Sunday 13 April 2014

* Λευκή κόλλα χαρτί




Έμεινε να κοιτάζει τη Λευκή κόλλα χαρτί για ώρα.
Παγιδευμένη στον κύλινδρο της γραφομηχανής του, εδώ και μέρες. Κενή… όπως κι η Σκέψη του. Θολή Φωνή. Άηχη. Δίχως χρώματα.
Τόσες Στιγμές να παραμένει Αστιγμάτιστη.

Είχε περάσει και χτες από εδώ.
Τίποτα.
Για άλλη μια φορά. Απλά, τίποτα.

Την τράβηξε με λύσσα και την αντικατέστησε με μια άλλη… ομοίως Λευκή.
Ίσως ετούτη να είχε καλύτερη τύχη. Ή να ήταν πιο αποφασιστική.
- "Θα δείξει", σκέφτηκε και βγήκε από το δωμάτιο, αφού πρώτα δίπλωσε την προηγούμενη στα τέσσερα και την έβαλε μαζί με τις υπόλοιπες κενές κόλλες, από λευκό χαρτί… κάτω από ένα κούτσουρο πεύκου, στο σβηστό, για την ώρα, πέτρινο τζάκι.

Είχαν περάσει χρόνια.
Δεν είχε αλλάξει κάτι στην τακτική του. Παρόλο που, είχε υπάρξει αυτόπτης μάρτυς δραματικών επεμβάσεων στο περιβάλλον του… το Σκεπτικό του παρέμενε το ίδιο.
- "Αν μια Λευκή κόλλα χαρτί έχει να πει κάτι… θα το πει, ο Κόσμος να χαλάσει".

Τον παρακολουθούσα κι εγώ, για χρόνια.
Ανυπομονούσα να τον δω να βγαίνει από το δωμάτιο μια μέρα και να φωνάζει, θριαμβευτικά, κουνώντας την… Μελανιασμένη πλέον κόλλα από χαρτί και… γεμίζοντας τα στήθη του με αέρα, να μοιράζεται τις λέξεις της μαζί μου.

Μα, όσο περνούσε ο καιρός και κάθε φορά, έβγαινε από το δωμάτιο, με βλέμμα χαμηλό και οργισμένο… η απογοήτευση έριχνε και το δικό μου βλέμμα στο χώμα. Λες κι οι απαντήσεις ήταν γραμμένες εκεί… χάμω.

Καθόλου τυχαίο που το Χώμα είναι Χάμω

Κι αν… Κι αν όμως είχε δίκιο;
Αν… ο μόνος τρόπος για να μιλήσει μια Λευκή κόλλα χαρτί είναι το, να Χαλάσει πρώτα ο Κόσμος;
Το ήθελα πράγματι αυτό;
Το Απευχόμουν; Το Προσδοκούσα;
Με Έλκυε; Με Απωθούσε;

Λευκή κόλλα χαρτί!

Πόσο διαφορετική είναι άραγε από μια κόλλα λευκό χαρτί;
Τόσο πλούσια γλώσσα που, επιτρέπει σε μια Λευκή κόλλα χαρτί να είναι και… κίτρινη, γκρίζα… αρκεί να μην φιλοξενεί μελάνι στο κορμί της.
Τόσο πλούσια γλώσσα που αν, σε μια κόλλα λευκό χαρτί, χαράξεις έστω και μία λέξη, παύει να είναι και… Λευκή.

Και τα χρόνια περνούσαν.
Και οι κόλλες χαρτί, διαδέχονταν η μια την άλλη.
Παγιδευμένες όλες, με τη σειρά τους, πάνω στον κύλινδρο της παλιάς του πλέον γραφομηχανής.
Κι ο Κόσμος δεν χαλούσε.
Κι εκείνος επέμενε να μην χτυπάει ούτε ένα πλήκτρο.

- "Αν μια Λευκή κόλλα χαρτί έχει να πει κάτι… θα το πει, ο Κόσμος να χαλάσει", μου απάντησε και πάλι, όταν τον ρώτησα κάπως εκνευρισμένος, γιατί δεν αποφασίζει επιτέλους να γράψει εκείνος κάτι.

Ήταν πολλές εκείνες οι φορές που, μπήκα ειλικρινά στον πειρασμό… να μπω κρυφά στο μισογκρεμισμένο του σπιτάκι και να καθίσω εμπρός από τη γραφομηχανή του… να αγγίξω πάνω στα πλήκτρα της τα δάκτυλά μου και να γράψω…
Έστω μια λέξη.
Έστω μία.

Την πρώτη κιόλας φορά που ενέδωσα… με πρόλαβε σχεδόν στην πόρτα.
- "Περνούσα από 'δω κοντά και είπα να δω αν είσαι μέσα", δικαιολογήθηκα.
- "…να Δω αν είσαι Δω", αστειεύτηκε εκείνος.

Αυτό το θεματάκι με τις Λέξεις… το είχε.
Μικρός σαν ήταν, λάτρευε να ακούει και να διαβάζει τον... Bar Bar (Δραπέτης κι εκείνος, όπως είχε πει ο Δαυίδ Ναχμίας). Μπορούσε να τον ακούει για ώρες, να ξεδιπλώνει τη Σκέψη. Να κλέβει τους ήχους των λέξεων και να τις συνθέτει από την αρχή.

Έτσι κι αυτός. Δραπέτης από την ίδια τη Ζωή.
Να κάθεται σε μια άκρη του μυαλού του και να παρακολουθεί τον Κόσμο να γυρνά γύρω απ' τον Ήλιο.
Να κρύβεται πίσω απ' τα Σύννεφο και να χαζεύει τις Στάλες της Βροχής να πέφτουν μία μία.
Αυτός που ξόδεψε με τόνους το μελάνι…
Αυτός που είχε στιγματίσει του Κόσμου τις Σελίδες…
Αυτός ο ίδιος, τώρα δα… να 'ρχεται δίχως ν' άρχεται της Σκέψης του.
Στον τοίχο, τιμωρία, και δίχως ρίσκο στις κινήσεις του.

- "Δίχως ρίσκο, δε βρίσκω…", του είχα πει κάποτε. Είχε γελάσει δυνατά.
- "Υπάρχω για να Άρχω", μου είχε απαντήσει. 
- "Άρχω Υπάρχων;", τον ρώτησα για να τον πειράξω…
- "Όχι… Υπάρχω για να Άρχω", απάντησε ξερά, δίχως διάθεση να αστειευτεί επ' αυτού.
- "Κι όμως… δίνεις την εντύπωση πως, Άρχεις για να Υπάρχεις", είχα κλείσει την κουβέντα μας.

Δεν είχα καταλάβει τί εννοούσε και πώς θα μπορούσε αυτό να έχει την παραμικρή σχέση με το όποιο ρίσκο της Αναζήτησής μου.
Δεν έβγαινε νόημα. Πώς ήταν δυνατόν να Υπό-Άρχεις και να Άρχεις ταυτόχρονα;

Μα, ναι…
Η φράση του δεν ήταν απάντηση μα, θέση.
Σα γεωργός, με το δρεπάνι του στο χέρι… να περιμένει Θεριστής. Τους κόπους μιας ζωής.
Να έχει πλέον αποδεχθεί την θέση που κατείχε στον Πίνακα Κατάταξης ετούτου εδώ του Κόσμου. Να Άρχεται μεν εκείνων που, δεν τολμούσαν καν να συνθέσουν την παραμικρή Σκέψη. Μα, ταυτόχρονα να αποδέχεται το Λόγο μιας Ανώτατης Αρχής.

Όχι. Δεν τον ενδιέφερε το Ρίσκο.
Κι αν τον ενδιέφερε, είχε αποφασίσει να φιμώσει τις Φωνές του. Απλά, περίμενε.
Τοποθετούσε τις Λευκές κόλλες χαρτιού στη γραφομηχανή του κι απλά, περίμενε.

- "Αν μια Λευκή κόλλα χαρτί έχει να πει κάτι… θα το πει, ο Κόσμος να χαλάσει". Είχε κτίσει όσες Θεωρίες άντεξε η Σκέψη του όλα τα προηγούμενα χρόνια κι απλά τώρα, περίμενε να θερίσει τους καρπούς των Ρίσκων του.
Δεν τολμούσε να πατήσει ούτε ένα πλήκτρο. Ούτε καν για να σιγουρευτεί πως, η γραφομηχανή δουλεύει. Όχι. Δεν θα το έκανε.
Αν ίσχυαν όσα είχε συλλάβει, πρέσβευε και κήρυττε… τα πλήκτρα, ένα ένα, θα άρχιζαν να δίνουν Απαντήσεις.
Μόνα τους...
Κι η Λευκή κόλλα από χαρτί, θα έπαυε να είναι πια λευκή.

- "Αν χαλάσει ο Κόσμος, δεν θα έχουν πια σημασία οι όποιες Απαντήσεις", του είπα οργισμένος.
Μου χάρισε ένα από εκείνα τα στωικά βλέμματά του, λέγοντάς μου, "Ίσως αυτή να είναι η Απάντηση".
- "Ποιο διάβολε; Το ότι πρέπει να χαλάσει ο Κόσμος;"
- "Όχι… Το ότι, εδώ… ερχόμαστε, απλά, για να Γεννήσουμε τις Ερωτήσεις".

Τράβηξε κι αυτήν την κόλλα από λευκό χαρτί που, παρέμενε Λευκή… τη δίπλωσε στα τέσσερα και την τοποθέτησε μαζί με τις υπόλοιπες κενές κόλλες, από λευκό χαρτί… κάτω από το κούτσουρο του πεύκου, στο σβηστό, μέχρι εκείνη την ώρα, πέτρινο τζάκι.

Έβαλε μια νέα κόλλα στη γραφομηχανή και βγήκε από το δωμάτιο, αφήνοντας την πόρτα ανοικτή.
Με κοίταξε χαμογελώντας και μου προσέφερε ένα τσιγάρο.
- "Ευχαριστώ. Δεν καπνίζω εδώ και χρόνια", του απάντησα.
- "Χάρηκα που σε ξαναείδα", μου είπε, αναζητώντας μία χειραψία.
- "Δε θα κλειδώσεις;", τον ρώτησα.
- "Τα λέμε"… κι απομακρύνθηκε υψώνοντας το βλέμμα του στον ουρανό.

Ο αναπτήρας που, άφησε στο χέρι μου, έκανε τη χειραψία μας ακόμα πιο θερμή.




…απόσπασμα από τη συν-λογή κειμένων "Να Κάψω ή να Γράψω;", του Γρ. Κρέζου, 1969-