Sunday 20 December 2015

* Αρχές Απόγνωσης...

Ήταν η τέταρτη φορά που έπεφτε σε κατάσταση σοκ, τα τελευταία τρία χρόνια.
Το κορμί του τιναζόταν από βίαιους σπασμούς, τα δόντια του κτυπούσαν δυνατά και κρύωνε. Κρύωνε πάρα πολύ!
Μόλις και μετά βίας πρόλαβε να φτάσει μέχρι την κουζίνα, να πάρει το μπουκαλάκι του από το ψυγείο και να γυρίσει στο κρεβάτι του, πριν καταρρεύσει.

Διψούσε πολύ βλέπεις. Πάρα πολύ.
Λογικό... αφού είχε κατεβάσει ψητά κοτόπουλα και πατάτες πάλι.
Η σαλάτα που είχε φτιάξει, σάπιζε στο ψυγείο μέρα με τη μέρα και το έτοιμο φαγητό, από τα κοντινά εστιατόρια είχε γίνει κακιά συνήθεια πλέον.
Τίποτα όμως δεν τον είχε προετοιμάσει για εκείνο που θα ακολουθούσε.
Με το που σηκώθηκε από το κρεββάτι κι έκανε τα πρώτα βήματα, ένιωσε πως, δεν ήταν και τόσο σόι. Ένα ρίγος, με φορά από τον αυχένα του, μέχρι χαμηλά στη σπονδυλική του στήλη. Μια ανατριχίλα λες και είχε δει φάντασμα και δόντια που, κροτάλιζαν ανεξέλεγκτα.

Γνώριμο συναίσθημα, βέβαια.

Χώθηκε γρήγορα κάτω από τα σκεπάσματά του και κουλουριάστηκε, λες και ήταν κάνα σκουλήκι ή σκαντζόχοιρος ή δεν ξέρω κι εγώ τί. Κάτι, τέλος πάντων, από εκείνα τα ζωντανά που κρύβονται μέσα στο ίδιο τους το σώμα, σαν νιώσουν τη ζωή τους να απειλείται.

Κι εκείνος, τώρα δα... αυτό φοβόταν.

Ήταν μόνος.
Εντελώς μόνος.
Αν πάθαινε κάτι μες στη νύχτα, δεν υπήρχε ούτε ένας άνθρωπος να τρέξει για βοήθεια.

Έκλεισε τα μάτια και μουρμούρησε μια προσευχή.
Την είχε πρόχειρη μιας και τελευταία, κάτι ψιλοανακοπές, τις πάθαινε από όλα αυτά που κατέβαζε.





Ξύπνησε τέσσερις μήνες μετά. Μούσκεμα στον ιδρώτα. Πιο πολύ το μαξιλάρι δηλαδή κι όχι τόσο το υπόλοιπο κορμί, αφού κοιμόταν πάντα ξεσκέπαστος, γυμνός...
Αυτήν όμως τη ρημάδα, τη νυχτερινή εφίδρωση, την είχε εδώ και χρόνια. Από τότε. Με τον καρκίνο. Και πάντα στο κεφάλι. Ήταν δεν ήταν κουρεμένος, χειμώνα - καλοκαίρι το κεφάλι του ίδρωνε πολύ. Είχε πετάξει καμιά δεκαριά μαξιλάρια ως τώρα.
Ακόμα και τα πολύ ακριβά, ανατομικά που είχε πάρει.
Μαλακία, αν το σκεφτείς, γιατί θα μπορούσε κάλλιστα να είχε αγοράσει προστατευτικές μαξιλαροθήκες, σαν κι εκείνες που του είχε αγοράσει η γυν...

Έκλεισε τα μάτια του ξανά.
Αυτή τη φορά, όχι για να κοιμηθεί, μα για να προσπεράσουν τα φαντασματάκια που, άρχισαν να καταφθάνουν ενόσω εκείνος σχημάτιζε την προηγούμενή του σκέψη.

Η φασαρία έσβησε σιγά σιγά κι εκείνος επανήλθε στην πραγματικότητα...
Χα! Λες κι οι μνήμες δεν είναι πραγματικότητα.

Αλήθεια, είναι;

Έριξε άλλη μια ματιά τριγύρω του. Κάτι δεν κολλούσε.
Κάτι δεν...
Θυμόταν πολύ καλά πως, είχε κουκουλωθεί ως τα αυτιά γιατί τον είχαν πιάσει ρίγη.
Και τώρα... Τώρα ιδρωμένος, τα σκεπάσματα στο πάτωμα και μια τεράστια λαχτάρα για...
...για φρουτοσαλάτα;

- "Ρε πούστη μου! Τί διάλο...", μουρμούρησε χαμένος, με το βλέμμα του να πέφτει μια στο παράθυρο και μια στο ρολόι του κινητού.

Όλα καλά με την ώρα.
Μεσημέρι ένιωθε, μεσημέρι ήταν.

Εκείνο που, δεν πήγαινε καλά, ήταν τελικά... η ημερομηνία.

Για κάποιο λόγο, το κινητό του έδειχνε "20 Dec 2015"!
Άνοιξε στα γρήγορα τον υπολογιστή.

Δευτερόλεπτα μετά, η επιβεβαίωση του έκατσε κάπως βαριά στο στομάχι. Και στην καρδιά. Και στο θολωμένο του μυαλό.
Και στον αυχένα που, δεν περιστρεφόταν πλέον με τίποτα.
Μόνο μπροστά.
Ευθεία.

Στην οθόνη του υπολογιστή.

Είκοσι Δεκεμβρίου, ήδη!
Καλά, πού είχε χαθεί τόσους μήνες; Πόσο καιρό κοιμόταν; Ήταν άρρωστος; Είχε κάποιο ατύχημα; Ήταν στο νοσοκομείο; Σε κώμα μήπως; Είχε τρελαθεί;
Κι αυτή η λαχτάρα για φρουτοσαλάτα, από πού στο διάλο ξεφύτρωσε;
Αφού, το τελευταίο που θυμόταν ήταν να τσακίζει μισό ψητό κοτόπουλο και μια διπλή μερίδα πατάτες από το Oporto. Φρούτα, μόνο καταλάθος, μέσα σε κάνα κέικ αν θα έτρωγε...

Ο πάγκος της κουζίνας ήρθε κι έκατσε σαν κερασάκι στην τούρτα της φρίκης του.
Παρόλο που δεν είχε κερασάκια, είχε μια τεράστια φρουτιέρα, η οποία δεν του θύμιζε το παραμικρό και μέσα της υπήρχαν, τρεις μπανάνες, καμιά δεκαριά βερύκοκα, ακτινίδια κι αχλάδια...
Στο δε ψυγείο, το οποίο το άνοιξε αμέσως μετά κι έχοντας κάνει ήδη την προσευχή του για να βρει λίγη παγωμένη πίτσα, λίγο χτεσινό κοτόπουλο, λίγο από οτιδήποτε junk που να ταιριάζει στα όσα θυμόταν για τον εαυτό του ρε διάολε... υπήρχαν δυο μικρά πλαστικά κεσεδάκια με blueberries!

Έκανε δυο βήματα πίσω και στηρίχτηκε στο νεροχύτη...
Τελικά, η φρίκη του δεν ήταν που δε θυμόταν.
Η φρίκη του ήταν ότι, ο οργανισμός του λαχταρούσε να τα σκίσει.
Τα φρούτα.
Ποιος;
Αυτός!




Σίγουρα δεν κοιμόταν.
Σίγουρα δεν ονειρευόταν.
Σίγουρα..
Πόσο σίγουρο είναι αυτό το Σίγουρα πια;


Και πόσες φορές, τώρα που το καλοσκεφτόταν, δεν είχε πιάσει τον εαυτό του "αλλού";
Να ξυπνάει ή έστω να ανοιγοκλείνει τα μάτια και να βρίσκεται εκτός τόπου και χρόνου;
Να είναι άλλος;
Να είναι κάποιος παλιός ή επόμενος εαυτός του;
Ή ακόμα κι εντελώς διαφορετικός από αυτό που ήταν;
Και στην τελική, τί ήταν; Ποιος ήταν;
Πού ήταν;

Αλήθεια... Πού ήταν;
Α, ναι. Αυστραλία ήταν.
Αυτό το θυμήθηκε σχετικά γρήγορα. Ένιωθε ολίγον από πατρίδα πλέον.

Γιατί, στο κάτω κάτω, τί είναι πατρίδα ρε φίλε; Αν όχι ο τόπος που, σε αγκαλιάζει και σου δίνει τη δυνατότητα να δημιουργήσεις, τότε τί;

Στο κάτω κάτω...
Γιατί, στο πάνω πάνω, πατρίδα μέσα του ήταν ακόμα κι εκείνη η άλλη. Με το Π κεφαλαίο.

Χα... Πατρίδα με κεφαλαίο π!
Και την πουτάνα τη γράφεις με κεφαλαίο π άμα θες.
Κι η συγκεκριμένη Πατρίδα είχε γίνει η πουτάνα του Κεφαλαίου.

Εδώ και χρόνια.

Μα, αυτό δεν ήταν το θέμα του τώρα δα.
Το θέμα του ήταν πώς διάλο ή πού διάλο είχε χαθεί τόσους μήνες και ξύπνησε τώρα.
Πώς είχαν αλλάξει τόσο απότομα, τόσο ξαφνικά, τα γούστα κι οι συνήθειές του και πόσα άλλα είχαν συμβεί που δε θυμόταν...

Το ότι, μέσα στο ντουλάπι βρήκε κονσέρβες τόνο και μούσλι, διόλου τον παραξένεψε.
Μετά από αυτό το σοκ, ήταν σίγουρος πως, κάπου μέσα στο δωμάτιό του, θα έπαιζαν και τίποτε βαράκια ή καμιά άλλη μαλακία στην οποία θα είχε αρχίσει να επιδίδεται δίχως να το θυμάται.

Ω, ναι... Στην τσάντα της δουλειάς του, έπαιζαν δυο hand grips!

Ώρα θα 'ταν τώρα, να είχε και καμιά συνδρομή σε κάνα γυμναστήριο και να μην το θυμόταν.

Έριξε πάνω του ένα μπλουζάκι κι έψαξε να βρει τα αγαπημένα του σορτς.
Ήθελε να βγει έξω. Να κάνει ένα τσιγάρο. Να ξεθολώσει λίγο...
Ρε, μπας κι είχε κόψει και το τσιγάρο;
Όχι. Το πακέτο ήταν στην κάτω αριστερά τσέπη που το έβαζε πάντα. Πάλι καλά...
Αν και, δε θα έλεγε όχι στο να είχε κόψει τούτο το συνήθειο που ξανάρχισε από πέρσι, έπειτα από εγκράτεια εννέα ετών.




Δυο βήματα αργότερα, βρισκόταν σωριασμένος στο πάτωμα...
Το σορτσάκι του κυλιόταν κι αυτό, στους αστραγάλους.

Καλά ρε πούστη;
Πόσα κιλά είχε χάσει;




...απόσπασμα από τη ΣυνΛογή κειμένων "Η Επιστροφή", Γρ. Κρέζος 1969 -