Saturday 3 August 2013

* Εγώ; Βάζω την Άβυσσο...

- Γειά! Μπορώ να κάτσω;
- Περιμένω παρέα.
- Έ, μέχρι να έρθει η παρέα.
- Δεν προλαβαίνεις. Θα έρθει σε Λίγο.
- Αυτό το λίγο, μου αρκεί.
- Κοστίζει το Λίγο μου...
- Πόσο;
- Δυο περιουσίες... κι άλλη μια.
- Χαχαα! Καλό! Το ξέρω αυτό το τραγούδι.
- Το Ξέρεις;
- Ναι.
- Σε ποιον το έχεις τραγουδήσει;
- Τί εννοείς "τραγουδήσει"; Σε κανέναν!
- Πώς λες τότε ότι, το Ξέρεις;
- Το έχω ακούσει εννοώ. Πολλές φορές.
- Κι εμπιστεύεσαι ό,τι ακούς ώστε να λες πως, το Ξέρεις;

- Μυστήρια είσαι... Να κάτσω;
- Δεν θέλω πολλά πολλά  με Αγνώστους.
- Έχεις δίκιο... Με λένε Φοίβο...
- Χα! Πρώτον... το γιώτα, τί το θες; Και δεύτερον... θα μου έκανε κλικ αν σε λέγαν Έφηβο...  ή Άφοβο, έστω.
- Ώχου! Εσένα πώς σε λένε;
- Δεν έχεις κερδίσει ακόμα το δικαίωμα να μάθεις.
- Ά, δεν είσαι δίκαιη! Εγώ...
- ...και μόλις το'χασες!

- Τελικά, να κάτσω;
- Παραμένεις Άγνωστος...
- Μα...
- Μισό! Πάψε! Πάψε πια!
Κοίτα γύρω σου... Πόσοι από αυτούς σε Ξέρουν;
- ...
- Πόσοι;
- ...κανείς. Μόνο εσύ.
- Δεν σε ξέρω Φοίβε. Μόνο το όνομά σου ξέρω κι αυτό επειδή το λες εσύ. Δεν είδα δα και καμιά ταυτότητα...
- Να στη δείξω άμα δεν με πιστεύεις...
- Εσύ την έφτιαξες;
- Μυστήρια είσαι! Όχι βέβαια! Μου την έδωσαν! Επίσημη! Νόμιμη!
- Σου την έδωσαν; Άλλοι; Κι εσύ την δέχτηκες; Την υιοθέτησες...
- Τί εννοείς; Πού το πας;
- Φόβο σε λένε. Το γιώτα τί το θες;
- Φοίβο λέμε.
- Δεν λέμε. Λένε. Εσύ απλά, το δέχτηκες. Κι επειδή εμένα δεν μ' αρέσει... θα σε λέω Φόβο από εδώ και πέρα. Σου πάει. Είναι αυτό που είσαι.

- Στο όρθιο θα τη βγάλουμε; Να κάτσω;
- Παραμένεις Άγνωστος...
- Να σου πω κι άλλα για μένα... Να με μάθεις.
- Περιμένω παρέα σου είπα.
- Τί παρέα επιτέλους;
- Τον Πόνο, το Όνειρο και τη Γνώση...
- Έ;
- Έχεις να προτείνεις κάτι άλλο; Έχεις να μου προσφέρεις κάτι, ώστε να αφήσω ολόκληρη περιουσία να χαθεί; Εγώ βάζω την Άβυσσο... Εσύ, τί βάζεις;
- Έεε... Ταξείδια... Ταξείδια σε θάλασσες αγριεμένες. Σε όλη τη Γη. Όπου μου πεις.
- Πόσο Βαθειά μπορείς να με πας Φόβε;
- Φοίβο ντε!
- Πάψε! Πόσο βαθειά;
- Μυστήρια είσαι! Τί βαθειά; Δεν έχω ντε και κάνα υποβρύχιο! Ταξείδια σου είπα. Στην άγρια θάλασσα. Σε όποια από τις πέντε θες! Τις έχω δαμάσει όλες...
- Χα!

- Τί θα γίνει τώρα; Να κάτσω;
- Άσε, μια άλλη φορά. Περιμένω παρέα σε λίγο.
- Τί λες για την άλλη Δευτέρα; Μια δευτέρα ευκαιρία;
- Θα βρέχει.
- Μυστήρια είσαι! Ποιος σου το 'πε ότι θα βρέχει;
- Δεν περιμένω να μου πει κάποιος το πότε θα βρέξει. Βρέχει όποτε θέλω Εγώ...
Κι ο ήλιος βγαίνει όποτε νιώθω δυνατή να μοιραστώ το Φως του.
- Νόμιζα πως, όταν δέχεσαι το Φως του Ήλιου, γίνεσαι δυνατός όπως και να 'χει...
Ο Ηλιος δίνει Ζωή... έτσι λένε.
- Ω, ναι... δεν είπα το αντίθετο.
- Τότε; Τί;
- Ο Ήλιος, για να δώσει σε κάποιον Φως, θα πρέπει να το στερήσει από κάποιον άλλο. Έτσι είναι η συμφωνία. Για να δεχθώ λοιπόν το Φώς του... θα πρέπει να είμαι έτοιμη να σηκώσω το βάρος του Σκοταδιού που, θα σκεπάσει κάποιον άλλον.
Δεν είμαι έτοιμη ακόμα.

- Άρχισες να κάνεις μεγάλες προτάσεις. Με μπερδεύεις.
- Εσύ με μπερδεύεις μάλλον... με κάποια άλλη. Ίσως εκείνη που πλατσούριζε στην άκρη της Λίμνης... στα ρηχά.
- Δεν υπάρχει άλλη. Δεν υπάρχει καν Λίμνη. Μόνο κάτι απόνερα... από τη βροχή μάλλον, μαζεμένα... Και, να σου πω την αλήθεια; Ούτε που θυμάμαι.
- Σε πιστεύω, Φόβε. Σε πιστεύω.
- Μη με ξαναπείς Φόβο! Φοίβος είναι το όνομά μου!
- Δε χρειάζομαι πλέον να σε αποκαλώ με το όνομά σου. Απλά και μόνο με το χαρακτηριστικό σου. Κι όχι αυτό που προκαλείς. Αλλά αυτό που είσαι
- ...

- Ήρθε η παρέα μου. Πρέπει να φύγω. Θα σου έλεγα να έρθεις μαζί μας μα...
- Με δουλεύεις; Δε βλέπω κανένα!
- Τί να δεις φτωχέ μου; Τον Πόνο, το Όνειρο και τη Γνώση; Αυτά τα νιώθει κανείς... δεν τα βλέπει. Έχεις την εντύπωση πως, αυτοί που αποκαλούμε "Tυφλοί", δεν Πονούν, δεν Ονειρεύονται, δεν Γνωρίζουν... επειδή δεν Βλέπουν;
- Δε θα με συστήσεις;
- Δώσε μου ένα καλό λόγο για να το κάνω, Φόβε...
- ΛΟΙΠΟΝ! ΓΙΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΦΟΡΑ! ΦΟΙΒΟ ΜΕ ΛΕΝΕ! ΦΟΙΒΟ!


- Όντως... μπορεί να είναι κι η τελευταία φορά. Που με ακούς.
       Σου ζήτησα έναν καλό λόγο για να σε συστήσω στην παρέα μου κι εσύ ύψωσες τη φωνή σου, θυμίζοντάς μου και πάλι το όνομά σου. Νομίζω πως, για την ώρα, το όνομά σου, το Εγώ σου και μόνο αυτό, σου είναι αρκετό... Φοίβε.

       Για να αποκτήσεις μια παρέα σαν και τη δική μου... θα πρέπει να ξεκινήσεις να σκάβεις! Να σκάβεις τη λακούβα με τα απόνερά σου. Και να τη σκάψεις τόσο βαθειά, μέχρι που ο Ουρανός να μοιάζει με μια μακρινή φωτεινή κουκίδα σαν κοιτάς ψηλά... και τότε, Φοίβε, να αρχίσεις να κλαις. Να κλαις μέχρι να γεμίσει η λακούβα σου με δάκρυ... και μέσα στο δάκρυ σου αυτό, να κολυμπήσεις μέχρι να αναδυθείς στην επιφάνεια...

       Κι αν ποτέ φτάσεις εκεί... σαν κοιτάξεις γύρω σουθα δεις τη Λίμνη. Και θα ξέρεις πως σου ανήκει. Θα είναι η δική σου Λίμνη. Και τότε θα γνωρίσεις την παρέα μου...
Κι ίσως τότε, να σου πω το όνομά μου.

Άααχ, κουτό παιδί... το γιώτα, τί το θες;






...απόσπασμα από τη ζωή της Θεοδώρας Ζαφειρίου, "Εγώ; Βάζω την Άβυσσο...", Εκδόσεις ΒΥΘΟΣ, 2013