Thursday 4 June 2015

* Όλα Καλά… Μάλλον

Και ναι… απόψε το βράδυ θα κοιμόταν και πάλι σε κρεβάτι, μετά από πολύ… πάρα πολύ καιρό. Κοντά έξι μήνες.
Επιλογή του βέβαια κι αυτή…

Το ότι, είχε εξαθλιώσει εντελώς την ποιότητα της ζωής του, εδώ και καιρό, οφειλόταν αποκλειστικά στις επιλογές του και σχετικά με αυτό, δεν έτρεφε πλέον καμία, μα καμία ψευδαίσθηση.
Δεν του έφταιγε κανείς άλλος.
Ποτέ δεν φταίει κάποιος άλλος για όσα μας συμβαίνουν, παρά μόνο ο ίδιος μας ο εαυτός.
Ή και ο άλλος μας εαυτός.
Πάντως, όχι κάποιος τρίτος.

Ακριβή λοιπόν η ζωή για την τσέπη του, όπως είχαν έρθει τα πράγματα… ή μάλλον, όπως είχε οδηγήσει ή αφήσει να έρθουν τα πράγματα. Έχτιζε τη ζωή του και πάλι από την αρχή.

Μάλλον…

Αν υπάρχει κάτι όμορφο στη ζωή, κάτι ενδιαφέρον αν μη τι άλλο, είναι το ότι, είναι απρόβλεπτη. Δε γνωρίζεις τί σου ξημερώνει… μιας και η σχετική εξίσωση αποτελείται, αποκλειστικά και μόνον, από μεταβλητές.
Ούτε μια σταθερά.

Ίσως οι αποξενωμένοι άνθρωποι, τελικά, να μην είναι ούτε κακοί ούτε κομπλεξικοί ούτε γεροπαράξενοι ούτε αντικοινωνικοί λόγω μισανθρωπίας ή ανθρωποφοβίας ή οτιδήποτε άλλο επίθετο μας αρέσει να τους βαπτίζουμε, επειδή δε γνωρίζουμε τα κίνητρά τους.
Ίσως, οι άνθρωποι που απέχουν από τα κοινά και την ανθρώπινη επαφή, να έχουν ξεκάθαρο μέσα στο κεφάλι τους το γεγονός πως, μία σημαντική μεταβλητή, η οποία επηρεάζει άμεσα και έμμεσα τη ζωή τους, είναι ο Άνθρωπος.
Κι έτσι, αποφεύγοντας "τα πολλά πολλά" με τον υπόλοιπο κόσμο, να δίνουν όλο και μικρότερη τιμή σε αυτήν τη μεταβλητή της δικής τους εξίσωσης.
Να ελαχιστοποιούν δηλαδή, κατά μεγάλο ποσοστό, την περίπτωση του να επηρεαστεί η ζωή τους, από τις επιλογές κάποιου άλλου ανθρώπου.
Στατιστικά και μόνο. Έστω.

Όπως, η πιθανότητα να σε κτυπήσει αυτοκίνητο, αν βγεις μια φορά το χρόνο έξω από το σπίτι, από το να διασχίζεις δρόμους κάθε μέρα.
Φυσικά, στην εξίσωση αυτή, ελαττώνεται η τιμή της μεταβλητής που ονομάζεται "Αυτοκινητικό Δυστύχημα" αλλά αυξάνεται η τιμή εκείνης που ονομάζεται "Πτώση Κτιρίου από Σεισμό"…
Ναι… η ζωή έχει τέτοια όμορφα. Πολλές μεταβλητές.
Και μόνο μεταβλητές.

Πέραν τούτου όμως, πώς μπορείς να κακοχαρακτηρίσεις κάποιον άνθρωπο, ο οποίος επίλεγει κάτι τέτοιο συνειδητά και με γνώμονα το παραπάνω σκεπτικό;
Στην τελική, ένας άνθρωπος "αντικοινωνικός" για κάποιους, θα μπορούσε να είναι αυτός, ο οποίος κλείνεται μέρες ή και βδομάδες ολόκληρες στο εργαστήριό του, αφιερώνοντας τη ζωή του, την ψυχή του αν θες, στην τέχνη του.
Την όποια τέχνη του.
Ακόμα κι αν αυτή η τέχνη είναι κάτι επικίνδυνο όπως… η Σκέψη.

Με αυτή τη Σκέψη, περί υψηλού κόστους επιλογών, βρέθηκε για άλλη μια φορά, αντιμέτωπος με το προσφάτως αποκτηθέν νυχτερινό δίλημμα.
Να πέσει για ύπνο, έστω και με το ζόρι ή να μείνει στον υπολογιστή του και να συνεχίσει να γράφει;

Του είχε λείψει πολύ το να γράφει. Και το κρανίο του, μόνο αυτή τη διέξοδο είχε, για να απαλλαχθεί από τη συνεχή φασαρία που επικρατούσε εκεί μέσα.
Να γράφει…
Να χύνεται η Σκέψη κι όπου πήγαινε. Αρκεί να έρεε.
Και ναι, το κρανίο του αποφάσιζε για το συγκεκριμένο.
Το μυαλό.. ο Εγκέφαλός του, ήταν ανίκανος να βοηθήσει. Ανίκανος να συμμετάσχει καν. Παγωμένος εδώ και μήνες.
Ή μάλλον, χωμένος ή και χαμένος, σε ένα loop μεταξύ του Πριν και του Μετά, με αποτέλεσμα να του γλιστρά το Τώρα. Μεταξύ ενός Εκεί κι ενός άλλου Εκεί, με αποτέλεσμα να του διαφεύγει εντελώς το Εδώ.
Η Καρδιά, απούσα. Στο δικό της Κόσμο, απασχολημένη με τα δικά της Πώς και Γιατί, με τις μαϊμούδες της, με τα φαντασματάκια της, με τα φτερουγίσματά της, δικηγόρος του διαβόλου σε κάθε συζήτηση που είχε με τον Εγκέφαλο.

Οπότε, το κρανίο του αναλάμβανε δράση και έκλεινε ρελέδες όποτε χρειαζόταν.
Ειδικά απόψε… αχχχ απόψε!
Μόλις του είχαν παραδώσει το κρεβάτι που είχε παραγγείλει, το οποίο συναρμολόγησε κι έστρωσε μέσα σε λιγότερο από δέκα λεπτά.
Το είχε μάλιστα ρυθμίσει στο ανώτατο ύψος, οπότε, κάθε φορά που θα σηκωνόταν, δε θα χρειαζόταν η παραμικρή προσπάθεια να σταθεί στα πόδια του.
Δεν το είχε ακουμπήσει από εκείνη την ώρα… ούτε καν ξάπλωσε να το δοκιμάσει. Λες και είχε μπροστά του καμιά παρθένα που, δεν ήθελε να την αγγίξει μέχρι την πρώτη νύχτα του γάμου τους.
Ω, ναι!
Θα ξάπλωνε μια και καλή!

Σαρανταπέντε χρόνων γάιδαρος… και χαιρόταν σα μικρό παιδί, για κάτι τόσο απλό και δεδομένο για τους πολλούς.
Μόνο που, αυτός δεν ήταν ένας από τους πολλούς.
Υπήρξε μεν… είχε πάψει να είναι δε.
Ήταν μια μικρή του κατάκτηση. Άλλη μία.
Η κατάρα κι ομορφία του να αρχίζεις από το μηδέν. Από τα βασικά.

Από τα Χριστούγεννα, κοιμόταν σε ένα φουσκωτό στρώμα κατασκήνωσης. Το καημένο, κράτησε ένα μήνα και μετά παρέδωσε πνεύμα. Τα επόμενα είχαν σκάσει μέσα σε λίγες μέρες, οπότε, είχε αλλάξει άλλα δυο τρία. Ήταν φτηνά βλέπεις και δεν είχε θέμα.
Σιγά… Ογδόντα δολλάρια είχε ξοδέψει όλα κι όλα από τον περασμένο Δεκέμβρη. 
Στην κατάσταση που βρισκόταν, το να δώσει πεντακόσια κι εξακόσια δολλάρια για ένα φτηνοκρέβατο μαζί με στρώμα, του ήταν αδύνατο.




Κάποια στιγμή, κατάφερε να πάρει ένα κανονικό στρώμα… το οποίο έβαλε πάνω από το φουσκωτό.
Εκείνη τη νύχτα, είχε κάνει τον πιο γλυκό του ύπνο!
Φυσικά, με τον καιρό, ακόμα κι αυτή η λύση, αποδείχθηκε επίπονη.
Μέση, αυχένας, πόδια… ομάδες ολόκληρες από μύες, διαμαρτύρονταν έντονα και πριν ξαπλώσει αλλά και μετά.
Ξέρεις. Την ώρα που προσπαθούσε να σηκωθεί από κει χάμω.

Η αλήθεια είναι πως, κάποιες στιγμές, είχε πέσει στο τριπάκι της αυτολύπησης… το οποίο όμως παρήλθε εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος.
Το τελευταίο φουσκωτό είχε κρατήσει πέντε μήνες! Μια χαρά είχε βολευτεί.
Μέχρι προχτές που, έσκασε κι αυτό!
Οποία ΣύνΠτωση! Με το που παρήγγειλε κρεβάτι!

Άχχ… απόψε!
Αν δεν διαλυόταν το ΣύνΠαν με το που θα ξάπλωνε, θα έριχνε έναν ύπνο…!
Αν μη τί άλλο, σαν άνθρωπος.
Βέβαια, με το που έκανε αυτήν τη σκέψη, θυμήθηκε τους αστέγους… οπότε το ξαναμάζεψε και αντικατέστησε το "σαν άνθρωπος" με το "αξιοπρεπώς".




Μπροστά στο νυχτερινό του δίλημμα λοιπόν…
Να μείνει να γράψει ή να την πέσει στο νέο του κρεβατάκι που, εδώ και ώρες τον φώναζε, πότε χαμηλόφωνα και λάγνα και πότε ουρλιάζοντας να κόψει τις μαλακίες και να την πέσει επιτέλους να ξεραθεί, μιας και την επομένη, θα έπρεπε να σηκωθεί από τις πεντέμιση για δουλειά…

Γέμισε ένα ακόμη ποτηράκι με το αγαπημένο του μοσχάτο, το οποίο βέβαια είχε ξεσκίσει μέσα στη βδομάδα, τελειώνοντας το τρίτο μπουκάλι ήδη και το έφερε στα χείλη.

Εκείνη τη στιγμή ήταν που είδε και την ώρα…
Οκτώ και μισή!!!

- "Θεέ μου! Οκτώμιση; Μόνο;", αναφώνησε… μένοντας κυριολεκτικά μαλάκας!
Μα, για ποιο νυχτερινό δίλημμα μιλούσε τόση ώρα;
Ήταν μόνο οκτώμιση κι εκείνος ένιωθε πως, είχε πάει τουλάχιστον μία μετά τα μεσάνυχτα!
Τα πράγματα φαίνονταν λοιπόν, πιο σοβαρά από ότι νόμιζε.
Γερνούσε.
Ω, ναι… Δεν υπήρχε αμφιβολία περί τούτου.
Γερνούσε λεπτό με το λεπτό και δεν το έπαιρνε χαμπάρι.
Και με τη βουλωμένη μύτη που είχε εδώ και βδομάδες, θα πέθαινε, θα σάπιζε και ούτε καν θα του βρωμούσε το πτώμα του για να αναστηθεί.

Γύρισε το διακόπτη στο μικρό φορητό καλοριφέρ του και κοίταξε αν είχαν στεγνώσει οι κάλτσες και το μποξεράκι του.

Όλο και κάτι καλό θα είχε στο Youtube για να περάσει η ώρα.




…απόσπασμα από το "Όλα καλά… Μάλλον", του Γρ. Κρέζου