Sunday 20 December 2015

* Αρχές Απόγνωσης...

Ήταν η τέταρτη φορά που έπεφτε σε κατάσταση σοκ, τα τελευταία τρία χρόνια.
Το κορμί του τιναζόταν από βίαιους σπασμούς, τα δόντια του κτυπούσαν δυνατά και κρύωνε. Κρύωνε πάρα πολύ!
Μόλις και μετά βίας πρόλαβε να φτάσει μέχρι την κουζίνα, να πάρει το μπουκαλάκι του από το ψυγείο και να γυρίσει στο κρεβάτι του, πριν καταρρεύσει.

Διψούσε πολύ βλέπεις. Πάρα πολύ.
Λογικό... αφού είχε κατεβάσει ψητά κοτόπουλα και πατάτες πάλι.
Η σαλάτα που είχε φτιάξει, σάπιζε στο ψυγείο μέρα με τη μέρα και το έτοιμο φαγητό, από τα κοντινά εστιατόρια είχε γίνει κακιά συνήθεια πλέον.
Τίποτα όμως δεν τον είχε προετοιμάσει για εκείνο που θα ακολουθούσε.
Με το που σηκώθηκε από το κρεββάτι κι έκανε τα πρώτα βήματα, ένιωσε πως, δεν ήταν και τόσο σόι. Ένα ρίγος, με φορά από τον αυχένα του, μέχρι χαμηλά στη σπονδυλική του στήλη. Μια ανατριχίλα λες και είχε δει φάντασμα και δόντια που, κροτάλιζαν ανεξέλεγκτα.

Γνώριμο συναίσθημα, βέβαια.

Χώθηκε γρήγορα κάτω από τα σκεπάσματά του και κουλουριάστηκε, λες και ήταν κάνα σκουλήκι ή σκαντζόχοιρος ή δεν ξέρω κι εγώ τί. Κάτι, τέλος πάντων, από εκείνα τα ζωντανά που κρύβονται μέσα στο ίδιο τους το σώμα, σαν νιώσουν τη ζωή τους να απειλείται.

Κι εκείνος, τώρα δα... αυτό φοβόταν.

Ήταν μόνος.
Εντελώς μόνος.
Αν πάθαινε κάτι μες στη νύχτα, δεν υπήρχε ούτε ένας άνθρωπος να τρέξει για βοήθεια.

Έκλεισε τα μάτια και μουρμούρησε μια προσευχή.
Την είχε πρόχειρη μιας και τελευταία, κάτι ψιλοανακοπές, τις πάθαινε από όλα αυτά που κατέβαζε.





Ξύπνησε τέσσερις μήνες μετά. Μούσκεμα στον ιδρώτα. Πιο πολύ το μαξιλάρι δηλαδή κι όχι τόσο το υπόλοιπο κορμί, αφού κοιμόταν πάντα ξεσκέπαστος, γυμνός...
Αυτήν όμως τη ρημάδα, τη νυχτερινή εφίδρωση, την είχε εδώ και χρόνια. Από τότε. Με τον καρκίνο. Και πάντα στο κεφάλι. Ήταν δεν ήταν κουρεμένος, χειμώνα - καλοκαίρι το κεφάλι του ίδρωνε πολύ. Είχε πετάξει καμιά δεκαριά μαξιλάρια ως τώρα.
Ακόμα και τα πολύ ακριβά, ανατομικά που είχε πάρει.
Μαλακία, αν το σκεφτείς, γιατί θα μπορούσε κάλλιστα να είχε αγοράσει προστατευτικές μαξιλαροθήκες, σαν κι εκείνες που του είχε αγοράσει η γυν...

Έκλεισε τα μάτια του ξανά.
Αυτή τη φορά, όχι για να κοιμηθεί, μα για να προσπεράσουν τα φαντασματάκια που, άρχισαν να καταφθάνουν ενόσω εκείνος σχημάτιζε την προηγούμενή του σκέψη.

Η φασαρία έσβησε σιγά σιγά κι εκείνος επανήλθε στην πραγματικότητα...
Χα! Λες κι οι μνήμες δεν είναι πραγματικότητα.

Αλήθεια, είναι;

Έριξε άλλη μια ματιά τριγύρω του. Κάτι δεν κολλούσε.
Κάτι δεν...
Θυμόταν πολύ καλά πως, είχε κουκουλωθεί ως τα αυτιά γιατί τον είχαν πιάσει ρίγη.
Και τώρα... Τώρα ιδρωμένος, τα σκεπάσματα στο πάτωμα και μια τεράστια λαχτάρα για...
...για φρουτοσαλάτα;

- "Ρε πούστη μου! Τί διάλο...", μουρμούρησε χαμένος, με το βλέμμα του να πέφτει μια στο παράθυρο και μια στο ρολόι του κινητού.

Όλα καλά με την ώρα.
Μεσημέρι ένιωθε, μεσημέρι ήταν.

Εκείνο που, δεν πήγαινε καλά, ήταν τελικά... η ημερομηνία.

Για κάποιο λόγο, το κινητό του έδειχνε "20 Dec 2015"!
Άνοιξε στα γρήγορα τον υπολογιστή.

Δευτερόλεπτα μετά, η επιβεβαίωση του έκατσε κάπως βαριά στο στομάχι. Και στην καρδιά. Και στο θολωμένο του μυαλό.
Και στον αυχένα που, δεν περιστρεφόταν πλέον με τίποτα.
Μόνο μπροστά.
Ευθεία.

Στην οθόνη του υπολογιστή.

Είκοσι Δεκεμβρίου, ήδη!
Καλά, πού είχε χαθεί τόσους μήνες; Πόσο καιρό κοιμόταν; Ήταν άρρωστος; Είχε κάποιο ατύχημα; Ήταν στο νοσοκομείο; Σε κώμα μήπως; Είχε τρελαθεί;
Κι αυτή η λαχτάρα για φρουτοσαλάτα, από πού στο διάλο ξεφύτρωσε;
Αφού, το τελευταίο που θυμόταν ήταν να τσακίζει μισό ψητό κοτόπουλο και μια διπλή μερίδα πατάτες από το Oporto. Φρούτα, μόνο καταλάθος, μέσα σε κάνα κέικ αν θα έτρωγε...

Ο πάγκος της κουζίνας ήρθε κι έκατσε σαν κερασάκι στην τούρτα της φρίκης του.
Παρόλο που δεν είχε κερασάκια, είχε μια τεράστια φρουτιέρα, η οποία δεν του θύμιζε το παραμικρό και μέσα της υπήρχαν, τρεις μπανάνες, καμιά δεκαριά βερύκοκα, ακτινίδια κι αχλάδια...
Στο δε ψυγείο, το οποίο το άνοιξε αμέσως μετά κι έχοντας κάνει ήδη την προσευχή του για να βρει λίγη παγωμένη πίτσα, λίγο χτεσινό κοτόπουλο, λίγο από οτιδήποτε junk που να ταιριάζει στα όσα θυμόταν για τον εαυτό του ρε διάολε... υπήρχαν δυο μικρά πλαστικά κεσεδάκια με blueberries!

Έκανε δυο βήματα πίσω και στηρίχτηκε στο νεροχύτη...
Τελικά, η φρίκη του δεν ήταν που δε θυμόταν.
Η φρίκη του ήταν ότι, ο οργανισμός του λαχταρούσε να τα σκίσει.
Τα φρούτα.
Ποιος;
Αυτός!




Σίγουρα δεν κοιμόταν.
Σίγουρα δεν ονειρευόταν.
Σίγουρα..
Πόσο σίγουρο είναι αυτό το Σίγουρα πια;


Και πόσες φορές, τώρα που το καλοσκεφτόταν, δεν είχε πιάσει τον εαυτό του "αλλού";
Να ξυπνάει ή έστω να ανοιγοκλείνει τα μάτια και να βρίσκεται εκτός τόπου και χρόνου;
Να είναι άλλος;
Να είναι κάποιος παλιός ή επόμενος εαυτός του;
Ή ακόμα κι εντελώς διαφορετικός από αυτό που ήταν;
Και στην τελική, τί ήταν; Ποιος ήταν;
Πού ήταν;

Αλήθεια... Πού ήταν;
Α, ναι. Αυστραλία ήταν.
Αυτό το θυμήθηκε σχετικά γρήγορα. Ένιωθε ολίγον από πατρίδα πλέον.

Γιατί, στο κάτω κάτω, τί είναι πατρίδα ρε φίλε; Αν όχι ο τόπος που, σε αγκαλιάζει και σου δίνει τη δυνατότητα να δημιουργήσεις, τότε τί;

Στο κάτω κάτω...
Γιατί, στο πάνω πάνω, πατρίδα μέσα του ήταν ακόμα κι εκείνη η άλλη. Με το Π κεφαλαίο.

Χα... Πατρίδα με κεφαλαίο π!
Και την πουτάνα τη γράφεις με κεφαλαίο π άμα θες.
Κι η συγκεκριμένη Πατρίδα είχε γίνει η πουτάνα του Κεφαλαίου.

Εδώ και χρόνια.

Μα, αυτό δεν ήταν το θέμα του τώρα δα.
Το θέμα του ήταν πώς διάλο ή πού διάλο είχε χαθεί τόσους μήνες και ξύπνησε τώρα.
Πώς είχαν αλλάξει τόσο απότομα, τόσο ξαφνικά, τα γούστα κι οι συνήθειές του και πόσα άλλα είχαν συμβεί που δε θυμόταν...

Το ότι, μέσα στο ντουλάπι βρήκε κονσέρβες τόνο και μούσλι, διόλου τον παραξένεψε.
Μετά από αυτό το σοκ, ήταν σίγουρος πως, κάπου μέσα στο δωμάτιό του, θα έπαιζαν και τίποτε βαράκια ή καμιά άλλη μαλακία στην οποία θα είχε αρχίσει να επιδίδεται δίχως να το θυμάται.

Ω, ναι... Στην τσάντα της δουλειάς του, έπαιζαν δυο hand grips!

Ώρα θα 'ταν τώρα, να είχε και καμιά συνδρομή σε κάνα γυμναστήριο και να μην το θυμόταν.

Έριξε πάνω του ένα μπλουζάκι κι έψαξε να βρει τα αγαπημένα του σορτς.
Ήθελε να βγει έξω. Να κάνει ένα τσιγάρο. Να ξεθολώσει λίγο...
Ρε, μπας κι είχε κόψει και το τσιγάρο;
Όχι. Το πακέτο ήταν στην κάτω αριστερά τσέπη που το έβαζε πάντα. Πάλι καλά...
Αν και, δε θα έλεγε όχι στο να είχε κόψει τούτο το συνήθειο που ξανάρχισε από πέρσι, έπειτα από εγκράτεια εννέα ετών.




Δυο βήματα αργότερα, βρισκόταν σωριασμένος στο πάτωμα...
Το σορτσάκι του κυλιόταν κι αυτό, στους αστραγάλους.

Καλά ρε πούστη;
Πόσα κιλά είχε χάσει;




...απόσπασμα από τη ΣυνΛογή κειμένων "Η Επιστροφή", Γρ. Κρέζος 1969 -




Thursday 12 November 2015

* Αργείς...

Κοίταξε μια τελευταία φορά το κινητό του, πριν μπει για ντους...
Τίποτα.

Ήταν δεν ήταν καμιά ώρα που, είχε στείλει μήνυμα στον Άλλον, αλλά απάντηση καμία.
Ούτε καν αναφορά παράδοσης δεν είχε λάβει.
- "Έχει γούστο...", μονολόγησε και το πέταξε πάνω στο κρεββάτι.
Το κινητό αναπήδησε φυσικά κι έπεσε στο πάτωμα.

Το είχε κόλλημα από το στρατό. Ξέρεις. Αυτό με το στρωμένο κρεββάτι.
Για την ακρίβεια, κόλλημα με το στρωμένο, τσίτα, κρεββάτι που, ό,τι κι αν έριχνες πάνω του, χοροπηδούσε σαν σε τραμπολίνο...
Του είχε γίνει συνήθειο και το έβρισκε απόλυτα φυσιολογικό. Δεν του έπαιρνε και πολλή ώρα άλλωστε. Παρόλο που, κάθε πρωί κουραζόταν και μόνο στην ιδέα...
Όμως, με το που έπιανε τις δυο άκρες των σκεπασμάτων, μέσα σε δευτερόλεπτα, το είχε ήδη στρώσει. Στρατιωτικά...
Περνούσε βέβαια τις φάσεις του και μια στο τόσο, ούτε που έδινε μεγάλη σημασία...
Ακόμα κι όταν τύχαινε να κοιμηθεί σε άλλο σπίτι, ακόμα και σε ξενοδοχείο, το άφηνε πάντα τακτοποιημένο.
Ε, καλά... Τις περισσότερες φορές.

Το κινητό έμεινε στο πάτωμα κι εκείνος μπήκε για ντους.
Άλλη μια απίστευτα υγρή μέρα. Και το περπάτημα από τη δουλειά στο σπίτι, έμοιαζε αγγαρεία. Κι όσο περνούσε ο καιρός, το σκεφτόταν πολύ σοβαρά να προχωρήσει σε μεγάλες αλλαγές. Ριζικές και... Κλαδικές.
Ό,τι κι αν σήμαινε αυτό.

Εδώ που τα λέμε... όταν σκεφτόταν κάτι πολύ σοβαρά, συνήθως δεν έκανε το παραμικρό ή... του έπαιρνε πολύ, πάρα πολύ μέχρι να το πραγματοποιήσει.
'Πραγματοποιήσει' είπα;
'Να το ξεκινήσει καν' ήθελα να πω...

Ήταν από εκείνους που, σε μια στιγμή, μπορούσε να βρεθεί στην άλλη άκρη του πλανήτη, έτσι. Επειδή του το ψιθύρισε ή του το ούρλιαξε η καρδιά του. Σάμπως, πώς είχε βρεθεί εδώ;
Ή εκεί;
Όταν όμως προγραμμάτιζε, ακόμα και το να πάει για τα ψώνια της ημέρας ή της βδομάδας, ήταν ικανός να το αναβάλει επ' άπειρον. Με το ψυγείο του να μένει άδειο για μέρες. Για να μην πω 'βδομάδες' και τον εκθέσω.

Έτσι και με τη δουλειά. Ή το σπίτι που έμενε.
Κάτι δεν του πήγαινε κι έπρεπε να το αλλάξει.
Γιατί βλέπεις... δεν ήταν από εκείνους που διορθώνουν πράγματα, όταν εμπλέκονται Τρίτοι.
Πίστευε πως, ο καθένας οφείλει να ταΐζει τους δικούς του Δαήμονες, μέχρι να καεί ή να τους κάψει και δεν υπήρχε κανείς λόγος να ασχοληθεί με 'ανθρώπους' οι οποίοι δεν ήταν κομμάτι της αποστολής του. Της 'δουλειάς' του, όπως συνήθιζε να λέει.
Απλά, προσπερνούσε, πότε χαλαρά κι αδιάφορα και πότε προκαλώντας μεγάλο κρότο και συνέχιζε την πορεία του.

Κάπως έτσι το έκοβε και τώρα.
Είχε μια αποστολή, την οποία ήθελε να φέρει εις πέρας και δεν υπήρχε περίπτωση να μπει σε διαδικασία εξομάλυνσης της υπάρχουσας κατάστασης.
Αποθέματα υπομονής είχε αρκετά, στο κάτω κάτω.
Άλλο ήταν το θέμα του τώρα.
Και μάλιστα, είχε προκύψει ακριβώς με τον τρόπο που είχαν προβλέψει εδώ και καιρό.
Κι ας έμοιαζε να σκάει από το πουθενά...

Γι αυτό και είχε ανάγκη να του μιλήσει.
Για αυτό και του είχε στείλει μήνυμα φεύγοντας από την εταιρία.
Ήλπιζε πως, θα είχε απάντηση μέχρι να επιστρέψει.
Μόνο που...
Μόνο που, δεν είχε καν λάβει αναφορά παράδοσης.
Δεν ήθελε να τον πάρει τηλέφωνο. Ήταν μια από τις συμφωνίες τους, την οποία σέβονταν κι οι δυο, όσο καμία άλλη.

Κάθε φορά που ο ένας είχε την ανάγκη του άλλου, έστελναν απλά ένα μήνυμα.
Όσο φλέγον κι αν ήταν το ζήτημα που απασχολούσε τον καθένα τους.
Ούτε που θυμόταν ποιος το είχε προτείνει. Ούτε κι είχε σημασία μάλλον.
Απλά, το τηρούσαν.
Λένε πως, η πιο ισχυρή σχέση είναι η αντρική φιλία.
Ίσως και να ήταν έτσι.
Αυτοί οι δυο βέβαια, δεν ήταν κι οι καλύτεροι φίλοι, μα το μόνο σίγουρο ήταν πως, αν πέθαινε ο ένας, θα τον ακολουθούσε κι ο άλλος!
Την ίδια στιγμή.
Και δίχως πολλά πολλά.

Ξέρω. Ακούγεται υπερβολικό...
Όμως, γνωρίζω καλά και τους δυο και η κουβέντα μου αυτή είναι πολύ μετρημένη.

Κρέμασε την πετσέτα του μπάνιου, γκρινιάζοντας...
Φρεσκοπλυμένη, ρε πούστη μου, αλλά είχε τόση υγρασία που, δεν υπήρχε περίπτωση να στεγνώσει, ακόμα κι αν την άπλωνε έξω, μιας και έβρεχε εδώ και ώρα. Στεγνωτήριο, δεν έπαιζε στο μαλακόσπιτο που είχει επιλέξει να μείνει, οπότε, θα την έβαζε ξανά για πλύσιμο το πρωί, μαζί με την υπόλοιπη μπουγάδα που του είχε απομείνει...
Σιχαινόταν τις πετσέτες που έμεναν υγρές...
Αν δεν προλάβαινε να στεγνώσει η μία από ντους σε ντους, βουτούσε άλλη.
Γι αυτό και ξέμενε συχνά. Γι αυτό και υπήρξαν φορές που, είχε σκουπιστεί με κάποιο μπλουζάκι, βγαίνοντας από το μπάνιο...
Γιατί, διάολε, πόσες πετσέτες μπορεί να έχει κάποιος πια;

Γύρισε στο δωμάτιο και μάζεψε το κινητό από το πάτωμα.
- "Ξεκάβλωσες, μαλακισμένο;", φώναξε στο κινητό του, λες κι εκείνο έφταιγε που είχε πέσει στο πάτωμα.

Μήνυμα, φυσικά, δεν είχε έρθει.
Είχε έρθει όμως η αναφορά παράδοσης.
Αν μη τι άλλο, το μήνυμα είχε βρει τον παραλήπτη.
Το μόνο που μπορούσε να κάνει πλέον, ήταν το να περιμένει την απάντησή του.
Ή μια του κλήση.

Τα μάτια του έτσουζαν.
Νύσταζε πολύ.
Τον τελευταίο καιρό, οι ώρες που δούλευε ήταν πολύ ανάποδες για τα δεδομένα του.
Πόσο καιρό είχε να ξεκουραστεί;
Ένα χρόνο; Μια μέρα; Μια βδομάδα;
Ζωές ολόκληρες;

Από τη φωτιά στον πάγο και πάλι πίσω. Ναι. Εντάξει.
Έτσι ήταν. Έτσι είχε γεννηθεί. Έτσι είχε μεγαλώσει. Έτσι πορευόταν ως τώρα.
Μα για πόσο;
Τα χρόνια περνούσαν και σε ετούτη την πίστα που, είχε επιλέξει να γίνει η συνάντησή τους, το μόνο δεδομένο, η μόνη σταθερά, μέσα στην άβυσσο των μεταβλητών που απαρτίζαν την εξίσωσή τους, ήταν η περατότητα του Χρόνου.

'Να ζήσει τα Ανθρώπινα' δεν είχε επιλέξει;
Και μάλιστα, επί λέξη;
Αναμενόμενα όλα, λοιπόν.

Πήρε στα χέρια του το τετράδιο σημειώσεων.
Ταλαιπωρημένο, κιτρινισμένο και με λιγοστές σελίδες να έχουν απομείνει.
Νομίζω πως, ήταν κατοστάφυλλο.
"ΔΙΕΘΝΕΣ" έλεγε στην ετικέττα του...

...μα, φυσικά. Τί άλλο;
 Γι αυτό και είχε γυρίσει τον Κόσμο.
'Αναποδογυρίσει', για να είμαστε κι ακριβείς.

Τη συγκεκριμένη εξίσωση, την πάλευε με μολύβι και χαρτί.
Και δίχως γομολάστιχα. Δε διόρθωνε τα λάθη του.
Απλά, ξεκινούσε από την αρχή, φροντίζοντας να μην τα επαναλάβει.
Κάτι, το οποίο δεν του έβγαινε πάντα.

Αυτή τη φορά, δεν ήθελε να σκίσει τη σελίδα και να ξεκινήσει άλλη.
Ούτε ήταν έτοιμος ούτε πρόθυμος να κάνει κάτι τέτοιο.
Στην τελική, γνώριζε πολύ καλά τί ήταν να κάνει.
Απλά, δε μπορούσε να θυμηθεί ποιο από όλα τα Αξιώματα έπρεπε να χρησιμοποιήσει.

Γι αυτό και είχε ανάγκη τον Άλλο.
Ο Άλλος ήταν πολύ καλύτερος σε Αυτά.
Κι Αυτός ήταν πολύ καλύτερος στα Άλλα.

Κάπου μέσα στο χάσιμο της Σκέψης του, το κινητό του χτύπησε... κι από τη λαχτάρα του να το αρπάξει, το έριξε και πάλι στο πάτωμα.




Ήταν ο Άλλος.
- "Giussepe Peano", του είπε και του το έκλεισε στα μούτρα...




...απόσπασμα από τη ΣυνΛογή κειμένων "Η Επιστροφή", Γρ. Κρέζος 1969 -




Sunday 2 August 2015

* Τέσσερις εποχές (2)

Κάνοντας ένα μεγάλο κύκλο (πόσο, μα πόσο αχρείαστος ήταν!), βγήκε και πάλι στη λεωφόρο. Και μάλιστα, αρκετά πιο μακρυά από εκεί που ήθελε να πάει.
Δεν υπήρχε λόγος να επιχειρήσει να περάσει απέναντι από το σημείο που βρισκόταν. Η ροή των αυτοκινήτων ήταν τόσο πυκνή και συνεχής και στα δύο ρεύματα που, το να διασχίσει έξι λωρίδες, ήταν κάτι παραπάνω από παράτολμο.
Προχώρησε προς την πιο κοντινή του διάβαση, η οποία ήταν γύρω στα διακόσια μέτρα πιο κάτω, στην οποία θα είχε βγει κατευθείαν, αν έπαιρνε το άλλο μονοπάτι φεύγοντας από το πάρκο.

Όσο αυτός περίμενε να ανάψει το πράσινο για τους πεζούς και υπακούοντας σε έναν κανόνα, από εκείνους που δεν έχουν εξαιρέσεις, το λεωφορείο πέρασε από μπροστά του και σταμάτησε πενήντα μέτρα πιο κάτω.

Το φανάρι άναψε, επιτέλους και ξεκίνησε να διασχίζει τη λεωφόρο. Δεν υπήρχε περίπτωση να το προλάβει. Χαλάρωσε το βήμα του, πήρε μια βαθειά ανάσα και...
Κι όμως!
Το λεωφορείο έδειχνε να περιμένει. Τί άραγε;

Έριξε μια βιαστική ματιά στην ώρα. Τέσσερις και τριαντατέσσερα. Ο οδηγός είχε φτάσει ένα λεπτό νωρίτερα και περίμενε να πάει και τριανταπέντε, για να φύγει.
Ακόμα και για ένα λεπτό, μπορούσε να μπλέξει άσχημα αν έφευγε από τη στάση νωρίτερα από την προβλεπόμενη ώρα, σε περίπτωση που κάποιος έκανε αναφορά στην εταιρία.
Πήρε μια βαθειά ανάσα και άνοιξε το βήμα του!
Θα το προλάβαινε τελικ-...

Οι πόρτες έκλεισαν, το δεξί φλας άρχισε να αναβοσβήνει... και το λεωφορείο ξεκίνησε, πριν αυτός καν ολοκληρώσει τη σκέψη του.

Το επόμενο θα ήταν σε μισή ώρα.
Κι αυτό, για να πάει στο σταθμό του τρένου κι από κει να πάρει άλλο λεωφορείο.
Δεν υπήρχε περίπτωση να κάνει κάτι τέτοιο...
Αντί να περιμένει, θα ξεκινούσε με τα πόδια. Ήταν υπέροχο το απόγευμα και θα ήταν μια εξίσου υπέροχη βόλτα.

Η παραλία ήταν μόνο πέντε χιλιόμετρα από το σπίτι του.
Μόνο που... για ένα και μόνο κομμάτι, πάνω κάτω πεντακόσια μέτρα, δεν εξυπηρετούσε καμία συγκοινωνία. Και ειδικά τις Κυριακές, το τοπικό δεν είχε δρομολόγια.
Το κινητό του είχε ήδη σβήσει, μιας και είχε καταφέρει να τελειώσει τη γεμάτη μπαταρία με την οποία ξεκίνησε, αφού είχε ξεσκιστεί να βγάζει φωτογραφίες και να τραβάει βίντεο όλη μέρα. Οπότε, το να καλέσει ραδιοταξί στη μέση του πουθενά, του το είχε αποκλείσει η τεχνολογία.

Είχε ξεκινήσει από το πρωί.
Το σκεφτόταν εδώ και μέρες, από τη στιγμή που άρχισε να φτιάχνει κάπως ο καιρός.
Ήθελε να πάει σε ένα από τα αγαπημένα του πάρκα. Σχετικά ήσυχο, με μια μικρή παραλία μέσα στα δέντρα και πράσινο... Πολύ πράσινο.
Ήταν μια παραλία στο βάθος ενός απομονωμένου κόλπου, με τη θάλασσα να είναι πολύ μακρυά...
Τμήμα ενός τεράστιου δέλτα, ενός ποταμού που κι αυτός βρισκόταν τόσο μακρυά ώστε το σημείο εκείνο τελικά, να μοιάζει με μια μικρή λιμνοθάλασσα. Σχετικά ρηχή μα, αρκετά βαθειά για να φιλοξενεί τα ιστιοπλοϊκά των γύρω κατοίκων.

Παρακαλούσε να διατηρηθεί ο καλός καιρός μέχρι την Κυριακή, για να μπορέσει να ευχαριστηθεί τη βόλτα του. Να καθόταν και για φαγητό, στο μικρό εστιατόριο του πάρκου.
Α, ναι... και φυσικά, να είναι ανοικτό και να έχει κι ελεύθερο τραπέζι, μιας και η κράτηση ήταν must, κατά το μεγαλύτερο διάστημα του χρόνου.
Το φυλούσε για έκπληξη στον εαυτό του. Έτσι. Να δοκιμάσει την τύχη του ώστε να του δοθεί η ευκαιρία είτε να το απολαύσει περισσότερο, στην περίπτωση που, θα πήγαιναν όλα σύμφωνα με το "θέλω" του είτε να αυτοσχεδιάσει, μετά από πολύ καιρό, στην περίπτωση που δεν θα του καθόταν.

Θα έπαιρνε λεωφορείο μέχρι κάποιο σημείο και κατόπιν, το μονοπάτι που έβγαζε πάνω από το πάρκο, κοντά στο μικρό κτίριο της Δασοφυλακής. Δεν ήταν δα και κάνα τεράστιο δάσος αλλά είχε αρκετές διαδρομές.
Σχεδόν απείραχτα μονοπατάκια, γεμάτα φύλλα και κλαριά πεσμένα... τα οποία δεν χάνονταν, λόγω των πεζοπόρων και των ποδηλατών που τα χάραζαν ξανά και ξανά...
Ίσως σήμερα να πήγαινε και στο lookout.
Στην άκρη ενός βράχου, στην απέναντι μεριά, ο οποίος προσέφερε θέα και στις δυο παραλίες της δυτικής πλευράς του κόλπου.

Στη διαδρομή έβγαλε αρκετές φωτογραφίες. Είχε καιρό άλλωστε να το κάνει.
Τόσες φορές είχαν έρθει, μα ποτέ από ετούτη την είσοδο. Δεν είχε τύχει. Κάτι ο αέρας. Κάτι η διάθεση. Κάτι η κούραση. 

Όπως και να είχε όμως, περνούσαν υπέροχα σε ετούτο το πάρκο. Ακόμα και εκείνες τις φορές που ήταν λίγο τσακωμένοι. Ή απλά κακόκεφοι.
Από όλο αυτό, μόνο κάποιες φωτογραφίες του είχαν μείνει.
Και κάποια διάσπαρτα φαντασματάκια μες στο δάσος που, χαχάνιζαν, ξεπροβάλλοντας ξαφνικά μπροστά του και μετά, εξαφανίζονταν, πριν καν εκείνος στρέψει το βλέμμα προς αυτά...




Στάθηκε στο τελείωμα του μονοπατιού, κάπως πιο ψηλά και κοντά στο φυλάκιο, εκεί που ξεκινούσαν τα σκαλάκια, με το πάρκο και την παραλία να απλώνονται μπροστά του.
Οικογένειες και ζευγαράκια κυρίως. Άλλοι στο γρασίδι, άλλοι στα κιόσκια, άλλοι στο εστιατόριο, άλλοι περατζάδα στην άμμο ή στα δρομάκια, πάνω κάτω...
Α, ναι... και κάποιοι μόνοι, όπως κι εκείνος, να κοιτούν ποιος ξέρει πού...
Στο άπειρο. Παρέα με σκέψεις. Με εκείνους ή εκείνες που τους έλειπαν ίσως. Ή σκεφτόμενοι πως, δεν έχουν πλέον κάποιον να τους λείπει.

Ήταν περασμένες μία.
Κατευθύνθηκε προς το εστιατόριο, το οποίο ναι, ήταν ανοικτό και ναι, είχε καναδυό άδεια τραπέζια ακόμα και μάλιστα δίχως Reserved καρτελάκι πάνω τους.
Ο ιδιοκτήτης, ευγενέστατος και φιλικός, τον υποδέχθηκε στην είσοδο. Αν και στην αρχή, έδειξε σκεφτικός, ξεπέρασε εύκολα το γεγονός πως, αυτός ο πελάτης που του έσκασε ήταν μόνος... μιας και όπως φανέρωνε η κορμοστασιά του, έτρωγε τουλάχιστον για δύο...

Έδωσε μια λιτή παραγγελία.
Λιτή σε σχέση με το περιεχόμενο κι όχι με την τιμή, αφού κυμαίνονταν όλες στα ίδια επίπεδα.
Σαλάτα Caesar, σε παραλλαγή του chef, φιλέτο κοτόπουλο στα κάρβουνα, πατατούλες τηγανιτές και ένα κρασάκι που, αν και του ήταν άγνωστο, του έκανε το ανάλογο κλικ.
Μία ώρα μετά κι αφού τέθηκε σε ισχύ άλλος ένας κανόνας από εκείνους που, δεν έχουν εξαίρεση, τσάκιζε στα γρήγορα το επιδόρπιό του, το οποίο ήταν ένα απίστευτα τραγανό καταΐφι ποτισμένο με ελαφρύ σιροπάκι ροδόνερου, γεμισμένο με ρικότα και ψητά, ζαχαρωμένα φρούτα και μπόλικο, τριμμένο φυστίκι Αιγίνης.
Τώρα, γι αυτό το Αιγίνης, δε θα έπαιρνε και όρκο...
Όρκο όμως θα έπαιρνε για το ότι, το γλυκό ξεπέρασε κάθε προσδοκία που είχε κι άνετα θα χτυπούσε άλλο ένα... αν δεν τον είχε χτυπήσει τόσο πολύ το κρασάκι. Το άγνωστο, μέχρι στιγμές νωρίτερα, κρασάκι που, τελικά αποδείχτηκε ευχάριστο, δυνατό και με έντονη επίγευση πεύκου...
Μέσα στην απρόσμενη αυτή ζάλη, ήρθε κι ο κανόνας που λέγαμε πιο πριν, να δώσει το τελειωτικό χτύπημα... αφού, Κυριακή μεσημέρι σε εστιατόριο, δεν υπήρχε περίπτωση να μην σκάσει μύτη ταλαιπωρημένη οικογένεια με δυο μωρά, εκ των οποίων το ένα, αν μη τι άλλο, θα έκλαιγε ασταμάτητα.
Και σε αυτόν τον κανόνα, δεν υπήρχε εξαίρεση.

Παρήγγειλε και μια take away μόκα, πλήρωσε και κατευθύνθηκε προς την άλλη μεριά του πάρκου.
Μια τεχνητή προβλήτα, χώριζε το υπερυψωμένο πάρκο από το νερό, το οποίο είχε αρχίσει να τραβιέται προς τα μέσα, αποκαλύπτοντας εδώ κι εκεί μερικές ξέρες.
Άναψε τσιγάρο και πριν προλάβει να τραβήξει δεύτερη τζούρα, η ματιά του έπεσε πάνω σε μια περίεργη φιγούρα. Σαν να τον χαιρετούσε κάποιος από μακρυά και να του έδειχνε μια συστάδα δέντρων...

Ω, ναι.
Μα, φυσικά... Ήταν ένα Μπαμπουλάκι. Τί άλλο.
Ένα από εκείνα τα φαντασματάκια που, τον είχαν αφήσει μεν να φάει με την ησυχία του αλλά είχαν σκάσει, προφανώς, μύτη, τώρα που βγήκε να χαλαρώσει και να απολαύσει το απογευματάκι του.
Σε εκείνη τη συστάδα δέντρων είχαν κάτσει παλιότερα. Έτσι... Κυριακή απογευματάκι.
Το μαλακισμένο, του θύμισε μέχρι και τί φορούσαν.
Σορτς χακί εκείνος κι εκείνη, άσπρη, μίνι φούστα και από πάνω, ένα...




Γύρισε το βλέμμα του προς τη θάλασσα και το άφησε να χαθεί απέναντι. Στην άλλη όχθη.
Λίγα λεπτά αργότερα, άναβε και δεύτερο. Και τρίτο.
Στο τέταρτο, κοίταξε για λίγο τον εαυτό του στον καθρέφτη.
Είναι στιγμές που, ακόμα και στη μέση του πουθενά, μπορεί κάποιος να βρίσκει έναν καθρέφτη και να κοιτάζει τον εαυτό του κατάμουτρα.
Αγουροξυπνημένος έδειχνε. Κάπως ταλαιπωρημένος.
Αλλά όμορφος... 
Τον κοίταξε λίγο στραβά κι εκείνος του χαμογέλασε...
Και ίσως, εκείνη η στιγμή ήταν η πρώτη φορά, μέσα στη μέρα που, ένιωσε κάπως πιο άνετα.




Όμως, η μπαταρία του κινητού τελείωνε και δε μπορούσε να χαζεύει τα μούτρα του για πολλή ώρα ακόμα. Του έκλεισε το μάτι, τράβηξε και μια selfie να καμαρώνει την ομορφιά του και το έβαλε ξανά στην τσέπη.

Ήταν ήδη περασμένες τέσσερις όταν θυμήθηκε πως, στο δρόμο για το γυρισμό, θα είχε κίνηση μετά τις πέντε.
Είχε αγώνα στο τοπικό στάδιο και οι δρόμοι θα ήταν μπλοκαρισμένοι.
Κι έτσι λοιπόν, με συνοπτικές διαδικασίες, έκανε νόημα στα φαντασματάκια πως, το πάρτυ τους ήταν ως εκεί. Τα χαιρέτησε και ξεκίνησε να βγει στη λεωφόρο.
Μόνο που... είχε πάρει λάθος μονοπάτι.
Εκείνο που τον έβγαλε μακρυά από τη στάση. Εκείνο που τον έκανε να χάσει το λεωφορείο. Εκείνο που τον έφερε να περπατάει τώρα μες στη λεωφόρο, με πέντε χιλιόμετρα υπόλοιπο διαδρομής για το σπίτι...

Αφήνοντας πίσω του την κεντρική διασταύρωση με τον King George road, ανηφόρησε για λίγο την Princess Highway για να στρίψει, μερικά λεπτά αργότερα στο Woniora road, ησυχάζοντας από τη φασαρία της. Θα πήγαινε μέσα από τα στενάκια που δε θα είχε κίνηση. Κυριακή απόγευμα, οι περισσότεροι θα φρόντιζαν τους κήπους τους, το αυτοκίνητό τους ή θα έβγαζαν το σκύλο τους βόλτα τέτοια ώρα.
Μόνο που...

- "Μην τρέχεις εκεί στη στροφίτσα!", άκουσε μια γνώριμη φωνή!
Σταμάτησε και κοίταξε πίσω του...
Κανείς...
- "Ακους;", συνέχισε η φωνή στον ίδιο τόνο, ξεκαρδισμένη στα γέλια.
Μα, αυτή ήταν δική του! Είτε πίσω είτε μπρος είτε γύρω του, όπου κι αν κοιτούσε, δε θα έβλεπε κάποιον άλλο, μιας και η γνώριμη αυτή φωνή, ερχόταν από μέσα του.

- "Ε, καλά... μόνο λίγο!", του απαντούσε μια άλλη, εξίσου γνώριμη φωνή κι εξίσου ξεκαρδισμένη.

Κι εκείνη τη στιγμή, χίλια εννιακόσια εξήντα τρία Μπαμπουλάκια έσκαγαν από το βάθος του δρόμου. Από τη στροφή. Εκείνο το απότομο zig zag στο ύψος του σχολείου.
Λες κι ήταν κρυμμένα στους κήπους των σπιτιών της γειτονιάς... Λες και του είχαν στήσει ενέδρα. Λες και ήξεραν τα σκασμένα από νωρίτερα πως, θα κατέληγε να ξανακάνει μόνος του αυτήν τη διαδρομή.

Γι αυτό κατέληξε σε εκείνο το στενό...
Το σώμα πήγε από μόνο του, αφού γνώριζε καλά το δρόμο αυτό, μιας και τον είχε χαράξει και περπατήσει άπειρες φορές στο παρελθόν, όταν εκείνη τον άφηνε τα πρωινά, εκεί πιο πάνω, πριν πάει στη δουλειά της κι εκείνος γυρνούσε με τα πόδια σπίτι.
Τέσσερα χιλιόμετρα. Κάθε πρωί στις επτά. Δέκα μήνες.
Μέχρι που ξεκίνησε κι εκείνος να δουλεύει κι έπαψε να κάνει πια αυτήν τη διαδρομή.

Κάτι ήταν κι αυτό. Μια άσκηση για εκείνον. Έστω κι έτσι.

Και να που βρισκόταν και πάλι εκεί... Και δεν υπήρχε επιλογή.
Θα έπρεπε να διασχίσει κάθε γειτονιά μέχρι να φτάσει.
Χίλια εννιακόσια εξήντα τρία Μπαμπουλάκια. Τα πιο φοβερά από όλα τα φαντασματάκια της. Να του την έχουν στημένη.
Το μόνο που τον έσωζε ήταν πως, εκείνος είχε έξι παραπάνω.
Δε μπορεί. Θα ήταν αρκετά.
Ακόμα κι αν όλα έπεφταν στη μάχη, σώμα με σώμα, εκείνα τα έξι που θα περίσσευαν, θα μπορούσαν να τον περάσουν απέναντι. Μέχρι το σπίτι.
Αρκεί να...
Αρκεί να άντεχαν τα υπόλοιπα και να μην έπεφτε στη μάχη ούτε ένα.

Κι έτσι κι έκανε.
Και τα χίλια εννιακόσια εξήντα εννέα φαντασματάκια του, ρίχτηκαν με δύναμη.
Κι όσο πλησίαζε στο επόμενο στενό κι όσο οι εικόνες ζωντάνευαν μνήμες έντονες από το πρόσφατο παρελθόν κι όσο σπίτια, κήποι και αυλές ξεφύλλιζαν ημερολόγια δέκα μηνών, τόσο πιο σκληρή γινόταν και η μάχη.

Δυο ζωές μετά, αυτός και τα έξι εναπομείναντα φαντασματάκια του, έφταναν στο σταθμό του τρένου στο Allawah. Δεν άντεχε να περπατήσει άλλο. Δεν είχε νόημα. Δεν του έκανε άλλο αίσθηση μετά από τόση παραίσθηση.
Από κει, θα μπορούσε κάλλιστα να πάρει το τρένο για το σπίτι.
Δυο λεπτά διαδρομή θα ήταν όλα κι όλα.

Άφησε το κορμί του να πέσει με δύναμη στο μπλε, φρεσκοβαμμένο παγκάκι του σταθμού.
Δυο τρένα αργότερα, το δικό του σταματούσε κι άνοιγε τις πόρτες του, φωνάζοντάς τον.

Αυτό το τρένο, δεν θα το έχανε. Είχε χάσει τόσα άλλα.
Και τις δύο πιο πρόσφατες φορές... είχε προλάβει τρένα που πήγαιναν αλλού.

Παραπάτησε καθώς το τρένο ξεκίνησε απότομα, μα άρπαξε τη λαβή ενστικτωδώς.
Θα κρατιώταν ετούτη τη φορά γερά, σε αυτό το τρένο.
Το δικό του τρένο.

Μέχρι να φτάσει σπίτι.
Μέχρι να γυρίσει σπίτι.






...απόσπασμα από το Ημερολόγιο "Τέσσερις Εποχές, Χειμώνας", του Γρ. Κρέζου




Sunday 26 July 2015

* Στικάκι...

Έπρεπε.
Κι ας μην το είχε.
Το χτεσινό της μήνυμα τον είχε ανακατέψει και, μα τον όποιο θεό εξουσιάζει συναισθήματα και μνήμες, δεν του άφηνε και πολλά περιθώρια για να επιλέξει τί και πώς θα νιώσει.

Κατέβασε από το διαδίκτυο όσα έγγραφα κι αντίγραφα χρειαζόταν και τα έσωσε όλα μαζί στον φάκελλο που είχε δημιουργήσει. Ήθελε να τα εκτυπώσει και να τα πάρει μαζί του στο λογιστή τη Δευτέρα κι επειδή δεν είχε εκτυπωτή, το να τα ρίξει σε ένα στικάκι και να πάει στη Βιβλιοθήκη, ήταν μια εύκολη λύση.




Ναι.
Πρακτικά.
Και μόνο πρακτικά, μιας και σε εκείνη την περιοχή είχε πάρα πολύ καιρό να πλησιάσει.
Εκκλησία, Πλατεία, Βιβλιοθήκη, το Κινέζικο μαγαζάκι και τα δυο Ταϋλανδέζικα εστιατόρια, κρατούσαν τα σχοινάκια που, κρέμονταν οι αναμνήσεις του. 
Και σήμερα, π' ανάθεμά το... φυσούσε ένας παγωμένος αέρας!
Κι όσο φυσούσε, τόσο κουνούσε τα σχοινάκια.
Μνήμες μαζεμένες γύρω από μια Πλατεία.
Όπως και το διαμέρισμα της μικρής. Απέναντι από όλα αυτά και ψηλά. Πολύ ψηλά.
Τα τελευταία της γενέθλια εκεί τα είχαν γιορτάσει.

Σήκωσε ασυναίσθητα το βλέμμα του προς τα πάνω.
Το μπαλκόνι χάραζε μια ευθεία με το σταυρό της Εκκλησίας και κατέληγε πάνω του.
Τον τρυπούσε, κάπου εκεί στο στέρνο, έβγαινε από την άλλη, σκίζοντας ό,τι είχε μέσα του και καρφωνόταν στα μάρμαρα της Πλατείας.

Κάποια πιτσιρίκια πιο δίπλα, πλατσούριζαν στο τεχνητό ρυάκι με το ανακυκλώσιμο νερό, το οποίο, ο κατασκευαστής του συγκροτήματος κατοικιών, περισυνέλεγε σε μια υπόγεια δεξαμενή,  από τα απόβλητα κάθε διαμερίσματος. Στη συνέχεια, έπειτα από επεξεργασία, το νερό αυτό έβγαινε από το μικρό συντριβάνι, κυλούσε στο ρυάκι και παράλληλα, πότιζε και τα δέντρα της πλατείας, χαρίζοντας τον ήχο του, μέσα από έναν αέναο κύκλο αυτόνομης βιωσιμότητας.
Δεν ήταν τυχαίο το ότι, στην πόλη που ζούσε, είχε απονεμηθεί πριν λίγα χρόνια ο τίτλος της πιο βιώσιμης πόλης σε ολόκληρη τη χώρα. Και μάλιστα, αυτό είχε συμβεί την επόμενη κιόλας χρονιά, από τότε που πάτησε εκείνος το πόδι του.
Γελούσε πού και πού με τη σύμπτωση αυτή και τολμούσε να μοιραστεί και κάνα άνοστο αστείο, ευλογώντας τα γένια του.
Και είχε και γένια ο άτιμος.

Σκεφτόταν να κάτσει εκεί για φαγητό αφότου τελείωνε με τις εκτυπώσεις του από τη Βιβλιοθήκη. Θα καθόταν στο αριστερό Ταϋλανδέζικο εστιατόριο. Το πρώτο που είχαν επισκεφτεί ποτέ. Σε αυτό είχαν φάει όλοι μαζί κι ένα από τα βράδυα που ήταν κι η αδελφή του εδώ -σε εκείνο το σύντομο πέρασμά της από την άλλη άκρη του Πλανήτη.
Θα καθόταν μαζί με τα φαντασματάκια του. Ίσως τα κερνούσε εκείνος, για να σκάσουν. Ίσως να τον κερνούσαν κι αυτά, σκίζοντάς τον περισσότερο.
Κάποια στιγμή, πέρασε από το μυαλό του να της στείλει ένα μήνυμα, αν θέλει να φάνε μαζί.
Τί διάλο πια!
Τα πενήντα έφταναν. Μεγάλα παιδιά. Κάποια στιγμή, θα έπρεπε να μιλήσουν και λίγο σοβαρά και ξεκάθαρα, δίχως παιδιάστικες υστερίες κι ιστορίες. Στην τελική, έπρεπε να μιλήσουν επί της ουσίας κι επί των διαδικαστικών.
Από την άλλη πάλι, μια σειρά από λάθος εντυπώσεις θα ήταν ακόμα χειρότερη. Όπως και το μήνυμά της, το προηγούμενο βράδυ.
Κι αυτό γιατί, πριν καν ολοκληρώσει τη σκέψη του, έλαβε άλλο ένα.
"Σταμάτα να με παρακολουθείς", έγραφε.

Το διάβασε καναδυό τρεις φορές για να το εμπεδώσει...
Ποιος παρακολουθούσε ποιον; Και από πότε; Και για ποιο λόγο; Που, κάθε φορά που εκείνος τολμούσε να δημοσιεύσει κάτι, ένας καταιγισμός από κατάρες έπεφτε προς το μέρος του.
Ποιος παρακολουθούσε ποιον; Τί σχέση είχε μια κίνηση καλής θέλησης με κινήσεις που, αποσκοπούσαν στον υποβιβασμό μιας προσωπικότητας;
Βέβαια... φαντασματάκια πολεμούσε κι εκείνος, όπως κι εκείνη.
Ο καθένας με τον τρόπο του μάλλον. Δεν είχε όμως άλλη όρεξη ούτε να σκεφτεί ούτε και να αναλύσει τούτο δα το τελευταίο.
- "Ας είναι", σκέφτηκε και προχώρησε προς την είσοδο της Βιβλιοθήκης, έχοντας έντονη τώρα, τάση για εμετό.

Έκανε μια βόλτα μέσα στο κτίριο, καλώντας όλα εκείνα τα τερατάκια που, ήταν χωμένα σε κάθε γωνιά. Εκεί που σύχναζε αυτός. Εκεί που συνήθιζε να κάθεται εκείνη, διαβάζοντας τα περιοδικά της. Εκεί που κάθονταν κι έπαιζαν επιτραπέζια φωνακλάδες Κινέζοι. Εκεί που μαζεύονταν μαμάδες με τα πιτσιρίκια τους, μετατρέποντας το χώρο της Βιβλιοθήκης σε παιδική χαρά...
Κι όμως. Σήμερα είχε μια απίστευτη ησυχία!
Εκτός από το αυτόματο μηχάνημα επιστροφής βιβλίων, το οποίο σου τρυπούσε τα αυτιά με το beep επιβεβαίωσης που, ακολουθούσε κάθε επιτυχή καταχώρηση!

Διάλεξε έναν υπολογιστή, έβαλε το στικάκι του σε μια USB θύρα κι έκατσε.
Πέρασε τον κωδικό του τρεις τέσσερις φορές ανεπιτυχώς... μέχρι που έβγαλε την κάρτα μέλους από το πορτοφόλι του.
Πόσο καιρό είχε όντως να έρθει! Κι όμως ήταν σίγουρος πως έληγε σε 058 αντί για 538.
Καλά... και για άλλα ήταν σίγουρος αλλά είχε πάρει τα αρχίδια του στο τέλος, οπότε το ξεπέρασε σχετικά εύκολα.

Άνοιξε τον explorer και στη συνέχεια επέλεξε το στικ...

- "Μα, γαμώ το κέρατό μου, γαμώ!", άφρισε από μέσα του, έκλεισε τα μάτια, παίρνοντας ταυτόχρονα μια βαθειά ανάσα για να μη βρίσει και φωναχτά και στη συνέχεια άφησε όλο τον αέρα να βγει από τα ρουθούνια του αργά αργά, μέχρι να ηρεμήσει.
Υποτίθεται, σήμερα θα έκανε όλες τις εκτυπώσεις και την επομένη θα πήγαινε στο λογιστή του πρωί πρωί.
Μόνο που, οι κάθε λογής φρίκες, φέρνουν μεν την κάθαρση αλλά με το σχετικό κόστος...
Και το κόστος της σημερινής φρίκης που, είχε φάει νωρίτερα στο σπίτι, εν όψει της επισκέψεώς του στη Βιβλιοθήκη, ήταν το ότι, έσωσε μεν τα αρχεία στο σωστό φάκελλο του υπολογιστή, μα δεν τα μετέφερε στο στικάκι του...

Αντ' αυτών, είχε μια χαρά κουβαλήσει μαζί του χαρωπές φωτογραφίες.
Κουβαλούσαν φρίκες κι αυτές... αλλά καθόλου σχετικές με το σημερινό αντικείμενο.
Γαμήθηκε λίγο η ψυχολογία του, μιας και θα έπρεπε πλέον να ξανακάνει το δρόμο την επόμενη μέρα, να φάει το πρωινό του τυπώνοντας και μετά, το μεσημέρι, να πάει στο λογιστή κι ό,τι ώρα τελείωνε.

Βγήκε και πάλι στην Πλατεία κι άφησε τον ήλιο να κάψει για λίγο το πρόσωπό του.
Κοίταξε γύρω του.
Η ιδέα, του να κάτσει στο Ταϋλανδέζικο εστιατόριο, ήταν πια εκτός επιλογών κι ας πεινούσε και εκείνος αλλά και τα φαντασματάκια του. Τους έκανε νόημα να μαζευτούν κοντά του και τους πρότεινε να πάρουν το τρένο, να πεταχτούν πιο κάτω για sushi...
Εκείνα, μες στην τρελή χαρά, δέχτηκαν. Είχαν καιρό να φάνε και παράλληλα, θα συναντούσαν και τα εκεί φαντασματάκια.
Τα κυριακάτικα φαντασματάκια. Όταν συνήθιζαν να κάθονται στο, μέχρι κάποια στιγμή, αγαπημένο τους γιαπωνέζικο εστιατόριο.

Κι έτσι κι έκαναν.
Θα ήταν πίσω σε καμιά ώρα. Θα είχε τελειώσει και το πλυντήριο. Θα άπλωνε και θα πήγαινε κατευθείαν για ύπνο. Τον είχε ανάγκη, μιας και το προηγούμενο βράδυ είχε κοιμηθεί κατά τις πεντέμιση.

Βράδυ... Τέλος πάντων.
Ναι. Τελευταία, ο ύπνος του ήταν απίστευτα ακατάστατος. Πότε στις δύο, πότε στις τρεις, τέσσερις. Ίσα που έκλεινε τα μάτια για λίγες ώρες, πριν πάει για δουλειά.
Άλλες φορές, ακόμα κι αν κοιμόταν από νωρίς, ξυπνούσε κάθε δυο ώρες κι έκανε κάνα μισάωρο να αποκοιμηθεί και πάλι.

Εντάξει... είχε αρκετούς λόγους για να χάνει τον ύπνο του ανάμεσα σε σκέψεις. Μα, έπρεπε να το λύσει άμεσα αυτό. Να το αντιμετωπίσει και να το λύσει.
Εδώ και καιρό, και τα δυο του χέρια μούδιαζαν συχνά από τους αγκώνες και μέχρι τα ακροδάκτυλα. Συχνά όμως.
Και ήταν μακρυά. Πολύ μακρυά από κάθε άνθρωπο που, θα έμπαινε στον κόπο να τρέξει για βοήθεια.
Ο πιο κοντινός του άνθρωπος σε τούτη τη χώρα ήταν κι ο πιο μακρυνός του πλέον.

Άναψε το τελευταίο του τσιγάρο βγαίνοντας από το Σταθμό και κατευθύνθηκε προς το εμπορικό κέντρο. Για ένα ολόκληρο χρόνο, θα ήταν υπό ανακαίνιση. Τα περισσότερα όμως καταστήματα λειτουργούσαν.
Ίσως, μετά από τις αλλαγές, να μην του θύμιζε και τόσο τα παλιά, αφού εδώ περνούσαν άπειρες ώρες. Και τελικά, κάθε που έβγαιναν από το σπίτι, περνούσαν όμορφα. Σαν να ήταν άλλοι άνθρωποι. Σαν να είχαν κοινό έδαφος, το οποίο χανόταν πίσω από την πόρτα του διαμερίσματός τους.

Πήρε τα αγαπημένα του πιάτα από το "τρενάκι" του μπαρ.
- "May I also have a small bowl of edamame, please?", ρώτησε τη σερβιτόρα που τον πλησίασε, μιας και δεν έβλεπε να υπάρχει το συγκεκριμένο πιάτο.

Πέντε λεπτά αργότερα, ένα από τα φαντασματάκια τον πλησίασε κι άφησε μπροστά του αυτό που παρήγγειλε, προσπαθώντας να πνίξει το χαχανητό του και κοιτώντας τον με ένα βλέμμα άθλιας ικανοποίησης.
- "Your edamame, sir", του αποκρίθηκε κι έφυγε τρέχοντας προς την κουζίνα, ξεσπώντας σε γέλια, τα οποία πρέπει να ακούστηκαν μέχρι και τρία χρόνια μακρυά...

 Μα, φυσικά...
Ολόφρεσκα, ολόζεστα αχνιστά, τζουμπωτά και με μπόλικο αλάτι. Όπως ακριβώς της άρεσαν κι όπως ακριβώς δεν της τα είχαν φέρει, τις τελευταίες φορές που είχαν φάει μαζί.
- "Μα, έχουν αλάτι;", τον ρωτούσε, κοιτώντας τον στα μάτια για να σιγουρευτεί ότι, δεν είναι απλά ιδέα της κι εκείνος, τις περισσότερες φορές, μάλλον δε πολυέσκαγε γι αυτό. Λες κι εκείνον δεν τον πείραζε όταν του γαμούσαν το αγαπημένο του πιάτο, τη ρωτούσε, "Να πάω να σου φέρω;" κι εκεί τελείωνε η συζήτηση.
Και πάντα, μιλώντας για τις τελευταίες φορές που είχαν φάει μαζί.

Κάποια στιγμή, έσπρωξε μακρυά του τη στοίβα από πιατάκια που, είχαν μαζευτεί μπροστά του κι αποφάσισε να σηκωθεί. Το γαμημένο σύμπαν... σήμερα, όλα στο μενού ήταν παγωμένα, ακόμα και τα φλαμπέ που, μάλλον είχαν φτιάξει νωρίς το πρωί, εκτός από τα γαμημένα edamame φασολάκια που, του κάβλωσε να παραγγείλει.
Ολόφρεσκα, ολόζεστα αχνιστά, τζουμπωτά και με μπόλικο αλάτι.
Ολόφρεσκα, ολόζεστα αχνιστά, τζουμπωτά και...
- "Γαμήσου μαλάκα και προχώρα...", φώναξε στον εαυτό του και γύρισε να πάρει και πάλι το τρένο για το σπίτι.

Για τετρακοσιοστή φορά, οι Κινέζοι που έκαναν διαμαρτυρία έξω από το Σταθμό, του ζήτησαν να προσυπογράψει για την καταπολέμηση της βίαιης δωρεάς οργάνων, μέσα από απαγωγές κλπ κλπ...
Κινέζικα του ακούγονταν. Μα, δεν έχανε και τίποτα να υπογράψει.
Κι όμως, για τετρακοσιοστή φορά, πέταξε ένα βιαστικό 'Όχι' και πήρε τις κυλιόμενες σκάλες που έβγαζαν στην πλατφόρμα.

Στην τελευταία του έξοδο, είχε πάρει για άλλη μια φορά το λάθος τρένο στην επιστροφή. Του είχε κοστίσει πάνω από τρία τέταρτα μες στο κρύο, να περιμένει στου διαόλου τη μάνα, για να έρθει το επόμενο. Βλέπεις, είχε ορκιστεί στον εαυτό του, να μην αγοράσει νέο μπουφάν, αφού ήταν τόσο ηλίθιος να αφήσει πίσω του όσα είχε.
Και τώρα δα, η προσφορά της να του τα μαζέψει ώστε να περάσει εκείνος να τα πάρει, φάνταζε, αν μη τί άλλο, τραγική.
Λάθος ερμηνίες. Λάθος εντυπώσεις.
Ευτυχώς, το δεύτερο μήνυμά της είχε βάλει τα πράγματα στη θέση τους.
Δεν είχε ανάγκη από χάρες κανείς από τους δυο τους.

Άφησε κάτω την τσάντα με τα ψώνια του super market και ξεκλείδωσε την πόρτα του laundry.
Το πλυντήριο τελείωνε σε 5 λεπτά.
Κρατώντας την αναπνοή του για να μην ξεράσει, προχώρησε με γρήγορα βήματα μέχρι την άλλη άκρη του δωματίου κι άνοιξε το παράθυρο, βρίζοντας δυνατά, μιας κι ο άλλος το είχε κλείσει πάλι.
Πώς διάλο να στεγνώσουν τα ρούχα εκεί μέσα και μάλιστα, με κλειστά παράθυρα; Πώς επιβιώνουν ορισμένοι άνθρωποι τελικά;
Μήπως ήταν εκείνος που ζητούσε πολλά;
Ξέρεις... Λίγη αξιοπρέπεια. Μια σχετική ελευθερία έκφρασης. Ένα καλό κρασάκι. Έναν καθρέπτη που να μην παραμορφώνει...
Τόσα πολλά ή τόσο δύσκολα ήταν;

Κάθισε στον υπολογιστή του, ανοίγοντας το μισόκιλο μπωλ παγωτού που είχε αγοράσει από το market. Είχε αρχίσει ήδη να λιώνει κι ήταν όπως το ήθελε. Όπως ακριβώς πρέπει να είναι ένα μισόκιλο παγωτό, για να το κατεβάσει κάποιος σε λιγότερο από μισή ώρα.
Ξέρεις... το κρατούσε μέσα στην παλάμη του και το έτρωγε γύρω γύρω... από τα τοιχώματα. Όσο εκείνα έλιωναν από τη θερμότητα του χεριού, τόσο το κουτάλι του γέμιζε και άδειαζε μέσα σε βογκητά ικανοποίησης.
Κάπου στα μισά, κι αφού ένιωσε κάποιους πόνους στο στήθος, σταμάτησε.

Άνοιξε το παράθυρο, για να φύγουν όσες τύψεις λαιμαργίας είχαν μαζευτεί και άρχισε να γράφει.
Δυο ώρες αργότερα, εξαντλημένος πια, έβαλε ένα ποτηράκι Sangria μέσα στο ποτηράκι που είχε μια στάλα από το χτεσινοβραδυνό μοσχάτο κι έκανε την τελική μορφοποίηση του κειμένου.
Ήταν πολύ κουρασμένος για να αντιμετωπίσει την όποια επίθεση θα ακολουθούσε.
Ήθελε απλά, λίγη ηρεμία. Λίγη ησυχία.
Ήταν ήδη πέντε το απόγευμα και του έλειπε ύπνος.
Ήθελε να διώξει για λίγο την ένταση της ημέρας και να κοιμηθεί.

Χάζεψε για λίγο τα τέσσερα ήτα που, είχαν μαζευτεί το ένα κάτω από το άλλο.
Τέσσερα ήτα, όσα και μια ήττα.
Τα μάτια του έκλειναν. Έτσουζαν πολύ και φάνταζε αδύνατο να τα κρατήσει ανοικτά.

Δέκα λεπτά αργότερα κι ήταν στο κρεβάτι του ξανά.
Το κορμί του πονούσε. Τον ενοχλούσε. Ένιωθε βαρύ. Ήταν βαρύ.
Για την ακρίβεια, ήταν υπέρβαρο κι αυτό δε λυνόταν με μισόκιλα παγωτού.
Έκανε το σεντόνι του ένα κουβάρι, το έχωσε ανάμεσα στα μπούτια του και το γάμησε άγρια. Δυνατά... Άπληστα... χώνοντας βίαια τα δάκτυλα του μέσα στο μαξιλάρι, σα να ήθελε να το ξεσκίσει, να το κάνει κομμάτια...




Οι ήχοι της πόλης άρχισαν να σβήνουν, να χάνονται στο βάθος του μυαλού του κι η ανάσα του να επανέρχεται στον κανονικό της ρυθμό. Ίσως ξυπνώντας, να ήταν τυχερός και να του έμοιαζε όλο αυτό σαν όνειρο.

Και μόνο τα implications μιας τέτοιας ευχής, ήταν αρκετά για να την πάρει πίσω, αφήνοντας ένα γέλιο ειρωνικό να βγει από το στόμα.
Ή μάλλον, μισό.
Είχε ήδη αποκοιμηθεί.




...απόσπασμα από τη ΣυνΛογή κειμένων "Φαντασματάκια", του Γρ. Κρέζου