Sunday 24 May 2015

* Τέσσερις Εποχές (1)

Είχε χειμωνιάσει…
Καλά, αυτό από μόνο του, δεν ήταν και κάνα συνταρακτικό γεγονός. Κάθε χρόνο χειμώνιαζε. Πότε νωρίτερα, πότε αργότερα.
Είτε μεσολαβούσε άνοιξη είτε όχι, χειμώνιαζε.
Μόνο που… μόνο που, ετούτη τη φορά, πέφτοντας στο κρεβάτι, κάτω από τα σκεπάσματα υπήρχαν μόνο δυο πατούσες. Οι δικές του. Κάτι έλειπε.




Επιλογή του. Ναι. Δε λέω. Επιλογή από εκείνες που, έφερναν τα πάνω κάτω. Αν και τώρα που βρισκόταν κάτω, δεν ήταν και τόσο σίγουρος για το αν η επιλογή αυτή, θα έφερνε τα κάτω πάνω ή θα τον πήγαινε ακόμα παρακάτω.

- "Θα δείξει", έλεγε. "Στην τελική, όποιος καεί, πρόβλημά του".
Έτσι έκλεινε συνήθως τη φράση του, προς απάντηση όσων του εξέφραζαν τη διστακτικότητά τους.

Σκέφτηκε πως, με τόσο κρύο που έτρωγε, το να καεί θα φαινόταν αστείο. Κι εκείνη τη στιγμή, έγειρε πίσω στην καρέκλα του, κοιτώντας έξω από το τζάμι… με το χέρι του να τσουρουφλίζεται στιγμιαία, αλλά γερά, στο φορητό καλοριφέρ που είχε δίπλα του.
Τελικά, το να καεί, όχι μόνο αστείο δεν ήταν αλλά και πολύ πιθανό. Έτσι.
Καμμένος από το κρύο του χειμώνα.

Κάποιες φορές, το Άμεσο και το Έμμεσο δεν έχουν καμία… μα καμία σημασία.
Μόνο στατιστική.

- "Έχεις καιρό να γράψεις", του είχε πει νωρίτερα.
- "Ναι. Τώρα 'ζωγραφίζω' με αυτά που κάνω…", της είχε απαντήσει ειρωνικά και του είχε φανεί πολύ φτηνή ατάκα. Φτηνή για αυτόν που, στο παρελθόν, είχε γκρεμίσει και ξαναχτίσει Κόσμους ολόκληρους, μέσα κι έξω από τους οποίους είχαν γεννηθεί και πεθάνει γενιές ολόκληρες Ανθρώπων.

Ίσως και να το έχανε τελικά.
Αυτή η βουτιά του στα Ανθρώπινα, παίζει και να τον είχε επηρεάσει τόσο πολύ ώστε να είχε χάσει εκείνη τη σπίθα που έβαζε φωτιά στο Λόγο του.
Ίσως πάλι, να μην είχε και κάποια Ίδια-Έταιρη ικανότητα στο γραπτό λόγο κι όλα αυτά που προηγήθηκαν, να ήταν απλά και μόνο αποτελέσματα μιας Εκ-Ρήξης.
Μιας αναπόφευκτης Συν-Κρούσης δυο Κόσμων που, σαν άλλος Large Hadron Collider, αφού τους επιτάγχυνε σχεδόν στην ταχύτητα του φωτός και προς αντίθετη κατεύθυνση τον έναν από τον άλλο, τους άφησε να συγκρουστούν, να διαλυθούν, να καταρρεύσει η όποια δομή τους και να σκορπιστούν…
Κι όπως γίνεται σε τέτοιες περιπτώσεις, έτσι και τότε, πέθαναν κι οι δύο για να γεννηθούν στη θέση τους δυο Άνθρωποι.
Δυο Άνθρωποι με Αδυναμίες και Επιθυμίες και Θέλω και Ανυπομονησία και Πόνο και Όνειρα και όλα όσα Συν-Πληρώνουν το πακέτο που λέγεται Άνθρωπος κι Ανθρώπινη Ζωή.

Ίσως τελικά, αυτό να είναι ο Άνθρωπος.
Και γι αυτό να μην ταξειδέψει και ποτέ του με την ταχύτητα του φωτός.
Ίσως γιατί φτάνοντάς την, να παύει να είναι Άνθρωπος.

Έβγαλε το σακουλάκι με το ποπ-κορν από το ντουλάπι και το έβαλε στο φούρνο μικροκυμάτων.
Νωρίτερα, είχε τσακίσει κάτι κομμάτια πίτσας και με τούτο εδώ, θα συμπλήρωνε το αποψινό junk γεύμα… στέλνοντας περίπατο τη χτεσινοβραδυνή σαλατούλα που, τον είχε χαροποιήσει τόσο πολύ και του είχε θυμίσει ότι, ποτέ δεν ήταν αργά να αναστρέψει το κακό που συντελούταν…
Τρεις χούφτες ποπ-κορν αργότερα και κάθε τύψη είχε εξαφανιστεί, κάτω από τη βαριά κι εθιστική γεύση φτηνού υποκατάστατου βουτύρου, μπόλικου αλατιού και μιας αρμάδας τεχνιτών γευστικών ουσιών.
Κρίμα να μην έχει αγοράσει και καμιά κόκα-κόλα για μετά…

Έβαλε άλλο ένα μπουκάλι νερό στην κατάψυξη.
Θα το χρειαζόταν, αργότερα τη νύχτα. Στανταράκι και καρατσεκαρισμένο, λόγω πείρας στο junk. Αυτή η νυχτερινή λύσσα, παρότι ανεπιθύμητη, ήταν κι εκείνη Αναπόφευκτη…
Σαν τη Συν-Κρούση των Κόσμων τους.
Και, παρότι ήταν χειμώνας… το νερό, μόνο παγωμένο μπορούσε να το πιει.

- "Κοίτα να δεις που, γράφω πάλι…", μονολόγησε.
Αν και, πιο πολύ με ημερολόγιο έμοιαζε, παρά με κάτι αντίστοιχο όσων είχε Συν-Γράψει στο παρελθόν.
Χα… λες και θα μπορούσε να είχε συγγράψει στο μέλλον.
(ή μήπως…)

Τα δάκτυλά του και φέτος, άρχισαν να σκάνε από νωρίς…
Η ξηροδερμία τον ακολουθούσε σταθερά, κάθε χειμώνα και κάθε φορά που κρύωνε κάπως ο καιρός.
Πήρε στα χέρια του την πρώτη αλοιφή που βρήκε στο συρτάρι του.

- ()

Αν μη τί άλλο, παρά τα όσα του θύμισε, ήταν ένα σεβαστό δώρο της.
Την άπλωσε στο δέρμα του κι εκείνο τη ρούφηξε αμέσως λες και ήταν ενυδατική κρέμα πάνω σε έγκαυμα.
Δεν τον παραξένευσε διόλου το γεγονός.
Πάγος και Φωτιά.
Ένα και το αυτό για εκείνον.

Έτσι ήταν και πολύ πιθανόν, έτσι θα συνέχιζε να είναι.

Η θερμοκρασία στο βορεινό δωμάτιό του άρχισε να πέφτει αισθητά και με το πέρασμα της ώρας, ένιωθε όλο και δυσκολότερο το να παραμείνει στον υπολογιστή του για να συνεχίσει το γράψιμο.
Παρά την αλοιφή, η σκασμένη και σκληρή επιδερμίδα πονούσε τρομερά και οι κλειδώσεις των δακτύλων του αρνούνταν πεισματικά να λυγίσουν όσο χρειαζόταν για να δακτυλογραφήσει, με αποτέλεσμα, να μη μπορεί η Γραφίδα να ακολουθήσει τους ρυθμούς της Κοπίδας που κρατούσε η Σκέψη του.

Έριξε μια ματιά στο email του.
Τίποτε συνταρακτικό κι εκεί από τον υπόλοιπο κόσμο... παρά μόνο ένα γράμμα από μια φίλη, το οποίο βάρυνε αρκετά παραπάνω την καρδιά του. Η γυναίκα του αδελφού της διαγνώστηκε με καρκίνο. Έκανε ήδη την τρίτη θεραπεία της.

Ύψωσε το βλέμμα στο ταβάνι κι έκλεισε αργά τα μάτια του.
Άγγιξε την εικόνα του Πανορμίτη την οποία είχε πάντοτε δίπλα του και κάτι ψιθύρισε.

Σηκώθηκε και με επίσης αργές κινήσεις, κλείδωσε την πόρτα.
Έβγαλε τα ρούχα του και τα τακτοποίησε πάνω στο έπιπλο, μπροστά από το παράθυρο.
Σύρθηκε ως το κρεβάτι, ξάπλωσε κι έσβησε με το τηλεχειριστήριο το φως.
Το μόνο που ήθελε εκείνη τη στιγμή, ήταν να κοιμηθεί μπας κι έφευγε ο πόνος, να πάει να βασανίσει κάναν άλλο.

Δευτερόλεπτα αργότερα, μια βλαστήμια κουρασμένη βγήκε από τα χείλη του.
- "Γαμήσου πια…! Μαλάκα!"

Είχε ξεχάσει στο ψυγείο το νερό.





Απόσπασμα από το Ημερολόγιο "Τέσσερις Εποχές, Χειμώνας", του Γρ. Κρέζου