Sunday 2 February 2014

* Παρών στο Παρόν


   "Ένα κάψιμο στο στέρνο… ένα σφίξιμο αριστερά, στο στήθος και μόνιμη τάση για εμετό", είπε ο Ερμής και χαμηλώνοντας τα μάτια, συνέχισε να κάνει σχέδια πάνω στη στάχτη, με την καύτρα από το τσιγάρο του.
   Η Δωροθέα τον κοιτούσε επίμονα. Κάτι δεν ακουγόταν σωστό στα λόγια του. Ή μάλλον, στον τόνο της φωνής του. Έδειχνε καταβεβλημένος. Στο δεξί του χέρι, σιγόκαιγε ένα τσιγάρο που είχε στρίψει μισή ώρα πριν -το οποίο έσβηνε και ξανάναβε με ίδια-έτερη ευχαρίστηση- ζωγραφίζοντας με απαλές, αργές κινήσεις, πάνω στη στάχτη που είχε μαζευτεί στο αυτοσχέδιο, από αλουμινόχαρτο, σταχτοδοχείο του… μα, τα νύχια του αριστερού χεριού του είχαν ήδη σημαδέψει τη σάρκα της παλάμης του, σε μια γροθιά που έσφιγγε όλο και δυνατότερα, αφαιρώντας κάθε σταγόνα αίματος από τις κλειδώσεις των δακτύλων του και μαζεύοντάς το όλο στα ακροδάκτυλα. Μια γροθιά που, αν συναντούσε ξένη σάρκα, μπορούσε να επιφέρει ακόμα και τον…
Λες κι έτσι κρατούσε τις ισορροπίες του. Λες και θυσίαζε ένα μέρος του κορμιού του, μαζεύοντας εκεί όλη την αρνητική ενέργεια που υπήρχε Μέσα του, προκειμένου το υπόλοιπο κορμί να ζει και να αναπνέει ελεύθερο από κάθε μολυνσμένη Σκέψη.

   Είχε περίεργο τρόπο να κρατά ισορροπίες ο Ερμής. Ήταν από εκείνα τα πλάσματα που, αν έπεφτε το μισό κορμί τους στη Φωτιά, αντί να το τραβήξουν μην καεί, θα έριχναν το υπόλοιπο μισό στον Πάγο. Ζούσε στα άκρα, κάθε επιλογή του. Την απόλυτη Οδύνη με την απόλυτη Ηδονή. Όση διάρκεια κι αν είχαν.
   Πλάσματα! Τέλος πάντων. Μια ακόμα Λέξη κι αυτή. Ό,τι σημαίνει για τον καθένα. Όσο άυλο, άλλο τόσο υλικό. Και τα δυο μαζί. Και τίποτα. Ταυτόχρονα.

   Ήταν ήδη Πέντε το απόγευμα κι όμως ένιωθε σαν Οκτώ το πρωί. Σα νυσταγμένη Σκέψη που μόλις τράβηξε μια τζούρα από τον πρώτο πρωινό καφέ.

   - "Πάντα κουβαλάς ένα κομμάτι αλουμινόχαρτο στην τσέπη;", τον ρώτησε με ενδιαφέρον. Αν και Περίεργη από τη Φύση της, οι ερωτήσεις που του υπέβαλε, όσο απλές και καθημερινές κι αν φάνταζαν, έβγαιναν από το στόμα της προς ειλικρινή αναζήτηση της πιο αχνής απάντησής του. Γιατί γνώριζε πολύ καλά πως, κάθε του απάντηση, όσο απλή και καθημερινή φάνταζε κι όσο κι αν αφορούσε στην ερώτηση που του είχε υποβάλει, ήταν απαντήσεις κλειδιά που είτε με τον ένα τρόπο είτε με τον άλλο, της έλυναν άλλες απορίες οι οποίες προέκυπταν κατά τη διάρκεια του Ταξειδιού. Ακόμα κι αν ήταν απλά ένα Ναι ή Όχι.

   Βέβαια, το tripάκι που συμπαρασύρει καμιά φορά τον απλό άνθρωπο, όταν δέχεται μια απάντηση από τέτοιου είδους πλάσματα, είναι το ότι, ως γνώστες των συμπαντικών διαδικασιών, οι απαντήσεις τους είναι και προκλήσεις τους. Απαντήσεις που δίνονται μόνο και μόνο για να προκαλέσουν το αντίθετο από αυτό που φανερώνουν οι Λέξεις. 
Αν και, το Συν-παν… καμιά φορά, καταλαβαίνει πότε πας να επισπεύσεις καταστάσεις.
   Όπως και να είχαν τα πράγματα κι οι δυο τους ανήκαν σε μια ευρύτερη Οικο-έννοια τέτοιων πλασμάτων, για τα οποία ανθρώπινες έννοιες όπως "Χρόνος" κι "Απόσταση" ήταν απλά, Λέξεις.
Και οι Λέξεις… δημιουργήθηκαν για να πλανεύουν.

Εν Αρχή ην ο Λόγος

Για σκέψου, Εν Αρχή, να ήταν η Σκέψις.
Η Νόησις.
Το Νεύμα.
Το Βλέμμα.
Η Ενέργεια.

Πόσο, μα πόσο άχρηστος κι άχριστος θα έμενε ο Λόγος.
Εκείνοι που απέθεσαν το Άνθρωπος σε αυτόν εδώ τον τόπο, του έδωσαν από την αρχή το Λόγο. Για να μην έχει την παραμικρή ελπίδα να επι-κοινωνήσει.
Στη Βαβέλ… δεν έμεινε στη μέση ο Πύργος που χτιζόταν… μα γκρεμίστηκε η Γέφυρα που προ-υπήρχε.

   - "Όχι. Είχα τυλίξει για το δρόμο δυο κομμάτια πίτσα, από χτές το βράδυ. Δεν ήθελα να το αφήσω στο αυτοκίνητο.Έτυχε. Κοίτα να δεις που χρειάστηκε τελικά", της απάντησε και ξανάναψε το τσιγάρο που είχε σβήσει και πάλι.
   - "Κι ο λόγος που δεν τινάζεις τη στάχτη στα βότσαλα πάνω είναι…;", τον ρώτησε, μα αυτή τη φορά από καθαρή περιέργεια μιας και η προηγούμενη απάντησή του, καθόλου, μα καθόλου Συμπαντική δεν της ακούστηκε.
   - "Δωροθέα… κοίτα γύρω σου. Αυτή η παραλία θα έχει αρκετές αναμνήσεις από τη συνάντησή μας αφού φύγουμε. Αν είναι να μείνει Στάχτη πάνω της που, να θυμίζει το πέρασμά μας… καλύτερα να είναι η δικ-…"
   - "Μη!", τον διέκοψε. "Ξέρω… Όχι ακόμα."

   Ο Ήλιος είχε ήδη αρχίσει να πέφτει πίσω από το βουνό και η υπόλοιπη παρέα από αυτά τα ίδια-έτερα πλάσματα ετοιμάζοταν να μπει στο νερό. Οι φωνές τους χαμηλές, ανεπαίσθητες. Πιο πολύ σαν ψίθυροι από άνεμο ένιωθαν. Ή μάλλον, σαν ψίθυροι από κύμα που σβήνει. Ό,τι. Πολύ μικρή σημασία είχε.
Ένα ένα προχωρούσαν με σταθερά βήματα και χάνονταν μέσα στη θάλασσα. 

   
   - "Νεράκι", είπε η Δωροθέα και του έκανε νόημα να τελειώνει επιτέλους με το τσιγάρο του, το οποίο πλέον, ίσα που μπορούσε να το ακουμπά στα χείλη του δίχως να καίγεται.
   - "Θέλεις μια τζούρα πριν το σβήσω;", τη ρώτησε.
   - "Όχι. Δυσκολεύτηκα πολύ να το κόψω. Δεν θέλω να μπω στον πειρασμό", του απάντησε.

   Τύλιξε επιμελώς τη γόπα από το τσιγάρο μέσα στο αλουμινόχαρτο και το άφησε κάτω από τα παπούτσια του.
- "Θύμισέ μου να το πάρω όταν θα φεύγουμε", την παρακάλεσε.
- "Ναι. Θα σου θυμίσω… εκτός κι αν έχουμε γίνει όλοι Στάχτη", του απάντησε.

   Γέλασαν κι οι δυο τους δυνατά. Κι αυτό το γέλιο αντήχησε σε όλη τη χαράδρα που οδηγούσε στην παραλία.
Ήταν ένα δροσερό, καλοκαιρινό απόγευμα. Είχαν συναντηθεί όλα τα ίδια-έτερα πλάσματα σε εκείνη την παραλία. Το καθένα με δικό του μέσον. Είχε κι αυτό το συμβολισμό του.

Σε ετούτη τη Ζωή, μόνοι μας ερχόμαστε.
Όσοι δεν καίγονται στο Ταξείδι κι όσοι μένουν πιστοί στα Θέλω τους, ποτέ δεν φεύγουν 'μόνοι'.


Νεράκι.








...από την ανέκδοτη συλλογή κειμένων, "Έκανα Μια Σκέψη", του Γρηγόρη Κρέζου, 1969-