Wednesday 10 June 2015

* Πουτάνα… (based on a true story)

- "Πουτάνα!", ούρλιαξε και χτύπησε με δύναμη τη γροθιά του στον τοίχο… "Πουτάνα! Πουτάνα… πάλι τα ίδια!", συνέχισε να βρίζει κι εκεί πλέον, δεν άντεξα.
- "Τί έπαθες χριστιανέ μου; Τρελάθηκες πρωινιάτικα; Με ποια τα έβαλες; Ποια είναι η πουτάνα;", τον ρώτησα, κλείνοντας το συρόμενο παράθυρο να μη μας ακούσει η γειτονιά.
Όχι ότι θα καταλάβαιναν τίποτα δηλαδή… ένα μάτσο λιβανέζοι, ινδοί, και σκοπιανοί ήταν στη γειτονιά. Και δυο οικογένειες κινέζων στον τρίτο. Ή κάτι τέτοιο, τέλος πάντων. Όλοι ίδιοι είναι. Αλλά, έτσι, για το γαμώτο της υπόθεσης… Αυτό με τις δυνατές βρισιές δεν το 'χα από μικρός. Κι όταν εκείνος άρχισε να βρίζει… όποια κι αν ήταν εκείνη που έβριζε, απλά, το έχασα.

- "Άσε με ρε μαλάκα. Άσε με, να μην την πληρώσεις εσύ στο τέλος", μου απάντησε με υφάκι, λες και θα τον φοβόμουνα… οπότε, εκείνη τη στιγμή, τον άρπαξα με δύναμη από το λαιμό, σπρώχνοντάς τον με με φόρα προς την πόρτα.
Εκείνος παραπάτησε και για να μη βρεθεί στο πάτωμα, γραπώθηκε από το χέρι μου…
Από το χέρι που τον έπνιγε!

Αυτά τα ανθρωπάκια τελικά, έχουν πλάκα όταν τα μελετάς.
Πήγε να σωθεί, να στηριχθεί… από το ίδιο το χέρι το οποίο τον είχε πιάσει από το λαιμό.
Ήταν αστείος και μίζερος, μα την αλήθεια.

- "Μου τη λές κι από πάνω ρε κωλόπαιδο;", του ανταπάντησα και τον βοήθησα να σταθεί και πάλι στα πόδια του. Το σημάδι από τα δάκτυλά μου, να του έχει κοκκινίσει το λαιμό, τόσο που, μια σχετική τρομάρα, την ένιωσα. "Είσαι καλά;", τον ρώτησα αλλάζοντας τόνο και έκανα δυο τρία βήματα πίσω, για να του δώσω λίγο χώρο και την ευκαιρία να αποκτήσει μια αίσθηση ασφάλειας, στεκόμενος μακρυά.

- "Δε βρίζω καμία ρε. Ξεκόλλα επιτέλους… Τα έχω κάνει όλα Πουτάνα. Αυτό λέω. Πουτάνα όλα. Πουταναριό. Πώς το λένε…", και κλείνοντας τη φράση του, έπεσε στο κρεβάτι βάζοντας τα κλάματα. Ή μάλλον, κάτι ανάμεσα σε γέλια και σε κλάματα. Πιο πολύ από νεύρα πιστεύω κι όχι τόσο από στενοχώρια. Νεύρα με τον ίδιο του τον εαυτό. Κι όχι με κάποιον άλλο.

- "Σώπα ρε Χριστόφορε…", του είπα ειρωνικά. "Τώρα το ανακάλυψες κι αυτό; Τόσο καιρό νόμιζες ότι, το πήγαινες καλά και τώρα σου ήρθε η φώτιση; Ότι τα έκανες όλα πουτάνα;"

Εκείνος δε μίλησε. Απλά, μου έκανε νόημα να βγω από το δωμάτιο.
Δεν ήθελε να συζητήσουμε άλλο. 

Τον τελευταίο καιρό είχε αρχίσει να ακούει και να βλέπει και πάλι φαντάσματα.
Φαντάσματα του Παρελθόντος. Ξέρεις. Από εκείνα τα γλυκά πλάσματα που, δεν ξέρω ποιος τα στέλνει, μα ως σκοπό τους έχουν να πατούν το κουμπάκι με το rewind… και μετά play back, δείχνοντάς σου κάθε στιγμή που έζησες και θυμίζοντας κάθε σου επιλογή.
Είναι εκείνα τα πλασματάκια που, όπου κι αν βρεθείς, θα σου θυμίσουν και μία και δύο και χίλιες τρεις στιγμές, από εκείνες που προσπαθείς να σβήσεις.

Κι εκείνος, και στιγμές πολλές είχε στη ζωή του και προσπαθούσε να τις σβήσει.
Μα, τελικά… ξέρεις, το να σβήσεις το παρελθόν, το να διανοηθείς καν ότι, μπορείς να το σβήσεις, είναι από μόνο του και παγίδα… αλλά και μαλακία ως σύλληψη, to begin with.
Το παρελθόν, το αγκαλιάζεις. Το αγκαλιάζεις όσο πιο σφιχτά μπορείς… και το αφήνεις να σε αγκαλιάσει όσο σφιχτά μπορεί κι εκείνο. Κοιμόσαστε και ξυπνάτε μαζί. Κάθε μέρα. Για καιρό. Πολύ καιρό. Όσο πάρει…
Μέχρι εκείνο να αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι σου. Συνειδητό κι όχι κρυφό.
Αλλά… σχετικά με αυτό, θα αφήσω τον ίδιο να καταθέσει.
Όταν το εισπράξει. Με τη σειρά του.

- "Γράφεις για να ξορκίσεις το κακό", είχε πει στον άλλο του Εαυτό, με τον τελευταίο να διαφωνεί και να ωρύεται…
Δε πα να φώναζε; Έτσι είχε.
Κάθε ένας, γράφει με ένα και μοναδικό σκοπό.
Να κάνει τις Φωνές του να σωπάσουν. Να το βουλώσουν. Γιατί αν δε γράψει, εκείνες δυναμώνουν τόσο που, παύει να ακούγεται κάθε άλλος ήχος. Ακόμα κι εκείνος της καρδιάς.
Και ξέρεις… σαν πάψεις να ακούς τον κτύπο της καρδιάς, παύεις και να πονάς.
Και, μα την όποια αλήθεια κυβερνά σε αυτόν τον κόσμο… το μόνο που σε κρατάει ζωντανό, είναι ο πόνος που νιώθεις για κάτι… ο πόνος που νιώθεις από κάτι… ή η ελπίδα πως, κάποια φορά κι εσύ, θα πονέσεις.

Νιώθω τη δυσφορία σου σε τούτα μου τα λόγια.
Λογικό. Κι αν όχι λογικό, τουλάχιστον αναμενόμενο να μη σου κάθεται καλά.
Κι όμως… ο πόνος σου δίνει αιτία.

Μα τώρα δα… το θέμα μου δεν είναι ο πόνος και η κάθε θεωρία γύρω από αυτόν… μα το ότι, αυτός ο τόσο δικός μου άνθρωπος βρισκόταν διπλωμένος στα δύο, επάνω στο κρεβάτι του, να κλαίει από νεύρα. Να χτυπιέται σαν κακομαθημένο γκομενάκι και να ξοδεύει τη Σκέψη του σε μαλακίες, αντί να αγκαλιάσει το συναίσθημα και να προχωρήσει, όπως έκανε πάντα.
Παλιά, όταν βρισκόταν μπροστά από κάποιο εμπόδιο που δε μπορούσε να υπερπηδήσει… έπαιρνε φόρα κι έσκαγε με δύναμη πάνω του. Γινόταν χιλιάδες κομμάτια κι άφηνε τον άνεμο να τον σηκώσει ψηλά…
Κι έτσι, με αυτόν τον τρόπο, είχε περάσει κάθε εμπόδιο που είχε υψωθεί μπροστά του ως τώρα.
Βέβαια, κάθε τόσο, κατά την συγκόλληση των κομματιών, όλο και κάτι του έλειπε, μα… ας πούμε πως, αυτό ήταν το εισιτήριο. Το τίμημα για αυτά τα ιδιόμορφα άλματά του.

Κάθισα στον υπολογιστή του καθώς εκείνος σταμάτησε να μυξοκλαίγεται και σηκώθηκε να ντυθεί.
-  "Θα βγεις τελικά;", τον ρώτησα.
- "Ναι… θα βγω. Κι όχι μόνο θα βγω αλλά θα πάω και σε κάθε μέρος που συνηθίζαμε να πηγαίνουμε παλιά", μου απάντησε και στον τόνο της φωνής του δε διέκρινα το παραμικρό ίχνος αμφιβολίας ή δισταγμού γι αυτό που είχε βάλει στο μυαλό του και είχε σκοπό να κάνει.
"Αφού τα φαντασματάκια θέλουν να μου μιλήσουν… θα τους κάνω τη χάρη και θα βγω μαζί τους. Θα τα πάω στα ίδια μέρη που συχνάζαμε. Μόνος. Δίχως εκείνη. Να ακούσω τί έχουν να μου πουν επιτέλους. Αν έχουν κάτι καινούριο δηλαδή", συνέχισε, ενώ έβαζε κι έβγαζε διάφορα ρούχα.
- "Τί έγινε… δε μπορείς να αποφασίσεις τί θα βάλεις; Μήπως να φόραγες κάνα κουστούμι να είσαι πιο επίσημος;", τον ειρωνεύτηκα ξανά.
- "Δε μας γαμάς ρε μαλάκα; Σαν πολύ θάρρος σου έχω δώσει", μου αποκρίθηκε και συνέχισε, "Δε μου κάνει τίποτα! Γουρούνι έγινα! Γουρούνι! Και πώς να μου κάνει; Με κοτόπουλα, πίτσες, κεμπάπ, παστούλες και τοστάκια κάθε μέρα, αναμενόμενο… Πάλι καλά που μου κάνει το σορτς της δουλειάς, δε λες;", συνέχισε κοροϊδεύοντας τον εαυτό του.
"Αυτό θα βάλω… τέλος", μου είπε και μου έδειξε το χακί σορτς.
- "Ρε βλαμμένε… δίχως ζώνη, θα ξεφτιλιστείς καμιά ώρα"…
- "Ναι… μου αξίζει. Να σου πω την αλήθεια, παρακαλάω να μου πέσει στο δρόμο και να γίνω ρεζίλι… Ίσως έτσι βάλω μυαλό και το πάρω αλλιώς", μου απάντησε με ένα απαθέστατο όσο και ειλικρινές βλέμμα.
- "Όπως νομίζεις", του είπα και έβαλα να χαζέψω ένα βίντεο στο youtube.
- "Θα φτιάξω και κάνα σάντουϊτς να πάρω μαζί. Θα αργήσω να γυρίσω. Θα πεινάσω τόσες ώρες στην παραλία", φώναξε μέσα από την κουζίνα.
- "Ναι… και καλά θα κάνεις. Έτσι, θα σου πέσει στα σίγουρα το σορτς. Μαλακισμένο! Ε, μαλακισμένο", του φώναξα γελώντας. "Και πού έχεις σκοπό να πας πρώτα;", τον ρώτησα όντας περίεργος να μάθω το δρομολόγιό του.
- "Χα… εκεί που πηγαίναμε πάντα. Στην παραλία. Στο μικρό πάρκινγκ. Βέβαια, καρέκλα δεν έχω… και μάλλον θα την πέσω σε κάνα κιόσκι… αλλά είναι δίπλα έτσι κι αλλιώς. Αν έχουν κάτι να πουν τα φαντασματάκια, θα το πουν. Και θα ακούσω… να είσαι σίγουρος ότι, θα ακούσω", μου απάντησε γεμάτος χαρά.




Όταν μπήκε στο δωμάτιο να πάρει το μικρό σακίδιό του, τον μούντζωσα και με τα δυο χέρια.

Μούσια και μπλούζα ήταν γεμάτα κέτσαπ.
Είχε προλάβει να χλαπακιάσει πάλι ο μαλάκας.




…απόσπασμα από τη ΣυνΛογή κειμένων "Φαντασματάκια", του Γρ. Κρέζου