Saturday 13 June 2015

* Πουτάνα… (2) (based on a true story)

Ναι… τα είχε κάνει όλα πουτάνα για άλλη μια φορά.
Μόνο που, τώρα, θα τα λουζόταν όλα. Ένα ένα κι από την αρχή. Βήμα βήμα. Κάθε επιλογή του. Απολογισμό και λογαριασμό.

Ο άλλος ο μαλάκας στο σαλόνι, ούρλιαζε. Αυτό το γαμημένο κουφάλογο που, μάλλον του άρεσε να ακούει την ίδια τη φωνή του, μιλούσε πάλι στο τηλέφωνο. Και μάλιστα, είχε την ένταση του ακουστικού τόσο δυνατά που, ακουγόταν σαν ανοικτή ακρόαση.
- "Βρε γαμώπουστα, ποιος ο λόγος να χρησιμοποιείς το γαμωτηλέφωνο, αφού φωνάζεις τόσο δυνατά; Βγες στη γαμωταράτσα και όποιος και να είναι, θα σε ακούσει…", έτριξε τα δόντια του μουρμουρίζοντας, μα δίχως να πει λέξη στον άλλον.
"Δεν θα τον κάνω εγώ άνθρωπο", έλεγε και ξανάλεγε στον εαυτό του και προσπερνούσε τη μαλακία του καθενός.
Η αλήθεια είναι πως, δεν είχε συναντήσει πιο μίζερο άνθρωπο από αυτόν.
Συλλέκτη κάθε σαβούρας και οπαδό της αρρωστημένης λογικής: "Ε, ποιος ξέρει… κάποια μέρα μπορεί να μου χρειαστεί κι αυτό".

Ναι. Το δισκάκι από αφρολέξ του κατεψυγμένου κιμά από το σούπερ μάρκετ…
Ψωρογλυμούτση.

Κάθε σημείο του σπιτιού τους γέμιζε με κάθε λογής τζάντζαλα και συσκευασίες που, "ήταν κρίμα να πετάξουν στα σκουπίδια"… ούτε καν για ανακύκλωση.
Γιατί, πού ξέρεις… μπορεί κάποια στιγμή τη ζωής του κανείς, να χρειαστεί τριανταεπτά ταπεράκια κάθε μεγέθους. Κι όταν λέμε ταπεράκια, με την ευρεία έννοια της λέξης, συμπεριλαμβανομένων των συσκευασιών ντελίβερυ.
Ω ναι… εκείνων των πλαστικών δοχείων μιας χρήσης.

Δύσκολη η συγκατοίκηση με αγνώστους, ειδικά όταν ξεκινάς από το μηδέν και οικονομικά, έχεις καταστραφεί λόγω των διαφόρων επιλογών σου.

Δεν το έβαζε όμως κάτω. Κι ας έδειχνε κουρασμένος κάποιες φορές.
Ούτε και θα σακάτευε το πνεύμα του προκειμένου να σταθεί στα πόδια του μια ώρα αρχύτερα. Το είχε ξανακάνει άλλωστε. Τότε, που ήταν στην πατρίδα ακόμα, έχοντας φτάσει σε ένα από τα χαμηλότερα σκαλοπάτια, με χρέη σε κάθε πιθανή υπηρεσία, τράπεζα, οργανισμό… περνώντας βδομάδες ολόκληρες με φρυγανιές και μουστάρδα -έτσι για τη γεύση.
Στη δουλειά, πήγαινε κι ερχόταν με τα πόδια. Άνω Κυψέλη - Ακαδημία Πλάτωνος.
Καμιά φορά, τον έφερνε μέχρι την κάτω πλατεία ένας συνάδελφος… και μόνο μέχρι εκεί, μιας και το ταλαιπωρημένο δίχρονο σαραβαλάκι δεν έβγαζε την ανηφόρα της Άνω Κυψέλης και με τους δυο μαζί.

Άλλη μια φορά, από το μηδέν.
Σε μια χώρα ξένη πλέον.
Και για την ακρίβεια, από το μείον επτά.
Είχε φτάσει στο μείον πεντέμιση ήδη, μέσα σε οκτώ μήνες.
Με αυτόν το ρυθμό βέβαια, θα αργούσε να επανέλθει στο μηδέν… αλλά, τουλάχιστον, είχε τη Σκέψη του ακέραιη.
Για την ώρα φυσικά.

Προσπέρασε το μίζερο ανθρωπάκι του σαλονιού και βγήκε από το σπίτι.
Στο σακίδιό του είχε βάλει ένα βιβλίο με την Ιστορία της χώρας, δυο σάντουϊτς με τόνο και τυρί κι ένα μπουκαλάκι νερό. Σκέτο πάγο δηλαδή, για να έχει να πίνει μέχρι το απόγευμα.
Θα πήγαινε στο μικρό πάρκινγκ, στην παραλιακή, στο οποίο συνήθιζαν να αράζουν παλιά, τα μεσημεράκια της Κυριακής ή του Σαββάτου. Πιο δίπλα είχε αρκετά κιόσκια και παγκάκια. Όλη η παραλιακή ήταν έτσι.
Θάλασσα, παραλία, πεζόδρομος, καταπράσινο πάρκο, δεύτερος πεζόδρομος, λεωφόρος.
Για χιλιόμετρα.
Ήταν υπέροχο μέρος για βόλτες, πικνίκ, ποδήλατο. Για κάθε περίσταση και γούστο. Είτε ήθελε κανείς να μουλιάσει στο νερό είτε να σαπίσει στον ήλιο είτε να χωθεί κάτω από τα δέντρα.

Ποσώς τον ένοιαζε το μέρος εκείνη τη μέρα βέβαια… Έτσι κι αλλιώς, αυτός πήγαινε να συναντήσει τα φαντασματάκια του, τα οποία τον είχαν ζαλίσει εδώ και καιρό, μιας και δεν τους έδινε σημασία.
Είχε ξανακάνει παρόμοιο δρομολόγιο παλιότερα και μάλιστα, βγάζοντας και φωτογραφίες. Νέες φωτογραφίες. Έτσι, για να βλέπει το πριν και το μετά τους… μιας και, στις προηγούμενες, ήταν κι εκείνη μέσα.
Και τα φαντασματάκια είχαν χαρεί πάρα πολύ εκείνη τη φορά. Είχαν ηρεμήσει για κάμποσες ημέρες. Καθόταν και κοιτούσε το πριν και το μετά… το πόσο άδειες φαινόντουσαν οι φωτό δίχως εκείνη. Μιας και, σε εκείνες τις καινούριες, έλειπαν οι ήχοι, οι συζητήσεις, τα γέλια, οι φωνές, οι τσακωμοί, τα χαμόγελα, τα δάκρυα, τα σχέδια, τα όνειρα, οι υποσχέσεις, οι κατάρες, τα βλέμματα… Δεν ήταν απλές φωτογραφίες οι παλιές.
Δεν ήταν απλά φωτογραφίες.
Μα, ούτε και οι νέες.
Παρότι κενές, η ησυχία τους τον ξεκούφαινε χειρότερα από τα χαχανητά των φαντασμάτων του.

Το χρειαζόταν αυτό. Ήταν ο μόνος τρόπος για να ξεκαθαρίσει το τοπίο. Ξέρεις… Όπως όταν ρίξεις κάτι λερωμένο στο νερό κι αρχίσει να διαλύεται ο λεκές, στην αρχή είναι έντονο και το χρώμα και η οσμή αλλά και η υφή του καμιά φορά… μετά όμως από λίγη ώρα, αρχίζει και βγαίνει στην επιφάνεια και διαλύεται… μέχρι που κάποια στιγμή, γίνεται ένα με το ύφασμα και το νερό.
Και πλέον υπάρχει δίχως να Άρχει.

Ο καιρός ήταν ευχάριστος.
Αν και λίγο πριν ξεκινήσει, ο αέρας φυσούσε τόσο δυνατά που, λίγο το είχε να μείνει μέσα και σήμερα. Αλλά η φωνή του αλλουνού του τρυπούσε τα αυτιά και τα νεύρα.
Πέρα από αυτό… είχε υποσχεθεί στον άλλο του Εαυτό ότι, θα το έκανε αργά ή γρήγορα. Έπρεπε να το κάνει.
Κατά τη γνώμη του, θα έκανε καλό σε όλους. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.
Και μέσα του. Και έξω του. Και στο Εδώ του και στο Εκεί του.

Φτάνοντας στα μισά της διαδρομής, κοντοστάθηκε και χάζεψε για λίγο το πάρκο στα δεξιά του.
Η ευρύτερη περιοχή ήταν ένα τεράστιο πάρκο, το οποίο χώριζαν στα τρία δυο κεντρικές λεωφόροι.
Το αριστερό πάρκο το είχε γυρίσει μέσα έξω. Χώροι για περίπατο, γήπεδα πάσης φύσεως, μια μικρή λίμνη που επικοινωνούσε με τη θάλασσα κι ένα φυσικό και πλούσιο μίνι βιότοπο. Ibis, πάπιες, χήνες και νερόκοτες κυρίως. Και περιστέρια. Φυσικά.
Κοράκια, Magpies και Miners δεν πατούσαν και τόσο, παρά μόνο εκεί που κατασκήνωνε ο κόσμος για πικνικ…
Είχε βρει μάλιστα και μάραθο δίπλα στη λίμνη. Θυμήθηκε παλιά, παιδάκι ακόμα, με τον πατέρα. Φύτρωνε στην άκρη του πεζοδρομίου κι εκείνοι έκοβαν και μασουλούσαν μέχρι να φτάσουν στο σχολείο… Κάπου κάπου, έφταναν και κάνα κορόμηλο, άμα τύχαινε να κρεμόταν το κλαρί έξω από καμιά αυλή.

Το πάρκο δεξιά, είχε γήπεδα κυρίως, ένα φυτώριο και άλλη μια μικρή λίμνη.
Μια φορά είχαν μόνο κοντοσταθεί, με εκείνη… μα, δεν είχαν κάτσει πολύ.

Αυτό εδώ όμως, στη μέση, του φαινόταν πολύ άγριο μιας κι οι καλαμιές ήταν τόσο ψηλές που, έκοβαν τη θέα. Του θύμιζε λίγο το χωριό του. Τον κάμπο.
Κοντά πέντε χρόνια τώρα και ούτε μία φορά δεν είχε δοκιμάσει να το διασχίσει. Δεν έδειχνε να είχε και κάνα άνοιγμα, εδώ που τα λέμε…

Μα όσο έκανε αυτό το συλλογισμό, λες και άνοιγε μπροστά του, έτσι, από το πουθενά, ένα μονοπάτι φρεσκοκαθαρισμένο…
Το χάζευε αρκετή ώρα, έχοντας χάσει κάθε έλεγχο του κορμιού του…
Λες και του μιλούσε το ίδιο το μονοπάτι. Ή η καλαμιά. Ή κάνας μέρμηγκας.
Ποιος ξέρει…
Αν και, πιο πολύ, έμοιαζε σαν ψίθυρο από το βάθος του πάρκου. Σα να τον έφερνε ο αέρας. Σαν ταινία τρόμου, από εκείνες τις ηλίθιες που, κάνουν μπαμ ότι κάτι θα συμβεί κι εντούτοις, ο μαλάκας ο πρωταγωνιστής αποφασίζει να χωθεί μέχρι μέσα.

Πήγαινε γυρεύοντας.
Ειδικά τώρα που ζούσε μόνος και που, αν του συνέβαινε κάτι, δεν θα χολόσκαγε κανείς για να τον αναζητήσει. Ίσως μόνο ο συγκάτοικός του την ερχόμενη εβδομάδα, όταν θα τον έψαχνε για το νοίκι. Από εκείνη πάλι, δεν είχε καν νέο.
Μάλλον είχε χάσει κάθε δικαίωμα να γνωρίζει τί κάνει. Πώς είναι. Αν χρειάζεται κάτι.
Και γιατί να του επιτρέψει να γνωρίζει άλλωστε;
Αν τώρα, η πανοπλία του Ιππότη σκούριαζε στο Κελλάρι με τις Αναμνήμες, δικό του το πρόβλημα. Όχι δικό της.

Να έμπαινε τελικά στο πάρκο ή όχι;
Δε λέμε δα να του συνέβαινε και τίποτα τρομερό… Απλά, να του την έπεφταν καναδυό πρεζάκια για να τον κλέψουν. Και να ξυπνούσε σωριασμένος μετά από μέρες.
Αν και αυτός, έτσι που έτρωγε σα γουρούνι τώρα τελευταία, πάνω στο δίωρο θα είχε συνέλθει, επειδή θα πεινούσε και μόνο.

Άναψε ένα τσιγάρο για να το φιλοσοφήσει.
Κοίταξε την ώρα στο κινητό του. Νωρίς ήταν ακόμα.
Μία και δέκα το μεσημέρι. Χαρά θεού εδώ κάτω και δε φυσούσε και τόσο όπως όταν βγήκε από το σπίτι. Κάτι τα δέντρα, κάτι οι καλαμιές, έκοβαν όσο να 'ναι.
Χαζεύοντας το φρεσκοκομμένο γρασίδι, συνειδητοποίησε ότι, δεν ήταν από απλή κουρευτική μηχανή του γκαζόν αλλά από εκείνα τα κάπως μεγαλύτερα μηχανήματα που είχε ο δήμος για να κόβει το γρασίδι στα μεγάλα πάρκα… Κι αυτό σήμαινε πως, παρά τα βάτα… το μονοπάτι ήταν βατό.




- "Δε γαμιέται", σκέφτηκε. "Με φάνε, δε με φάνε, θα μπω… μην τρελαθούμε κιόλας. Μόνο πεντακόσια μέτρα πάρκο είναι μέχρι την επόμενη λεωφόρο. Τί διάλο; Το πολύ πολύ να είναι αδιέξοδο και να γυρίσω πίσω".
Αν και δεν του πήγαινε η ιδέα του αδιεξόδου… Ποιος ο λόγος να καθαρίσουν μονοπάτι αν ήταν αδιέξοδο;
Τώρα βέβαια… όταν λέμε μονοπάτι, φαντάσου ένα ευρύχωρο δρομάκι, στο οποίο άνετα, ένα ζευγαράκι μπορούσε να περπατήσει χέρι χέρι.

Ζευγαράκι…
Ναι. ΟΚ.
Μόνο που, αυτός… ήταν ένας.

Και κοίτα πλάκα.
Καμιά φορά, οι δυο χωρούν εκεί που, τον ένα, δεν τον χωρά ο τόπος όλος.

Πενήντα μέτρα μες στο μονοπάτι… και κάθε ήχος από τη λεωφόρο είχε μείνει πίσω.
Μόνο τα πουλιά και κάνας αρουραίος που, πεταγόταν από τη μια μεριά στην άλλη.
Κι εκείνος.
Μόνος.
Όχι ζευγάρι.
Μόνος.

Πώς και δεν το είχε ανακαλύψει νωρίτερα ετούτο δω το μέρος;
Πώς και δεν το είχαν περπατήσει χέρι χέρι, όπως τόσα άλλα μέρη;

Μαζί με τους ήχους του δρόμου, είχαν πάψει και τα χαχανητά από τα φαντασματάκια του.
Αυτό το μέρος, ήταν παρθένο.
Δεν είχε να θυμίσει κάτι.









Άναψε άλλο ένα τσιγάρο… από το οποίο, δεν τράβηξε, παρά μόνο την πρώτη τζούρα!
Τη λίμνη που ανοιγόταν μπροστά του, θα την έπινε σκέτη.




…απόσπασμα από τη ΣυνΛογή κειμένων "Φαντασματάκια", του Γρ. Κρέζου