Monday 13 January 2014

* Σκέψεις ΕπιΣκέψεων (ΠλαγιοΜετΟπτική)



…αν και, θα μπορούσε κανείς να το περιγράψει σαν σκηνή αγαπημένη, από cartoons. Ξέρεις, εκείνη που ανοίγεις μια πόρτα κι ακριβώς από πίσω της είναι άλλη μια πόρτα. Και την ανοίγεις κι αυτή, μόνο και μόνο για να βρεις μια τρίτη, μια τέταρτη… κι όλο να ανοίγεις πόρτες κι όλο να υπάρχει ακόμα μία!

Ακόμα μία τί;
Είσοδος; Έξοδος;
Μα, κάθε Είσοδος είναι και μια Έξοδος. Και το αντίστροφο.


Τις προάλλες… (ή μήπως ήταν Μετάλλες;) προσπαθούσα να φανταστώ μια Πόρτα που, να είναι μόνο Έξοδος. Ή μόνο Είσοδος.
Ξέρεις… να τη διαβείς και να πεις, "Εντάξει. Βγήκα από όλα", δίχως να έχεις μπει σε κάποια άλλα. Ή να τη διαβείς και να πεις, "Μπήκα!", δίχως να έχεις βγει από κάπου αλλού!

Άνοιξα κι έκλεισα άπειρες κι ά-πυρες Πόρτες (ή μήπως ήταν Έμπειρες κι Έν-πυρες;) μα, πάντα… από κάπου έβγαινα και κάπου αλλού έμπαινα. Δίχως Τέλος. Μόνο Αρχή... (ή μήπως ήταν Άναρχη;)

Έτσι κι εκείνο το βράδυ. Ένιωθε κάθε τι γύρω του. Άκουγε. Έβλεπε. Κι αυτό ίσως ήταν που τον ενοχλούσε περισσότερο.
Το ότι, έβλεπε
Το ό,τι έβλεπε.
Ότι, το έβλεπε.

Πάλεψε πολύ μέχρι να καταφέρει να δώσει εντολή και στους έξι μύες των βλέφαρών του, για να ανοίξουν. Αν και δεν πίστευε στο concept του Χρόνου, μέχρι το Σήμα (που ξεκίνησε από τον Εγκέφαλό του), να ολοκληρώσει το Ταξείδι του και να φτάσει στον επιθυμητό προορισμό, του φάνηκε πως πέρασαν αιώνες. Κάτι σαν ηλεκτρομαγνητικές παρεμβολές. Το Σήμα χανόταν και κατέληγε αλλού. Κάποια στιγμή κουνήθηκαν τέσσερις μύες στα χείλη. Δυο στα ρουθούνια του. Δυο στο μέτωπό του. ¨Ενας τρίτος ύφωσε το αριστερό του φρύδι. Έδινε την εντύπωση πως, σαν πιλότος, περνάει ένα ένα τα βήματα ενός μακρού check list. Ξέρεις… να επιβεβαιώσει την λειτουργία όλων των οργάνων.
Μέχρι που, επιτέλους… κατάφερε να κινήσει τα βλέφαρά του. Κι εκείνα άνοιξαν.

Μα, θεέ μου! Το θέαμα ίδιο!

Κι αυτή τη φορά, αν τον παρακολουθούσε κάποιος, θα ερχόταν αντιμέτωπος με μια ανατριχιαστική εικόνα. Ή μάλλον… εγώ που, τον παρακολουθούσα, ανατρίχιασα. Κάποιος άλλος, ίσως και να το διασκέδαζε.
Και τώρα ήμουν εγώ εκείνος, του οποίου ο Εγκέφαλος αρνήθηκε να υπακούσει στην οποιαδήποτε εντολή. Ή μάλλον, υπάκουσα σε μία και μόνη. Να τον κοιτάζω ακίνητος.

Τα βλέφαρά του άνοιξαν. Και στο πρόσωπό του, η προηγούμενη έκφραση αγωνίας, από την υπερπροσπάθεια να κινηθεί, αντικαταστάθηκε από μια έκφραση τρόμου! Τα ρουθούνια του άνοιξαν διάπλατα. Στόμα ερμητικά κλειστό με τα χείλη του να τραβιούνται προς τα πίσω και μόνο από τη δεξιά πλευρά! Τα δάκτυλά του έσφιξαν με δύναμη το σεντόνι κι ακούστηκαν διαδοχικά τριξήματα από κάθε κλείδωση τους!
Άρχισε να κουνά το κεφάλι του αριστερά δεξιά με δύναμη. Σαν να προσπαθούσε να τινάξει κάτι πάνω από το πρόσωπό του!
Σαν να αρνούταν να αποδεχθεί αυτό που του συνέβαινε.
Κι όμως!

Συνέβαινε!
Μπροστά στα μάτια μου!

Μπροστά στα… ή μάλλον, μπροστά ΑΠΟ τα μάτια του!

Τα βέφαρά του άνοιξαν μα, κάτω από αυτά… φανερώθηκαν άλλα δυο βλέφαρα. Κλειστά κι αυτά! Που, με τη σειρά τους άνοιξαν… μόνο και μόνο για να φανερωθούν άλλα δυο κλειστά… κι άλλα δύο… κι άλλα δύο…
Κι αυτό συνεχίστηκε  για ώρες. Μέρες. Χρόνια!

Μέχρι που έγειρε το κεφάλι του στο πλάι ξαφνικά. Αριστερά. Κάθε μυς του κορμιού του χαλάρωσε μέσα σε δευτερόλεπτα (ή μήπως ήταν Τριτόλεπτα;) και διπλώθηκε απελπιστικά αργά (αργά σε σχέση προς τι, μη με ρωτάς), σε εμβρυακή στάση, σαν κουρασμένο ελατήριο που επαναφέρεται σταδιακά, καθώς ελαττώνεται η δύναμη εκείνη που το κρατούσε τεντωμένο.
Μέχρι που, εξωτερικά, το Σώμα του έμεινε Ακίνητο.
Μιας και το Μέσα του παρέμενε Αεικίνητο… να επιστρέφει κυνηγώντας κάθε κομμάτι του Εφιάλτη του, για να το ζήσει ξανά και ξανά. Στο Δικό του πλέον έδαφος…
Μέσα.



Τελικά, ίσως αυτός να είναι και ο μόνος τρόπος για να νικήσεις τους Εφιάλτες που σου προκαλεί το Έξω.
Να τους αποδεχθείς. Να τους δελεάσεις. Να τους αφεθείς.
Να τους ανοίξεις την Πόρτα.
Κι όταν εκείνοι μπούνε Μέσα σου, να την κλείσεις Ερμητικά! Ερημιτικά! Να τους παγιδεύσεις μέσα στην Άβυσσό σου και να βουτήξεις μαζί τους, παρασύροντάς τους στα Βάθη που μόνο εσύ γνωρίζεις. Κι εκεί να τους παλέψεις με όλη σου τη δύναμη.

Μέσα!
Μέχρι το Τέλος!
Μέχρι τον Επόμενο.










...από την ανέκδοτη συλλογή κειμένων, "Έκανα Μια Σκέψη", του Γρηγόρη Κρέζου, 1969-