Sunday 1 September 2013

* Πρόσκληση σε Δείπνο... (2)


     Όλα έδειχναν ότι, το αποψινό δεν θα ήταν άλλο ένα από
τα συνηθισμένα Δείπνα του κυρίου Μανζάμπλ. Φάνηκε από την αρχή όταν, στην είσοδο του σπιτιού, αντί για τον Σεμίλ Μανζάμπλ, τον υποδέχθηκε η στενή συνεργάτης του και νομικός σύμβουλος της εταιρίας, Λωραίν Σαφίρ. Η δίδυμη αδελφή του Τεοντώρ Σαφίρ, για την οποία είχε τόσα ακούσει αλλά ποτέ συναντήσει.

    Αν ισχύει το "ὡς ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς"... τότε οι, κατ' ευφημισμόν 'αδέλφια', Τεοντώρ και Λωραίν, θα ήταν οι Κάιν και Άβελ της Γης...
Οι ιστορίες γύρω από τις σχέσεις τους, οι μεταξύ τους συγκρούσεις, προκαλούσαν τρόμο και μόνο στην ιδέα του να παρευρίσκεται κάποιος, ως αυτόπτης κι αυτήκοος μάρτυρας σε κάποια από τις Αιώνιες Μάχες τους. Οι περισσότεροι μάρτυρες, ένα τέτοιο γεγονός, το περιέγραφαν σαν Μάχη που δίνει μία και μόνη ύπαρξη, για να ξεπεράσει ή και να επιβληθεί του εαυτού της. Σαν ένα σώμα, παγιδευμένο μέσα σε ένα άλλο, να θέλει να ξεσκίσει τη σάρκα και να ελευθερωθεί
    Υπήρχαν όμως και Κάποιοι, πολύ λίγοι, ελάχιστοι θα έλεγα, κάπως ιδιαίτεροι στη Σκέψη που, αντί για Μάχη, έβλεπαν πραγματική αγάπη ανάμεσα στα δυο αδέλφια. Όπως οι δυο πλευρές μιας και μόνης Ψυχής που, προκαλούν η μία την άλλη ώστε μέσα από την αναζήτηση, να καταργήσουν τα όποια όρια και να κατακτήσουν τη γνώση.

   Περίεργος Κόσμος, σκέφτηκε ο Βιζιλάνς Κρουζ καθώς άφηνε το παλτό και το καπέλο του στα χέρια της Λωραίν Σαφίρ, η οποία με τη σειρά της τα πέταξε, κατά κάποιο τρόπο, σε μια καρέκλα, δίπλα στο σταματημένο ρολόι, από ξύλο τριανταφυλιάς με το ραγισμένο γυαλί και τους δείκτες του, εξαντλημένους κι ακίνητους, να αρνούνται να συνεχίσουν το ταξείδι που τους υπαγόρευε η αιωνιότητα. Στην οικία του κυρίου Μανζάμπλ, η ώρα ήταν πάντα Τέσσερις.
Αν ήταν τέσσερις το πρωί ή τέσσερις το απόγευμα, αυτό δεν το γνώριζε ο Βιζιλάνς. Ούτε και τόλμησε ποτέ να ρωτήσει το πώς και το γιατί. Ήξερε έτσι κι αλλιώς ότι, κάποια μέρα θα ήταν η σειρά του να μάθει κι αυτός.
"Τέσσερις...", σκέφτηκε. "Ευτυχώς που δεν είμαι Κινέζος", αναλογίστηκε και χαμογέλασε στον εαυτό του.

   Περνώντας στον χώρο υποδοχής, ο Βιζιλάνς δεν συνάντησε άλλον καλεσμένο. Ανασήκωσε το κεφάλι του, από ένστικτο, κοιτώντας γύρω του με τα ρουθούνια ορθάνοιχτα, σα ζώο τρομαγμένο που, αισθάνεται την παρουσία θηρευτή. Τον κίνδυνο να πλησιάζει.

   -"Οι υπόλοιποι έχουν ήδη περάσει στην τραπεζαρία κύριε Κρουζ. Παρακαλώ. Ακολουθήστε με. Αν θυμόσαστε, το Δείπνο ήταν για τις επτά, απόψε".

Η φωνή της Λωραίν, δίχως χρώμα, πλαστική, επικριτική, έκοψε σαν μαχαίρι τη σκέψη του.
Μα, ήταν δυνατόν για το Βιζιλάνς να έχει κάνει τέτοιο λάθος; Τέτοια παράληψη; Λάθος ώρα;
Πήρε μια βαθειά ανάσα, φόρεσε ένα πρόχειρο, δανεικό χαμόγελο και μπήκε στην τραπεζαρία, ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά στο ρολόι του... 
Επτά και είκοσι.


    Την επόμενη στιγμή που θυμάται ο Βιζιλάνς να ξαναπαίρνει ανάσα, ήταν ήδη οκτώ και δέκα.

Σα να είχε ταξειδέψει στο χρόνο, η υποδοχή, η συστάσεις, η απολογία, η συγχώρεση, το σερβίρισμα του Δείπνου, είχαν περάσει ανεπιστρεπτί. Όλα είχαν γίνει ένα μέσα στο μυαλό του, δίχως λεπτομέρειες. Απλά, μια αίσθηση Παραίσθηση.
Ξαφνικά και μη μπορώντας να φέρει στη μνήμη του το Γιατί και το Πως, ένιωθε ότι βρισκόταν ανάμεσα σε δυο αντίπαλα στρατόπεδα. Και οι δυο πλευρές να τον διεκδικούν για διαφορετικό λόγο η κάθε μία. Κατάδυση ή ΑνύψωσηΣκοτάδι ή Φως. Φωτιά ή Νερό. Αλήθεια ή Θάρρος.
Αυτά ήταν τα έπαθλα, επί λέξη κι ο Βιζιλάνς θα έπρεπε, λέει, να επιλέξει.

    Ποτέ δεν του άρεσε να του θέτουν διλήμματα. Μέχρι τώρα, στη ζωή του, χάραζε αυτός την πορεία και... λουζόταν, το όποιο αποτέλεσμα. Αυτό ήταν που προκαλούσε και την
Ευτυχία που ένιωθε μέσα του. Το ότι, κάθε στιγμή της ζωής του, ήταν αποτέλεσμα δικών του επιλογών.
Ή έτσι νόμιζε...

   -"Λοιπόν, Λανς;" Η φωνή του Σεμίλ Μανζάμπλ διέκοψε κάθε τιτίβισμα των υπολοίπων.

"Νιώθεις πως το έχεις; Εγώ βέβαια, το γνωρίζω, αγαπητέ. Το θέμα είναι αν το πιστεύεις κι εσύ. Η παρουσία σου στην Εταιρία, ήταν προσωπική επιλογή μου όπως γνωρίζεις", είπε ο Σεμίλ.
   -"Η παρουσία μου στην εταιρία σας ήταν δική μου αναζήτηση, κύριε Μανζάμπλ. Και τα στοιχεία που είχατε συλλέξει για τις ικανότητές μου, δε σας προσέφεραν, ειλικρινά, την πολυτέλεια απόρριψης της αιτήσεώς μου", ξεστόμισε ο Βιζιλάνς κι εκείνη τη στιγμή πάγωσε το βλέμμα και το αίμα όλων. Μαζί και το δικό του.

   Το ξύλινο ρολόι της εισόδου, και να λειτουργούσε έως εκείνη τη στιγμή, θα σταματούσε και αυτό, στο άκουσμα των λέξεων του Βιζιλάνς Κρουζ. Προφανώς, αν υπήρχε θεός Προστάτης, Δημιουργός, θα είχε στραμμένη την προσοχή του αλλού εκείνη την ώρα. Αλλιώς, δε θα άφηνε, δε θα επέτρεπε σε κάποιο από τα δημιουργήματά του να τολμήσει να προκαλέσει τον Σεμίλ Μανζάμπλ στο ίδιο του το σπίτι. 

Εκτός κι Αν...
Εκτός κι αν ο Βιζιλάνς Κρουζ, δεν ήταν ένα από τα Δημιουργήματά του.

   -"Διαφωτίστε με σχετικά κύριε Κρουζ;", ρώτησε ο Μανζάμπλ, ακουμπώντας με αργές κινήσεις τα μαχαιροπίρουνα στο πιάτο του και σκουπίζοντας τα χείλη του χαμογελώντας. Πήρε στο χέρι του το ποτήρι με το κρασί και υψώνοντάς το προς τον Βιζιλάνς, τον προκάλεσε, "Παρακαλώ. Αναμένω με ενδιαφέρον".



   Το σώμα του Βιζιλάνς, επικίνδυνα μουδιασμένο, κατέρεε. Πώς ήταν δυνατόν να πει τέτοια κουβέντα; Ποιος έβαλε τα λόγια στην καρδιά του; Ποιος είχε μιλήσει μέσα από τα χείλη του; Κι αν ήταν όντως κάποιος άλλος, πού πήγε τώρα; Πώς τον εξέθεσε και μετά τον εγκατέλειψε να λογοδοτήσει μόνος του εμπρός στο θηρίο;

   
   Με μια αδέξια κίνηση, βγαλμένη από κωμωδία του βωβού κινηματογράφου, ο Βιζιλάνς, στην προσπάθειά του να αντιγράψει τη γεμάτη αυτοπεποίθηση κίνηση του Σεμίλ Μανζάμπλ, κατέφερε το ασύληπτο.
Αφήνωντας το πιρούνι του στο πιάτο, κατόρθωσε να κτυπήσει το μαχαίρι το οποίο, αφού διέγραψε μια πλήρη περιστροφή στον αέρα κι έριξε το ποτήρι του με το κρασί, έπεσε στη συνέχεια στο πάτωμα.

   Θα έπαιρνε κανείς όρκο πως, μετά τα προκλητικά λόγια του προς τον Μανζάμπλ, η καρδιά του Βιζιλάνς είχε αρνηθεί να στείλει την παραμικρή σταγόνα αίμα στο κορμί του... Παγωμένος, ακίνητος, χλωμός, ψάχνοντας εξήγηση για όσα τόλμησε να πει.

Κι όμως, μετά από αυτήν την σκηνή, το πρόσωπό του κοκκίνησε μέσα σε μια στιγμή. Κάθε ίχνος αυτοπεποίθησης που θα μπορούσε να είχε συλλέξει, εξαφανίστηκε μέσα σε ένα απλανές βλέμμα ντροπής.

   Έσκυψε αργά και παίρνοντας μια βαθειά ανάσα, προσπάθησε να φτάσει το πεσμένο στο πάτωμα μαχαίρι.

Με τα μάτια του θολά και το μυαλό του απασχολημένο να γεννήσει λέξεις ικανές να τον βγάλουν από αυτή την απρόβλεπτη κατάσταση, ο Βιζιλάνς συνειδητοποίησε πως έπρεπε να γονατίσει ελαφρά ώστε να φτάσει το μαχαίρι.
"Ε, όχι. Λυπήσου με πια", αναλογίστηκε, ελπίζοντας πως αν υπάρχει Κάποιος ικανός να τον βοηθήσει, να το έκανε εκείνη τη στιγμή. Ίσως αυτός ο ίδιος που τον έμπλεξε.

   Έγειρε λίγο περισσότερο, και μέτρησε την ανάσα του ώστε να δώσει τέλος σε αυτήν την Κατάδυση με μια κίνηση. Μάζεψε όση δύναμη του είχε μείνει και λύγισε κι άλλο το κορμί του 
αγγίζοντας επιτέλους το μαχαίρι μα τότε, κάτω από το τραπέζι, αντίκρυσε δυο πανύψηλα δέντρα, να απομακρύνονται αργά και βασανιστικά, το ένα από το άλλο κι ανάμεσά τους, στο βάθος, να εμφανίζεται μια πηγή. Μια πηγή που, τον καλούσε προς το μέρος της.
"Δεν είναι δυνατόν!", σκέφτηκε.
Ανοιγόκλεισε τα μάτια του για μια στιγμή κι όταν τα ξανάνοιξε, τα δέντρα ήταν και πάλι σφιχτά αγκαλιασμένα, το ένα δίπλα στο άλλο.
   Μάζεψε το πεσμένο μαχαίρι από το πάτωμα, το ακούμπησε στο τραπέζι και κοίταξε πρώτα τον Μανζάμπλ κι έπειτα την Λωραίν.
Αμίλητος, σήκωσε απολογητικά τους ώμους του, για να εισπράξει ένα ζεστό χαμόγελό της, γεμάτο κατανόηση. Κάτι που δεν πέρασε απαρατήρητο από το Μπαζίλ και τον Αντουάν.
Ο Μανζάμπλ, πάλι, αρκέστηκε σε ένα ανάλαφρο περιπαικτικό σχόλιο που, ήταν αρκετό, ίσως κι απαραίτητο, για να επανέλθει η συζήτηση στο σημείο που είχε σταματήσει και να ξαναρχίσει να κτυπά η καρδιά του Βιζιλάνς.


   Ήταν τόσο γελοίο το όλο περιστατικό που, κανείς δεν επέστρεψε στην προηγούμενη διαφαινόμενη διαμάχη. Κανείς. Σα να είχαν συγχωρήσει τον αφελή κύριο Κρουζ και να θεώρησαν πως δεν θα ήταν άξιο σχολιασμού κι εξηγήσεων το θράσος που επέδειξε στιγμές νωρίτερα έναντι του κυρίου Μανζάμπλ.

   "Ίσως και να ήταν Θάρρος Σεμίλ. Ίσως και να ήταν Θάρρος κι όχι αφελές θράσος όπως νομίζεις. Χαίρομαι που δεν έχεις αναγνωρίσει ακόμα ποιος πραγματικά είμαι", σκέφτηκε από μέσα του ο Βιζιλάνς.


Κι αυτό ήταν που πάγωσε και πάλι το αίμα στις φλέβες του!

Κι αυτό γιατί, η φωνή μέσα του, δεν έμοιαζε με τη δική του!








...απόσπασμα από το βιβλίο του Hermes Quant, "invitation à dîner", Εκδόσεις LE MALE, 2013