Sunday 16 March 2014

* Ερωταπαντήσεις… ΈρωταΠανΤιςΕις (2)



   …αλλά κανένα από τα τρία στόματα τόλμησε να αρθρώσει την παραμικρή λέξη.

   Η διαδρομή προς την Πηγή, καναδύο τσιγάρα μακρυά από το Κτήμα. Και για το λόγου το ακριβές, δυο τσιγάρα και μια στάση.
Κορόμηλα...
   Ήταν η στιγμή που, ο Μάκος, επέτρεπε στους Μεγάλους, να του φανούν χρήσιμοι. Βλέπεις, ο ίδιος… δεν έφτανε να τα κόψει. Εκτός κι αν σκαρφάλωνε. Όμως, παρά την ενθάρρυνση από τον πατέρα… η φωνή της μάνας έπεφτε μαχαίρι ακονισμένο κι έκοβε κάθε όρεξη για Περιπέτεια. "Για να μην έχουμε Περιπέτειες", όπως συνήθιζε να λέει.
Από τη μέρα που η Βούλα, η κόρη της γειτόνισας, τον έφερε σπίτι ματωμένο, τα πόδια του Μάκου δεν... ξανάφησαν τη Γη. Τουλάχιστον, όχι μπροστά της.

   Τετάρτη μεσημέρι, στο τρίτο διάλειμμα, στο μεγάλο -κρατούσε ένα τέταρτο- είχε αποφασίσει να ανέβει επιτέλους στο 'γύρω-γύρω όλοι'. Ξέρεις… εκείνο που στέκεσαι όρθιος και πρέπει να κρατιέσαι κι όχι το άλλο με τα καρεκλάκια. Εξάλλου, σε εκείνο με τα καρεκλάκια έπαιζαν τα κορίτσια. Μόνο.
   Το πρωί της ίδιας μέρας και πριν χτυπήσει το κουδούνι για την πρωινή προσευχή, είχε σκαρφαλώσει στην αγαπημένη του θέση. Ήταν μια σιδερένια κατασκευή, σαν σκαλωσιά για χτίστες που θύμιζε πυραμίδα. Εκεί είχε το Θρόνο του και, ως δια μαγείας, κανείς άλλος δεν ερχόταν να σκαρφαλώσει μαζί του. Πόσο του άρεσε! Περνούσε ολόκληρο το διάλειμμα καμιά φορά. Μόνος. Στις Σκέψεις του. Από τότε. Πρώτη Δημοτικού.



- "Πώς περνούν τα χρόνια!", σκεφτόταν καμιά φορά.
Πότε μπήκε για πρώτη φορά σε εκείνη τη σκοτεινή και βρωμερή αίθουσα του Νηπιαγωγείου και πότε τελείωσε την Τρίτη Δημοτικού, μόνο ένας θεός ξέρει. Εκτός…
Εκτός κι αν έχει αδέλφια ο θεός και το 'χει μαρτυρήσει.

   Χαμένος μες στη Σκέψη του ως συνήθως, δεν άκουσε το κουδούνι του Επιστάτη. Ώσπου ο Ανδριανός, εκείνος ο συμμαθητής του που καμιά φορά έπαιζαν τους πιλότους, τον φώναξε από μακρυά… "Μάκοοο, ξύπνααα! Μπαίνουμεεε!".
'Ξύπνησε' όταν ένιωσε τα σίδερα της σκαλωσιάς, να του χτυπούν την πλάτη ένα ένα και το χαλίκι να τρυπά τη δεξιά παλάμη, σαν έπεσε κατάχαμα από το... Θρόνο.

Δεν ήξερε τί πόνεσε πιο πολύ.
Το γλίστρημα στο Θρόνο ή το γλίστρημα στο Χρόνο;

   Τρίτο διάλειμμα λοιπόν. Υπέροχη μέρα. Λιακάδα και δροσιά κάτω από τα πεύκα του Σχολείου. Αποφάσισε να μην ξανανέβει στο Θρόνο του για την ώρα. Ή μήπως… Κι αν ξανάπεφτε; Όχι. Αφού, το είχε ήδη αποφασίσει. Τί δουλειά είχε η Σκέψη να του κάνει τέτοιες ανήθικες προτάσεις πάλι;

   Πλησίασε το 'γύρω-γύρω όλοι' κι ο Βαγγέλης έκανε νόημα στο Γιώργο να περιμένει. Ο Βαγγέλης ήταν καλό παιδί. Έπαιζε και με αυτόν πού και πού. Είχε αστεία φάτσα. Μεγάλη κεφάλα με κοντά σγουρά μαλλιά και μεγάλες βλεφαρίδες. Πολύ μεγάλες βλεφαρίδες! Ο Γιώργος πάλι, απόμακρος. Δεν τον ήξερε καλά ως τότε.
   Τίποτε τυχαίο. Σύντομα θα έπαιρνε μια γεύση κι από αυτόν. Όπως κι ο Γιώργος, πολύ αργότερα, θα έπαιρνε μια γεύση κι από το Μάκο.

- "Πόσες γεύσεις άραγε να έχει ετούτη η Ζωή!", αναρωτιόταν και… Δόξα τῳ Θεῴ, αυτή ήταν μια από τις Ερωτήσεις του που, πάντα είχε συντροφιά δεκάδες Απαντήσεις.



   Από τη στιγμή που έφευγε στον αέρα και μέχρι τη στιγμή που προσγειωνόταν με το σαγώνι στις πευκοβελόνες κάτω στο χώμα, αντηχούσε γύρω του η ίδια η φωνή του…
- "Γιώργο! Σταμάτα το να κατέβω! Ζαλίζομαι σου λέω! Γιώργο! …Γιώργο! Σταμ-..."
Το 'γύρω γύρω όλοι'… εκείνο που στέκεσαι όρθιος και πρέπει να κρατιέσαι. Να Κρατιέσαι ρε Μάκο! Να Κρατιέσαι… Όχι να Αφήνεσαι! Πόσο αργά είχε έρθει αυτή η συνειδητοποίηση...

   Μετά από καιρό… Μετά από πολύ καιρό, όταν το σκεφτόταν, θα γελούσε στην εικόνα…
Όπως στα κινούμενα σχέδια που έβλεπε στην τηλεόραση της νονάς. Να γυρνά το κορμί του σα σβούρα και μετά, να πετάγεται στον αέρα και να σκάει με τα μούτρα κάτω…
Αυτό όμως, μετά από καιρό. Μετά από πολύ καιρό.
Γιατί, εκείνη τη μέρα… μαζί με το σαγώνι του, τσακίστηκε κι ο εγωισμός του. Δυο φορές.
Μια γλιστρώντας από το Θρόνο… και μια με το σαγώνι του σχισμένο, γεμάτο χώματα κι αίμα.

   Ίσως αργότερα… πολύ αργότερα, να συνειδητοποιούσε πως όντως… το χώμα του παλιού Σχολείου, ήταν ποτισμένο με το αίμα του. Ό,τι κι αν σήμαινε αυτό.

   Εκείνη λοιπόν τη μέρα που, η μάνα, είδε να της τον φέρνουν σπίτι μες στα αίματα… αποφάσισε πως, ο Μάκος, είχε σκαρφαλώσει αρκετά στη ζωή του κι ότι, από κει και πέρα, καλά θα έκανε να διατηρεί συνεχή την επαφή του με τη Γη και να αποφεύγει σκαρφαλώματα, κούνιες, τραμπάλες και… σκαλωσιές του όποιου τύπου.
- "Ε, και το σαγώνι μου, σε επαφή με τη Γη ήταν!", της είχε πει αστειευόμενος.

   Η σφαλιάρα που ακολούθησε, δεν άφηνε κανένα περιθώριο αμφιβολίας για το ότι, η μάνα, διατηρούσε μια ιδιαίτερα κακή σχέση με αυτό που εκείνος θεωρούσε 'Αστείο'.

   Κι έτσι, ο Μάκος, ανέμενε να προσφερθεί κάποιος από τους Μεγάλους, να του κόψει τα αγαπημένα του κορόμηλα, σαν έκαναν μια στάση, στα μισά... πριν την Πηγή.

   Αυτά τα ποτηράκια τα μισούσε. Ειλικρινά, δε μπορούσε να καταλάβει πώς ήταν δυνατόν κάποιος, να έχει κατασκευάσει κάτι τόσο κουτό! Η πρόθεση ίσως καλή… μα η κατασκευή…
Θεέ μου! Πόσο έτσουξε η ξυλιά! Ήταν το τρίτο ποτηράκι που έσπαγε!
Δυο ακόμα Ερωτήσεις ξεχύθηκαν με ορμή από τη Σκέψη του και πάλι…
Τί στην ευχή τα ήθελαν τα πτυσσόμενα ποτηράκια αφού ήταν ελαττωματικά… και,
Τί ζόρι τραβούσαν πια οι Μεγάλοι με τις ζημιές κι έριχναν αμέσως ξύλο!



- "Σου το 'χω πει χίλιες φορές! Από το χείλος να το κρατάς! Όχι από τη βάση! Θέλει πολύ μυαλό;"
Δεν τον ένοιαξε ποιος το είπε. Ούτε από ποιον την έφαγε… Ούτε κι αν τον θεωρούσαν άμυαλο.
Αυτό που τον ένοιαξε ήταν η ανακρίβεια… Ε, όχι και χίλιες φορές!
Τρίτη φορά ήταν που έπινε από τέτοιο ποτηράκι. Τρίτη φορά. Τρίτο που έσπαγε.
Ναι, ξεχνιώταν κι αντί να το κρατά από το χείλος, την ώρα που έπινε, το κρατούσε από τη βάση… οπότε αυτό ξανάκλεινε, χυνόταν το νερό, τρόμαζε ο Μάκος, του έπεφτε από το χέρι, έσπαγε το ποτηράκι. Τσεκαρισμένη διαδικασία. Απόλυτη επιτυχία με τρία στα τρία.

Κορόμηλο το δάκρυ όταν ξεκίνησαν και πάλι για την Πηγή.
Κορόμηλο και στο χέρι. Αφάγωτο. Το έβαλε στην τσέπη για αργότερα και συνέχισε μαζί τους, με το κεφάλι στην αρχή σκυφτό… μα σύντομα, στραμμένο προς τον Ουρανό.

   - "Κι αν… Κι αν οι Σκέψεις γεννιούνται όπως κι η Βροχή; Στο Σύννεφο ψηλά στον Ουρανό; Κι όπως μια στάλα από βροχή πέφτει μόνο σε Έναν… μήπως κι η Σκέψη ξεκινά και πέφτει μόνο σε Έναν;", συλλογίστηκε και ψαχούλεψε την τσέπη του, να σιγουρευτεί πως το κορόμηλο ήταν ακόμη εκεί.
   
   - "Κι αν… Κι αν τα σύννεφα της βροχής γεννιούνται στους Ωκεανούς… κι αν είναι ο Ήλιος αυτός που βράζει το νερό… κι αν είναι το κρύο εκεί ψηλά που φτιάχνει συννεφάκια… Ποιος Ωκεανός Σκέψεων εξατμίζεται για να μας βρέξει Σκέψεις; Και τί είναι αυτό που τον θερμαίνει τόσο πια και κλέβει τους ατμούς του; Και τί είναι αυτό εκεί ψηλά που τόσο πια παγώνει το Σύννεφο των Σκέψεων κι αρχίζει να μας βρέχει;", συλλογίστηκε και πάλι και φλέρταρε με την ιδέα να αφήσει πια το πείσμα και να φάει το κορόμηλο.

   - "Κι αν… Κι αν η ομπρέλλα μας κρατά στεγνούς απ' τις βροχής τις στάλες… μήπως υπάρχει άραγε και μία για τις Σκέψεις; Να την ανοίγουμε εκεί δα όποτε συννεφιάζει... κι αν το κεφάλι δε χωρά, Σκέψη μην πλησιάζει;"

   Άφησε το κουκούτσι να κυλήσει από τα χείλη του και πριν αυτό πέσει στο χώμα, το κλώτσησε με δύναμη, λες κι ήταν κάνα τόπι.





συνεχίζεται...



…απόσπασμα από την ανέκδοτη συλλογή κειμένων "Έκανα μια Σκέψη", του Γρ. Κρέζου, 1969 -