Sunday 31 May 2015

* Δυο φέτες σαλαμάκι…

Πέταξε τα ψώνια στο τραπέζι και κατευθύνθηκε στην τουαλέτα…
Χούι κι αυτό, εδώ και χρόνια! Με το που έμπαινε στο σπίτι, τον έπιανε αμέσως. Και, πολλές φορές, από τη στιγμή που θα έβαζε το κλειδί στην πόρτα!
Είχε φτάσει σε σημείο να το αναλύει όλο και πιο βαθειά… Προσπαθούσε να επικεντρώσει όλες τις αισθήσεις του ώστε να εντοπίσει το σημείο του κορμιού, όπου η ευχαρίστηση ήταν μεγαλύτερη.
Ναι… τόση φασαρία έκανε το μυαλό του ώστε προσπαθούσε να το κρατά απασχολημένο με σκέψεις που επέλεγε εκείνος.
Όσο μαλακισμένες κι αν ήταν.

Και ήταν!

Πέντε μπουκάλια νερό από το πρωί, λογικό κι αναμενόμενο να κατουριέται.
Μα, γιατί πάντοτε εκείνη τη στιγμή;

Έβγαλε τα ψώνια από την τσάντα του μάρκετ κι άρχισε να τα τακτοποιεί στο ψυγείο.
Μους σοκολάτας, δυο πάστες συσκευασμένες, γιαούρτι με γεύση μέλι και κανέλλα, μπισκοτάκια γεμιστά, ένα βαζάκι πραλίνα φουντουκιού, από την φτηνή και… ένα σαλαμάκι. Ουγγαρέζικο. Όχι όμως το καυτερό. Το άλλο. Που είχε πιο παχιά γεύση.
Ψώνια Κυριακάτικης κατάθλιψης. Ναι.

Το πρώτο που δοκίμασε ήταν το σαλαμάκι.
Είχε ακριβώς οκτώ μήνες να το δοκιμάσει. Από τον περασμένο Οκτώβριο που…

Οκτώ μήνες! Για ένα σαλάμι… Το αγαπημένο του σαλάμι.
Το φοβόταν.
Φοβόταν ότι, θα του θύμιζε.
Φοβόταν ό,τι θα του θύμιζε.
Ξέρεις. Πάντα έκοβε δυο φέτες. Τη μια για τον εαυτό του και την άλλη για…




Κι έτσι κι έγινε.
Με το που το δοκίμασε κι άρχισε εκείνη η γνώριμη γεμάτη γεύση, το άρωμα και υφή να γεμίζουν γλώσσα κι ουρανίσκο… το κατάπιε στα γρήγορα, για να πάψει η φασαρία που είχε ξεκινήσει μέσα στο κεφάλι του.
Έβαλε το υπόλοιπο στο ψυγείο κι άρπαξε αμέσως το μους σοκολάτας…
Το κατέβασε με συνοπτικές διαδικασίες, για να αλλάξει η γεύση του το συντομότερο δυνατό.
Έτσι, για να ησυχάσει λίγο η μαϊμού.

Τελευταία, είχε θέμα με τη μαϊμού μες στο κεφάλι του. Ανήσυχη και θορυβώδης, να ανακατεύει κάθε τί στο πέρασμά της. Είχε συνήθειο να σηκώνει το χαλάκι και να του σκορπίζει τα σκουπίδια που, επιμελώς, είχε ο ίδιος παραχώσει.
- "Ουφ… κι έχουμε δρόμο ακόμα", της είπε κάποιο βράδυ.
- "Ουφ, δε λες τίποτα", του απάντησε.

Πήρε το μπουκάλι με το κρασί και μπήκε στο δωμάτιο, κλειδώνοντας την πόρτα πίσω του.
Εδώ και χρόνια, κλείδωνε την πόρτα της κρεββατοκάμαρας.
Πλέον, το έκανε για διαφορετικό λόγο.
Πόσο ίδιο έμοιαζε όμως…

Είχε πάει ήδη εννέα όταν κοίταξε και πάλι το ρολόι του υπολογιστή.
Το μικρό καλοριφέρ που είχε δίπλα του, ίσα που έσπαγε την υγρασία στο δωμάτιο.
Κι απόψε, οι πατούσες παγωμένες. Όπως και κάθε βράδυ εδώ και μέρες. Παρόλο που φορούσε κάλτσες, δεν έλεγαν να ζεσταθούν τα πόδια του.
Μέχρι και το heat pack του είχε αφήσει πίσω. Πουλόβερ, ζακέτες, μπουφάν…
Βλέπεις, μέχρι τώρα, δεν είχε περάσει χειμώνας βαρύς εκεί που ήταν. Ενώ φέτος… δεν την πάλευε και τόσο.
Ίσως και να ήταν όντως, τόσο ψυχροί, οι προηγούμενοι χειμώνες και να μην το έπαιρνε χαμπάρι λόγω…

Μισές σκέψεις. Μισές…
Αν και… ποιος έλεγε ότι, ήταν η μέση;
Μάλλον… Ατελείωτες, έπρεπε να πει.
- "Χα… Ατελείωτες!"
Ατελείωτες επειδή δεν είχαν ολοκληρωθεί ή επειδή δεν είχαν τελειωμό;

Ατελείωτες ή Ατέλειωτες;

- "Τσούλα Γλώσσα, επιτέλους!", βόγγηξε, μιας και δε μπορούσε να συνεννοηθεί, ακόμα και με τον ίδιο τον εαυτό του.

Με τον ίδιο του τον εαυτό…
Ενώ, με τον άλλο του εαυτό, μια χαρά τα έλεγαν.
Ναι. Okay…

Νωρίτερα, το πρωί, είχε αγοράσει μπατονέτες για τα αυτιά. Καθοδόν για το σινεμά.
Όλο έλεγε να πάρει κι όλο το ξεχνούσε.
Πάνε και δυο βδομάδες, από τότε που του είχαν τελειώσει.
Χώθηκε στα γρήγορα στην τουαλέτα του σταθμού και τις έβγαλε από την τσέπη του…
Παραλίγο να κατουρηθεί και πάλι.
Αυτήν όμως τη φορά, λόγω ευχαρίστησης.
Τί υπέροχη αίσθηση είναι αυτή, του να καθαρίζει κανείς τα αυτιά του! Σχεδόν ίδια απόλαυση με το να τα ξύνει, χώνοντας το μικρό δακτυλάκι…

Ένιωθε ελεεινός…
"Ελεεινός και τρισάθλιος", που έλεγε και μια ψυχή, ίσα και με τριάντα χρόνια πριν.

Σκόρπιες
Αυτό είναι!
Σκόρπιες Σκέψεις.
Ούτε μισές ούτε ατελείωτες.
Απλά, Σκόρπιες.
Του έκανε αυτός ο χαρακτηρισμός.

Το μπουκαλάκι με το νερό του είχε αρχίσει να ζεσταίνεται και έπρεπε να πάει να φέρει φρέσκο, πιο παγωμένο.
Γέμισε άλλο ένα ποτηράκι με κρασί, το οποίο μπουκάλι ήδη τελείωνε, από χτες που το είχε ανοίξει και σηκώθηκε να πάει προς την κουζίνα. Ίσως τσιμπούσε και κάτι.
Αν και… δε θα έπρεπε τέτοια ώρα.
Τελευταία, τα γεύματά του ήταν κοτόπουλα και burgers εδώ κι εκεί, sandwiches και πατάτες τηγανιτές. Πολλές πατάτες.
Κι ας μην είχαν κρέας τα burgers ή είχαν λαχανικά αντί για βοδινό, το ψωμί που κατέβαζε, συσσωρευόταν όσο αυτός ρευόταν.
Όπως επίσης και τα μους, οι παστούλες κι όποια άλλη μαλακία γλυκό του τη βάραγε.

Άνοιξε το ψυγείο και έβαλε μέσα το μπουκάλι με το κρασί, βγάζοντας μια λιβανέζικη πίτα κι όσα υλικά είχε για να τη γεμίσει.
Τυριά, μαγιονέζα, κέτσαπ, μουστάρδα, πράσινη σαλάτα, καπνιστή γαλοπούλα, φράουλες και blueburries που, τα είχε βρει επιτέλους κάτω από 6 δολλάρια και…

Όπως τα έβγαλε, έτσι και τα παράτησε στον πάγκο της κουζίνας.

Πήρε το Ουγγαρέζικο σαλαμάκι κι ένα μαχαίρι και γύρισε στην κρεβατοκάμαρα.
Θα το τσάκιζε όλο απόψε.
Φέτα φέτα. Και θα τις έκοβε δύο δύο.
Μία για εκείνον και μία για…
…για τον εαυτό του.
Τον άλλο.
Έτσι.
Για τιμωρία.
Για να μάθει να σπρώχνει τη φασαρία κάτω από το χαλάκι.

- "Ξύπνα με όταν γυρίσεις", είπε κλείνοντας τα μάτια.




…απόσπασμα από τη ΣυνΛογή "Σκόρπιες Σκέψεις", του Γρ. Κρέζου