Saturday 15 March 2014

* Ερωταπαντήσεις… ΈρωταΠανΤιςΕις



   …κι αυτό ήταν ένα μυστικό που του είχε εκμυστηρευτεί η γιαγιά του… η μάνα της μάνας

   Κάποιο βράδυ, ενώ είχαν πέσει όλοι για ύπνο, εκείνος είχε μείνει μόνος, να χαζεύει τον, γνώριμο πλέον σε αυτόν, δαιμονισμένο χορό της φωτιάς που, ένα ένα τα καυσόξυλα παραδίδονταν στην αγκαλιά της, στο τζάκι της κουζίνας, μέχρι να γίνουν στάχτη. Στην αγαπημένη του θέση. Στην μπερζέρα της γιαγιάς.

   Του άρεσε να μένει μόνος αργά τη νύχτα. Τον έκανε να νιώθει Μεγάλος. Τον εμάλωναν πού και πού μα, με τα πολλά, μέσα από το μυαλό του -ή όπου αλλού γεννιέται η Σκέψη- είχε ξεπηδήσει μια Ερώτηση, η οποία ζούσε εδώ και κάνα τριάρι χρόνια δίχως ταίρι. Ξέρεις… Δίχως Απάντηση.
- "Άραγε, πόσες Ερωτήσεις ζούνε εκεί έξω, δίχως ταίρι!", μονολόγησε.


   Ακολουθούσε κάθε κίνηση, κάθε ανεπαίσθητο ή βίαιο λίκνισμα που έκαναν οι φλόγες, κουνώντας το κεφάλι του ρυθμικά. Ίσως και να ήταν ο μόνος στον Κόσμο του που, όχι μόνο μπορούσε κι άκουγε τη μουσική μα, ήξερε και τα βήματα ετούτου του χορού. Οι άλλοι το 'λεγαν απλά, "Το τρίξιμο των ξύλων"… μα, τί ξέραν εκείνοι απ' αυτά;
Οι σκέψεις τους σκόρπιες. Χαμένες, κάπου ανάμεσα σε μια παρτίδα Δηλωτή, σε μια κούπα με Κρασί κι Εννιά Στριφτά Τσιγάρα ο καθένας. Ποτέ δεν έμαθε, γιατί Εννιά! Κι ας ρώτησε τόσες φορές. Απόκριση καμία.

- "Πόσες, άραγε, Ερωτήσεις ζούνε εκεί έξω, δίχως ταίρι!", σκέφτηκε ξανά κι αναστέναξε, λες κι ήταν ο ίδιος μια τέτοια Ερώτηση κι αυτός.

Άραγε, ήξεραν οι Μεγάλοι πόσο αναπαυτικά ζεστή ήταν ετούτη η μπερζέρα;
…άραγε, τους ένοιαζε;
- "Πόσες, μα πόσες Ερωτήσεις! Πόση μοναξιά ανάμεσά τους!"

   Άραγε, υπάρχουν όλες οι Απαντήσεις; Υπάρχει κάποιο μέρος που είναι μαζεμένες; Μήπως κάποιο μέρος που είναι… -ω θεέ μου!- Φυλακισμένες;

  Άραγε, το ξέρουν οι Απαντήσεις πως, κάπου μακρυά… ή ίσως και πιο κοντά, υπάρχει για κάθε μία από αυτές μια Ερώτηση που, απ' τη Στιγμή που Συλλαμβάνεται μέσα σε κάποια Σκέψη, ψάχνει απεγνωσμένα για αυτήν;

   Άραγε, οι Ερωτήσεις και οι Απαντήσεις, το ξέρουν πως, όταν γίνονται Ένα, ο Κόσμος διαλύεται και ξεκινά από την Αρχή;

   Εκείνη τη στιγμή ένιωσε τύψεις! Ένιωσε την ευθύνη να βαραίνει όλο και περισσότερο τα, παιδικά για όλους τους άλλους, βλέφαρά του. Ήθελε να πάγωνε την κάθε Σκέψη. Να μη γεννούσε άλλες Ερωτήσεις.
Να μη  γεννήσει άλλη μοναξιά!
Ήξερε πως, η Ψυχή του δε θα ησύχαζε, αν δεν γυρνούσε τον Κόσμο όλο ανάποδα μέχρι, σαν τίμιος Πατέρας, να "αποκαταστήσει" κάθε Ερώτησή του.

- "Μικρά και άβγαλτα παιδιά κι αυτές οι Ερωτήσεις, πια! Όσο μεγάλες και πολύπλοκες κι αν φαντάζουν! Άφησέ τες μια στιγμή να βγουν από τη Σκέψη σου και… χάνονται! Αμέσως! Κι αν τις σκορπίσεις δε κι έξω από το Στόμα; Αλοίμονο…!"

   Πήρε το βλέμμα του απ' τη φωτιά, κομμάτι τρομαγμένος! Εκείνο το ανατρίχιασμα, σαν πέφτει η στάλα της βροχής, στο σβέρκο, μέσα από το γιακά.
- "Ταξείδι κι αυτό!", σκεφτόταν κάθε που του τύχαινε. "Ξεκίνησε απ' τα σύννεφα... κι από ολάκερη τη Γη, διάλεξε εμένα να σβηστεί!"
   Κάποιες φορές, περνούσε από το μυαλό του -ή όπου αλλού συχνάζει η Σκέψη τέλος πάντων- η πιθανότητα να ξέρει κάθε Στάλα τον προορισμό της, πριν ακόμα γεννηθεί. Ίσως κι από την ώρα που είναι ακόμα σταγόνα στον Ωκεανό… πριν καν εξατμιστεί και γίνει σύννεφο βαρύ, να ξέρει πού θα ξαναπέσει.

   Κάθε, μα κάθε βράδυ… εκεί, γύρω στις δωδεκάμιση, οι Μεγάλοι πήγαιναν για ύπνο.
   Η πρώτη τους κουβέντα ήταν, "Μπρος, φίλησε το χέρι της γιαγιάς και πήγαινε για ύπνο".
"Μα, θέλω να κάτσω κι άλλο, να βλέπω τη φωτιά, μέχρι να σβήσει", τους απαντούσε με παράπονο, μέχρι που…

- "Άσε την κλάψα και δε θα σε γλυτώσει η γιαγιά. Άμε κοιμήσου. Σα γίνεις Μεγάλος κι εσύ, θα κάθεσαι όσο αργά σ' αρέσει".
- "Γιατί; Μόνο οι Μεγάλοι μένουνε ξύπνιοι μέχρι αργά;", τους ρώτησε ένα βράδυ.
- "Μόνο οι Μεγάλοι"… "Άμε και ξάπλωσε... κοιμήσου".
- "Κι αφού εσείς είστε Μεγάλοι, γιατί δεν κάθεστε αργά ποτέ… μα κάθε βράδυ, απ' το τραπέζι σ'κώνεστε νωρίς και τρέχετε για ύπνο; Λες κι είμαστε στην Πόλη τώρα δα κι έχετε να πάτε στη Δουλειά σαν έρθει το πρωί;"

   Από κείνο το βράδυ και μετά, όποτε οι Μεγάλοι τον μάλωναν για ύπνο… έμεναν σιωπηλοί σε ετούτη την ερώτησή του… ή του απαντούσαν σαν το φίλο του, το Θοδωράκη...
- "Γιατί Έτσι!"

- "Πόση δυστυχία θα πρέπει να κουβαλά κάποιος Μεγάλος…", σκέφτηκε, "αν μετά από τόσα χρόνια 'Μάχης', καταφεύγει σε τέτοιου είδους απάντηση…"

"Γιατί Έτσι!"


   Η μπερζέρα της γιαγιάς!
Κουλουριασμένος μέσα της, γέρνοντας το σώμα του στο χοντρό της μπράτσο, μισόκλεινε τα μάτια και χανόταν...
Ύφασμα χοντρό κι όμως λιωμένο από τα χρόνια.
Θύμιζε εκείνη τη μπεζ καπαρντίνα που του είχε πάρει η νονά. Μόνο που, το κάλυμμα ετούτης της μπερζέρας ήτανε πολύχρωμο!

…και το κεφάλι του βαρύ!
Κάθε τόσο έσβηνε. Έγερνε απότομα στο πλάι ή και μπροστά, καμιά φορά… με φόρα. Αναίσθητο. Παραδωμένο.

Έτσι κι απόψε.

Θα πρέπει να ήταν δύο το πρωί, σαν άκουσε το όνομά του…
- "Μάκο; Άμε αντράκο μ' να κοιμ'θείς. Αύριο θα πάμι στην Πηγή. Δε θα ξυπνάς πουλί μ'..."
- "Γιαγιά μου! Να σηκωθώ να κάτσεις…", αναφώνησε και η ματιά του ζωντάνεψε με μιας.
- "Σ'κώσου να πα να κοιμ'θείς. Κι εγώ πάω στο δικό μ'. Μια στάλα ήρθα για να πιω, για στέγνουσε το στόμα μ'..."
- ()
- "Άμε… Άμεντε κι έσβησ' η φωτιά. Δεν έχει άλλο για να ιδείς. Κι η χόβολη 'εν χορεύει..."
- "Γιαγιά!", την κάλεσε επιτακτικά και η ματιά του έπεσε βαριά κι αυστηρή, γεμάτη αυτοπεποίθηση που, όμοιά της, δε θα περίμενε κανείς, σε εννιάχρονο παιδί, να αντικρύσει.
- "Θεέ μου, Μάκο μου… Θεέ μου, πόσο ίδιος!", είπε μέσα απ' τα χείλη.

Το βλέμμα της γιαγιάς απολογητικό. Πώς στην ευχή νόμισε πως, θα τον ξεγελούσε;



- "Κάτσ' άγγελέ μ' εσύ εκεί άπου σ' αρέσει κι εγώ θα κάτσω εδωδά. Όπως με τον παππού σου…" και σα να φύσηξε της νιότης η πνοή και πάλι στο κορμί της, έκατσε κει στο πλάι του σε ένα σκαμπουδάκι. Το είχε φτιάξει ο παππούς, σαν έκοψαν την Καρυδιά που είχανε στο κτήμα. Έτσι, φόρο τιμής να το 'χουνε κι εκείνη να θυμίζει.

   Πόσα καρύδια έφαγαν! Πόσους απ' τους καρπούς της!
Πόσα τραπέζια έκαναν στον ίσκιο από κάτω! Και γέλια, και μαλώματα μέσα στο μεσημέρι.
Κι ο πατέρας, μετά το φαγητό, σε κείνο το παλιό ντιβάνι παραδίπλα, με το λιωμένο λουλουδάτο σεντονάκι σκεπασμένος, να ροχαλίζει ευτυχής, μετά απ' το φαγοπότι, ευγνωμονώντας το Θεό για άλλη μία μέρα που πέρασε η φαμίλια του, στη γη την πατρικιά του.

   Αυτό το σκαμπουδάκι του παππού, πια!
Έκανε να σηκωθεί από τη μπερζέρα μα εκείνη τον πρόλαβε πριν καν τελειώσει η Σκέψη του… "Όχι Μάκο μ'… κι είμαι εδωδά μία χαρά… μόνο που, κάνει ψύχρα", του είπε χαμηλόφωνα η γιαγιά.
Σημάδια δυο του έδωσε που εκείνος 'οίδε' αμέσως! Ένα ο τόνος της φωνής κι ένα η λέξη 'ψύχρα'…
Ό,τι ήτανε να ειπωθεί, έπρεπε να τελειώνει.

   Πόσο άμεση ήταν η επικοινωνία με τη γιαγιά του! Πόσο καταλάβαιναν ο ένας τον άλλο! Πόσο δε μπορούσε να κρυφτεί ο ένας από τον άλλο!

- "Γιαγιά μου, το ποτήρι σου το άφησες στο δώμα κι εδώ που ήρθες, τώρα δα… δεν είπες πως διψούσες;"
- "Μάκο μου, η Ερώτηση που γέννησες στη Σκέψη… είναι καιρός να παντρευτεί. Κι εγώ έχω το δικό της ταίρι. Μη βασανίζεις το μυαλό -ή όπου γεννιούνται η σκέψεις τέλος πάντων- με Ερωτήσεις άσκοπες, αφού κι οι δυο μας ξέρουμε πως, ήρθε πια η ώρα"
- "Γιαγιά μου, είσαι τώρα δα εσύ… ή άλλη στο κορμί σου; Και η φωνή σου άλλαξε μα και η προφορά σου…"
- "Μάκο, άγγελέ μου, πάντα εγώ ήμουν σ' αυτό το Σώμα. Και θα 'μαι πάντα μόνο εγώ, μέχρι να αποθ-…"
- "Μη!", του βγήκε μια κραυγή... και βόηθησε κι η νύχτα, να ακουστεί πιο δυνατά από όσο ίσως θέλαν.
- "Μάκο… η Γέννα και ο Θάνατος είναι απλά δυο Στάσεις. Ούτε για μια στιγμή μην ξεχαστείς και χάσεις το Ταξείδι! Δυο Στάσεις είναι που περνάς, το θέλεις δεν το θέλεις. Κοίτα λοιπόν, τη δεύτερη, να μην τηνε φοβάσαι. Γιατί έχω δει εγώ Στοιχειά που, Ζουν… δίχως να Ζούνε"

   Κανείς από τους δυο άκουσε τα βήματα έξω από την κουζίνα κι όταν η πόρτα άνοιξε, έμειναν να κοιτάζουν…

- "Μάκο; Μάνα!"
- "Μαμά;"
- "Κόρη μ'..."





συνεχίζεται...




…απόσπασμα από την ανέκδοτη συλλογή κειμένων "Έκανα μια Σκέψη", του Γρ. Κρέζου, 1969 -