλλάξει και κάτι.
   
   Οι πρώτες επευφημίες για την επανασύνδεση αντήχησαν μέσα από το intercom. Μα, η πρώτη εικόνα στο κεντρικό monitor του Operations Room, έσκισε τη σκηνή στα δύο!

   Από τη μια πλευρά, ο ήχος κι η ανεπαίσθητη κίνηση των κορμιών μέσα στην οθόνη κι από την άλλη, το απόλυτο κενό! Μέχρι κι ο χρόνος, αυτός που μας κρατά ενωμένους (ή μήπως εγκλωβισμένους;) με την Πραγματικότητά μας, εγκατέλειψε και τον χειριστή του "Ερμής 4" στο Control Room αλλά και όλους τους υπόλοιπους στο Operations room.
   Από τη μια πλευρά, μία Ολοζώντανη, Ζεστή, Σφιχτή, Εγκόσμια αλλά και τόσο Απόκοσμη αγκαλιά δυο... δυο άψυχων (;) κορμιών στο βυθό της θάλασσας κι από την άλλη δεκατέσσερα Παγωμένα, Απλανή, Διαλυμένα βλέμματα και Μουδιασμένα κορμιά ενός πληρώματος, τη στιγμή της Συνειδητοποίησης!
   
   Πώς ήταν δυνατόν; Πώς είναι ποτέ δυνατόν; Πώς;


Σελ.625
   ...μα όσο κι αν χειροτέρευε ο καιρός, κανείς από το πλήρωμα δε σκεφτόταν καν τη στεριά. 
   Η μπαταρία του "Ερμής 4" έδειχνε πως, η αυτόματη ανάδυση, θα ξεκινούσε σε λίγα λεπτά. Ήταν ένας μηχανισμός ασφαλείας που, υπολογίζοντας βάθος, πίεση και συνθήκες που επικρατούσαν στο βυθό, μαζί με το βάρος των δειγμάτων σε περίπτωση ανασκαφών, υπολόγιζε τον απαιτούμενο χρόνο ανόδου στην επιφάνεια, ώστε να ολοκληρωθεί η ανάδυση πριν το βαθυσκάφος χάσει τη δυνατότητα ελέγχου πλεύσεως.

   Η εικόνα στο monitor σταθερή. Δυο κορμιά. Δυο κορμιά, ένα με το Βυθό. Δυο αγκαλιασμένα κορμιά. Καμία λογική εξήγηση. Καμία δυνατότητα προσέγγισης. Καμία δυνατότητα προσέγγισης ούτε μέσω λογικής αλλά ούτε και πρακτικά. Το βάθος απαγορευτικό. Καμιά δυνατότητα επικοινωνίας με το... εύρημα.

Μα, τί τρελές σκέψεις! Σε ποιες τρελές σκέψεις σε βάζει μια τέτοια ανακάλυψη! Ή ομαδική Παραίσθηση; Παράκρουση;

Μήπως η επιθυμία του πληρώματος να επιβεβαιώσει το Μύθο ή το αδιανόητα προκλητικό κόστος της Αποστολής, προέβαλε αυτήν την Εικόνα στην Οθόνη τους;

Μήπως, εκεί... εκεί, πιο κάτω από το "Ερμής 4", εννενήντα μόνο πόδια πιο βαθειά... μήπως δεν υπήρχε το παραμικρό;

Μήπως ήταν Παρεμβολές; Εμβολές; Λες;

   Αυτό ήταν κάτι το οποίο, δεν ήταν δυνατόν να το ανακαλύψουν τη συγκεκριμένη στιγμή. Ούτε καν σε αυτήν τη συγκεκριμένη αποστολή. Ο καιρός χειροτέρευε. Οι προμήθειες είχαν ήδη τελειώσει από την προηγούμενη. Κι ο καφές! Ακόμα κι ο καφές! Θεέ μου! Αυτό πάλι, πώς συνέβη; Και το ένα και μοναδικό τσιγάρο που υπήρχε στο Άβυσσος, ήταν κολλημένο με σελοτέιπ επάνω στο πηδάλιο από την Τετάρτη. Έτσι. Σαν προσκύνημα στα πρησμένα από το ξενύχτι μάτια τους.


Σελ.628
   Σάββατο σήμερα. Η έβδομη μέρα. Πόσο αδιάφορη ήταν η Κυριακή που ξημέρωνε!
   Η αυτόματη διαδικασία ανάδυσης είχε ήδη ξεκινήσει. Αργή και βασανιστική, για οικονομία ενέργειας. Το ίχνος στην οθόνη απόμακρο. Ένα κόκκινο-πορτοκαλί αχνό κομμάτι μέσα στο παγωμένο σκούρο μπλε με κάποιες αδιάφορες αποχρώσεις πράσινου εδώ κι εκεί.
Πόσο κοντά έφτασαν. Πόσο κοντά!

   Ο Κυβερνήτης του Άβυσσος παρακολουθούσε το monitor επικοινωνίας με τη thermal cam 1 του "Ερμής 4". Το ίχνος είχε ήδη σβήσει. Το βαθυσκάφος ήταν ήδη στα μισά της διαδρομής. Πόσο λίγο τον ένοιαζε! Μόνο το όνομα τον κρατούσε από το να δώσει εντολή για αναχώρηση τώρα δα.
"Ερμής 4"...
Τρεις προηγούμενες αποστολές. Τρεις Ζωές. Τρία βαθυσκάφη "Ερμής", όλα χαμένα στην άβυσσο. Χαμένα στους ωκεανούς της Γης. Γι αυτό και το όνομα του σκάφους. "Άβυσσος".
Στην αρχή, το όνομα του εξερευνητικού ήταν "Δώρο του Θεού". Οι περισσότεροι είχαν γελάσει στο άκουσμά του, στην τελετή καθέλκυσης. Μόνο αυτός ήξερε. Μόνο αυτός ήλπιζε. Μόνο αυτός θυμόταν.

   "Mission Aborted" και οι τρεις προηγούμενες απόπειρες. Με πόνο. Κι αγωνία για το αν θα βρεθεί ο επόμενος χρηματοδότης για μια ακόμα Αποστολή. Το τί είχε υποσχεθεί στον κάθε sponsor ήταν άγνωστο σε όλους.
Αποκλειστικότητα; Την Ψυχή του; Τί;

   Ακόμα... ακόμα κι αν άγγιζε τον πυθμένα χτες το απόγευμα... τί; Θα τολμούσε να ταράξει την ηρεμία των δυο αγκαλιασμένων κορμιών;
Και να αποφάσιζε να τα αγγίξει. Να τα περισυλλέξει. Θα του το επέτρεπαν οι Νόμοι του Κόσμου; Του Σύμπαντος;

Αλήθεια τώρα...
Σε τέτοια Βάθη, μέσα στην Άβυσσο... έχει λόγο το Σύμπαν;

Μήπως υπάρχει Τοπική Αυτοδιοίκηση σε τέτοια Βάθη που είναι ανεξάρτητη κάθε λοιπής Αρχής;

Βλέπει ο θεός εκεί κάτω; Βλέπει κάποιος άλλος;

Πόσο Βαθειά μες στην Αγάπη δυο Ανθρώπων, μπορεί να δει ένας τρίτος; Ακόμα κι αν είναι αυτός που γράφει τις Ατάκες...

   Σήκωσε το βλέμμα του κι αντίκρυσε το πλήρωμά του. Όλοι ακίνητοι να τον κοιτούν. Να καταλαβαίνουν. Να τον νιώθουν. Κι ας μην είχαν αντέξει να αποδεχθούν τα όσα αντίκρυσαν την προηγούμενη μέρα.
Μεταξύ τους, η επίσημη εκδοχή ήταν "Digital Signal Interference". Βολεύτηκαν με αυτό κι εξήγησαν, αν μη τι άλλο, την υποτειθέμενη -όπως την χαρακτήρισαν- κίνηση των κορμιών.
Όσο για την ύπαρξη καν αυτών των δύο κορμιών είπαν πως, θα μπορούσε να είναι κάποιο μεταλλικό γλυπτό. Πρόσφατα βυθισμένο. Κι ότι, το ίχνος δημιουργήθηκε από το υποθαλάσσιο laser scanner που χρησιμοποιούσαν πριν την ενεργοποίηση της θερμικής κάμερας. Το beam pointer του οποίου, είχε κολλήσει κάνα πεντάλεπτο στο ίδιο σημείο και παραλίγο να καταστραφεί ολοσχερώς.
Φυσικά, τα στόματα θα έμεναν κλειστά. Οι όποιες συνεντεύξεις και δηλώσεις, ήταν πάντα αποκλειστική ευθύνη του αρχηγού της αποστολής και Κυβερνήτη του "Άβυσσος".

   Ένα χέρι τον πλησίασε από τα δεξιά και του προσέφερε κάτι.
- "Κυβερνήτα. Αυτό... αυτό πρέπει να είναι δικό σου. Το είχες αφήσει πάνω στο πηδάλιο και... έχει καιρό. Μην πέσει και πάει χαμένο. Κρίμα θα 'ναι."
   Το χέρι του Αξιωματικού Γέφυρας του προσέφερε το τελευταίο τσιγάρο που είχε μείνει επάνω στο "Άβυσσος"! Έμειναν κι οι δυο ακίνητοι να κοιτάζονται. Ένιωσε τα βλέμματα και των υπολοίπων, συγκαταβατικά και με χαμόγελο. Ίσως το πρώτο χαμόγελο εδώ και ώρες.

   Ο Κυβερνήτης του "Άβυσσος" πήρε στα χέρια του το τελευταίο print out της thermal cam 1 και στάθηκε όρθιος. Με κόπο. Κτύπησε ελαφρά τον Αξιωματικό γέφυρας στον ώμο και του είπε, "Άναψέ το εσύ. Μοιραστείτε το εδώ, όλοι μαζί. Κι αν μείνει τζούρα, αφήστε μου ρε την τελευταία. Άμε."
Και με αυτά τα λόγια βγήκε με αργά, βαριά βήματα από τη Γέφυρα λέγοντάς τους, δίχως όμως να τους κοιτάξει, "Άμε τε. Μια τζούρα ο καθένας... κι έχουμε δρόμο ακόμα".

   Δρόμο! Να και μια κουβέντα που, δε θα περίμενε να ακούσει κάποιος καταμεσής της θάλασσας.

Μα, εδώ που τα λέμε,
Ούτε κι αγκαλιασμένα δυο κορμιά στον πάτο της Αβύσσου, περίμενε κανείς, να βρει να αναπνέουν.



Κάποιοι, το λένε Κοσμική Αγάπη.
Κάποιοι Πειραγμένοι. Ξέρεις...
Βλαμμένοι, ανάμεσα στους Λογικούς.









...από την ανέκδοτη συλλογή κειμένων, "Έκανα Μια Σκέψη", του Γρηγόρη Κρέζου, 1969- 






Monday 7 October 2013

* eBlogημένη Μέρα



e-blogημένη μέρα η σημερινή...

Εξ αpostάσεως κουβέντα με τον Ήλιο!
Μια κινούμενη φωτογρ-αφή-α με πέντε αισθήσεις.

Όλα, έν ταξείδι από τη μια μεριά της Χαραυγής στην άλλη...
Σύννεφο, Δώρο Θεού που σκόρπιζε ηρεμία...
Καθρέφτισμα στο κρύσταλλο της θάλασσας κι η άμμος,
να τρυπώνει στο παπούτσι.

Και κάθε βήμα να σε φέρνει πιο κοντά στις απαντήσεις.

Πόση ομορφιά εκεί έξω που, απλά, την αγνοούμε!
Πόσες ανατολές έχουν περάσει,
δίχως επάνω τους να είναι καρφο-μένω  ένα μάτι !




Πόσοι άραγε Ζούμε τα... ζήσιμα;