Thursday 18 June 2015

* Πουτσόκρυο

Δεν είχε καμία όρεξη να γράψει απόψε.
Μια μόνιμη τάση για εμετό με απροσδιόροστη προέλευση.
Αυτό βέβαια, δεν τον εμπόδισε να τσακίσει ένα πιάτο μακαρονάδα, με κόκκινη σάλτσα σκόρδου, την οποία έσβησε με το λικέρ φράουλα που, μόλις είχε φτιάξει.
Είχε τελειώσει μάλιστα και το δεύτερο μπουκάλι κρασί κι από το τρίτο είχε μείνει μισό ποτηράκι μόνο...

Έφερε τη φιάλη στα χείλη του κι άφησε να κυλήσει μια στάλα από το Castello del Poggio μοσχάτο που είχε αγοράσει την προηγούμενη βδομάδα. Δεν ήταν κι άσχημο. Γλυκό κι αρκετά αφρώδες. Όπως του άρεσε.
Τρία μπουκάλια κρασί σε μια βδομάδα... και οκτώ συνολικά από την αρχή του μήνα.
Δεν ήταν κι άσχημα. Σχεδόν μισή μπουκάλα τη μέρα. Κι εδώ που τα λέμε, δεν ήταν δα και τίποτα δυνατά κρασιά. Σε μπύρες να τα έπινε, δεν θα του έλεγε κανείς το παραμικρό. Τί διάλο. Μια δυο μπύρες τη μέρα, σιγά την καταστροφή. Τί ζόρι τραβούσε άραγε ο κόσμος με το κρασί;

Έτσι τουλάχιστον ήθελε να νομίζει.
Τί να νομίζει δηλαδή που, έτσι πίστευε.

Τα δέκα δολλάρια στην τσέπη του είχαν γίνει εννέα, μιας και σχολώντας, είχε αγοράσει άλλη μια φραντζόλα ψωμί. Ψωμί για τοστ δηλαδή, αφού έτσι την έβγαζε από το περασμένο Σάββατο.
Να... αυτό ναι. Να του την έλεγε κάποιος για το ότι, έχει γίνει γουρούνι, ΟΚ. Αλλά για το κρασί ρε διάολε;

Κάθισε στον υπολογιστή του με μισή καρδιά. Ήταν νωρίς ακόμα κι αν την έπεφτε από τέτοια ώρα, παίζει να να ξυπνούσε πάλι από τις δυο τα χαράματα και να μην κλείνει μάτι μετά.
Παράξενα χούγια είχε υιοθετήσει.
Ποτό, τσιγάρο, αϋπνία... φαγητό μαλακισμένο ξανά, μετά από πολλά χρόνια.
Ώρες ώρες σκεφτόταν μήπως... μήπως αυτός ήταν ο πραγματικός εαυτός του και το ότι είχε βρεθεί σε ετούτο τον τόπο, ήταν μια κίνηση αυτοσυντήρησης. Μια ενστικτώδης κίνηση του άλλου του Εαυτού, να συμμαζέψει το όλο χάλι.

Βέβαια... μια μικρή αναδρομή στο Τότε του, τα τελευταία τρία χρόνια πριν φύγει, του θύμισε πως, η ζωή του ήταν μια χαρά, πέραν της κακής διατροφής.
Είχε κλείσει κάθε υποχρέωση και υπερχρέωση, δουλειά σταθερή, το συγκρότημά του, αυτοκίνητο, ένα όμορφο μέρος για να μένει, παρέες, εκδρομές...
Οι όποιες φρίκες του ήταν της καθημερινότητας κι όχι τόσο υπαρξιακές.

Μπα... όχι.
Σίγουρα όχι.
Το ότι βρέθηκε σε ετούτο τον τόπο, οφειλώταν στη γνωριμία του μαζί της. Kι έχοντας περάσει από την πόρτα του Χάρου τρεις ανεπιτυχείς φορές, είχε πει κι αυτός το περίφημο, "Why not?".
Και κάπως έτσι, τα είχε γαμήσει όλα πίσω του και είχε πάει να τη βρει. Γιατί, στο κάτω-κάτω, μια ζωή την είχε...

...μάλλον.

Λίγο νωρίτερα, είχε ξυριστεί, μετά από πολύ καιρό... κι η αλήθεια είναι πως, το πρόσωπό του, του άρεσε. Επίσης μετά από πολύ καιρό.
Είχε αφεθεί και πάλι στους ρυθμούς τρίτων. Για μια φορά ακόμα, δοκίμαζε τα όριά του. Λες και προσπαθούσε με μανία, να ζωγραφίσει κάτι στον πυθμένα μιας θάλασσας, έχοντας ξεμείνει από ανάσες -κι από ό,τι φάνηκε το πρωί και από φιάλες- κι ενώ τα ρεύματα του χαλούσαν τα σχέδια... εκείνος εκεί. Ακίνητος, να επιμένει αντί να βγει στην επιφάνεια... ή και στη στεριά ακόμα.

Έξω έβρεχε. Κι έβρεχε δυνατά. 
Τρίτη συνεχόμενη μέρα που έβρεχε. Κι έκανε και ψύχρα. Μέσα έξω.
Τα δάκτυλα των ποδιών του είχαν ξυλιάσει μα, αυτός πεισματικά, έμενε ξεκάλτσωτος... φορώντας το μποξεράκι του κι ένα φανελάκι.
Με το σκεπτικό πως... αν κυκλοφορούσε ντυμένος μες στο σπίτι και συνήθιζε, τί διάλο παραπάνω θα φορούσε αν έβγαινε έξω; Σάμπως είχε αξιωθεί να αγοράσει και κάνα μπουφάν;
Το θεωρούσε πεταμένα λεφτά. Ακόμα και τώρα. Και μπουφάν είχε και ζακέτες είχε και τζάκετ για τα χιόνια είχε... από όλα είχε.

Είχε;

Τα είχε αφήσει όλα πίσω του, σαν έφυγε από κοντά της. Και είχε ανοίξει μάλιστα και το στόμα του, λίγο περισσότερο από όσο συνήθιζε. Το είχε παίξει υπεράνω και large κι άνετος, μιας και δεν είχε νιώσει ποτέ του κρύο, άξιο λόγου, τους προηγούμενους χειμώνες...
Κι εκείνη, πολύ φυσικά κι αναμενόμενα... και δίκαια, αν θες, δεν του τα έδωσε όταν της τα ζήτησε.
Ακόμα και την περίοδο που είχαν επαναθερμάνει τις σχέσεις τους.
Αν μη τι άλλο, μιλούσαν. Κι όχι μόνο μιλούσαν μα, πώς έσπαγε ο διάλος το πόδι του και συναντιόντουσαν στο μάρκετ, στο δρόμο...
Καμιά φορά τον μάζευε από το δρόμο για να τον πετάξει μέχρι τη δουλειά... ή να τον φέρει από αυτή.
Πλέον, ακόμα κι αυτό είχε σταματήσει. Αυτό το τυχαίο.

Κι εδώ που τα λέμε... αν αυτός είχε αντοχές να κόβεται κομμάτια και να τα μετράει ή να τα συναρμολογεί μια έτσι και μια αλλιώς, αυτό δε σήμαινε πως κι ο υπόλοιπος κόσμος άντεχε να κάνει το ίδιο... ή έβλεπε κάτι παραγωγικό σε μια τέτοια διαδικασία.
Κι έτσι είχε κόψει μαζί του κάθε επικοινωνία.

Μα κάθε.

Άραγε ήταν καλά;
Κι αν δεν ήταν, θα του το έλεγε; Θα το μάθαινε αυτός από άλλους; Κι αν ήταν σε θέση να βοηθήσει, εκείνη θα το δεχόταν; Κι αν το δεχόταν, θα σκουντούσε μήπως, καταλάθος, το τουβλάκι από κάνα καινούριο ντόμινο;

Τινάχτηκε όρθιος με μια κίνηση κι αυθόρμητα σταυροκοπήθηκε καθώς έπεφτε στο κρεβάτι του, δίχως καν να κλείσει τον υπολογιστή!
Το άλογο κάλπασε τρομαγμένο προς το σαλόνι, βροντώντας πίσω του την πόρτα με την πανοπλία του Ιππότη να κυλιέται στο πάτωμα. Παγωμένη.

Είχε, βλέπεις, πουτσόκρυο.




…απόσπασμα από τη ΣυνΛογή κειμένων "Φαντασματάκια", του Γρ. Κρέζου