Thursday 30 October 2014

* Mirabilis Jalapa κι άλλες νυκτερινές ανησυχίες

   Το βραδινό αεράκι, ξαφνικό μα ελαφρύ, περαστικό κι από τη δική του γειτονιά, μπήκε από το μισάνοικτο παράθυρό του, φορτωμένο με τη βαριά μυρωδιά των λουλουδιών του κήπου.
Δειλινό. Το αγαπημένο του νυχτολούλουδο. Ακριβώς κάτω από το παράθυρό του.
Όπως και στην παιδική του γειτονιά. Όπως και στο σπίτι στο χωριό. Μικρός, περνούσε εκεί τα καλοκαίρια.

Έκλεισε τα μάτια του για μια στιγμή.
Πώς πέρασαν τα χρόνια!

Κάπου είχε ακούσει πως, το φαγητό είναι μνήμη.
Του είχε κάνει, σαν παρομοίωση. 
"Ω ναι… Οι γεύσεις και οι μυρωδιές, θυμούνται!", είχε συμφωνήσει.

Και τώρα δα, περνούσαν από μπροστά του όλες εκείνες οι στιγμές που έζησε παιδί.
Μπροστά σε ένα ανοικτό παράθυρο.
Μπροστά σε ένα μισάνοικτο.
Όπως κι απόψε. 

   Λαθρεπιβάτης, μες στη μυρωδιά αυτή, η τσίκνα από τις μπριζόλες που έψηνε ο γείτονας.
- "Από πού είσαι;", τον είχε ρωτήσει όταν πρωτοσυναντήθηκαν.
- "Μακεδόνας!", του είχε απαντήσει εκείνος.
- "Αλήθεια; Από ποιο ακριβώς μέρος της Ελλάδας είσαι;"
- "…όχι. Όχι Ελλάδα. Από το Μπέροβο. Μακεδονία."

   Η επόμενη φορά που ξαναμίλησαν, ήταν για να του υπενθυμίσει να μην μισοπαρκάρει το αυτοκίνητο στο πεζοδρόμιο.
- "Εμένα; Εμένα δε με πειράζει", του είχε πει… "μα, είναι πολλοί εκείνοι που, 'ενοχλούνται' με κάτι τέτοια… κι όταν ενοχλούνται, κάνουν 'διάφορα'!", του είχε κλείσει την κουβέντα και του είχε σκάσει κι ένα χαμόγελο από εκείνα τα… ελληνικά. Κάτ' απ' τ' αυλάκι το χαμόγελο μα, μέσα του, είχε Μεγαλέξαντρους εκείνη τη στιγμή. 
"Που θα μου πεις εμένα, 'Μακεδόνας'… κι από το Μπέροβο!", μονολογούσε προχωρόντας προς την είδοδο.

Δειλινά!
Ποια χάρη τους έκανε ο Θεός για να μυρίζουν έτσι;
Έριξε μία ματιά στον υπολογιστή του, μπας και βρει αναφορές στο αγαπημένο του λουλούδι. Η απογοήτευση τον κτύπησε με τέτοια φόρα, λες και ήταν πια το μοναδικό του πρόβλημα αυτό.

Κι όμως. Αφού…
Αδύνατον!
Άνδεις; Από πού κι ως πού; Αφού δειλινά είχε ο παππούς στο χωριό… Κι όπως και κάθε άλλο τι που, είχε πρωτοδεί σαν ήτανε παιδί, ήτανε σίγουρα κι αυτό ελληνικό.
Μιράμπιλις Χαλάπα…
"Ό,τι να'ναι", σκέφτηκε… 

Χαλάστηκε.
Έκλεισε τον υπολογιστή του κι έπεσε στο κρεβάτι για να κοιμηθεί.
Ήταν ήδη αργά.

Δευτερόλεπτα μετά, ήταν και πάλι όρθιος.
Να βρίζει.
Είχε ξεχάσει ανοικτή τη λάμπα του γραφείου. 

Πέφτοντας και πάλι στο κρεβάτι, πιο βαρύς από ποτέ και μία Σκέψη να χτυπά μαζί με το σφιγγμό του στα μηνίγγια, συλλογίστηκε...
"Πόσα… μα πόσα παίρνει ο άνθρωπος σα δεδομένα".

Κι αυτή η παιδική ηλικία…
Σφουγγάρι το μυαλό. Ναι.
Μα, το σφουγγάρι και στα βρωμόνερα να το πετάξεις... και πάλι, θα ρουφήξει.
   Πόσα άραγε από εκείνα που πίστευε και είχε ως δεδομένα, να ήταν κάπως διαφορετικά από ό,τι εκείνος είχε πιστέψει;
Και πόσα άραγε από εκείνα… τα πιο σημαντικά; Κείνα τα σοβαρά που, ορίζουν τις ζωές μας;

Η μυρωδιά του δειλινού τον χάιδεψε και πάλι.
Βαλτό ήτανε αυτό το αεράκι απόψε.
Και το χαμόγελό της… απέναντί του, να του ψυθιρίζει χαμηλά…
- "Δεδομένα"...

Μα, ναι.
Δεν υπήρχε το παραμικρό δεδομένο μεταξύ τους.
Τιποτα που να τους έχει δοθεί.
Κάθε τι, το είχαν κατακτήσει.

- "Τσούλα γλώσσα!", ούρλιαξε και γύρισε πλευρό.

Ούτε καν εκείνα που κατακτά κανείς, δεν έχει την πολυτέλεια να θεωρήσει 'δεδομένα'.
Μιας κι η ίδια η λέξη, από μόνη της, σημαίνει κάτι άλλο!

Φασαρία!
Και πάλι, στο κεφάλι του, μεγάλη φασαρία.
Η Σκέψη του να χάνεται σε χίλια μονοπάτια.

   Του είχε λείψει μεν ετούτη εδώ η τρέλα… μα, τώρα δα, η μυρωδιά από τα δειλινά τον ζάλιζε όλο και περισσότερο.
Και κάθε που φυσούσε… εκείνος πόναγε και πιο πολύ.





Mirabilis Jalapa! Από τις Άνδεις!
Το "ελληνικό" του, κατά τα άλλα, νυχτολούλουδο…
Δεδομένα!
Άνθρωποι και Δεδομένα.
Δεδομένες καταστάσεις.
Πρόσωπα.
Έννοιες.
Σχέσεις.
Υποσχέσεις.

Δεδομένα που... δε δόθηκαν ποτέ κι από κανέναν.

- "Τσούλα Γλώσσα!", χαμογέλασε τις λέξεις κι έκλεισε τα μάτια.


Σε έξι ώρες θα ξημέρωνε και πάλι ο Ήλιος.
μάλλον!

Μην ήτανε κι αυτό αυθαίρετο ως... 'δεδομένο';




…απόσπασμα από τη συν-λογή κειμένων "Τσούλα Γλώσσα", του Γρ. Κρέζου, 1969-