Sunday 15 February 2015

* Ένα Σάντουϊτς και Δύο Νεκταρίνια

Για άλλη μια φορά, τα πλήκτρα ήταν πληγές…
Τί πλη-Yes δηλαδή… πλη-No ήταν…

Έγραφε και έσβηνε συνεχώς και το ένα μετά το άλλο, τα κείμενά του ίσα που φόρτωναν τη μνήμη του Undo στον κειμενογράφο του φορητού υπολογιστή του…
Τί φορητού δηλαδή… αφόρητου.

Αργός… να σέρνεται στην κυριολεξία, όπως και τα δάκτυλά του που, από κάποια στιγμή και μετά, δεν υπάκουαν.
Αν είχαν μάλιστα, φωνή, θα τον ρωτούσαν, ποιος ο λόγος να τους ζητά να πληκτρολογήσουν, αφού στο επόμενο λεπτό, θα άλλαζε γνώμη. Ξανά…

Κοίταξε την ώρα, πάνω δεξιά στη σκονισμένη και γεμάτη δακτυλιές, οθόνη του υπολογιστή.
12:55'… μεσημεράκι και με ένα ευχάριστα δροσερό αεράκι, να χτυπά στον τοίχο την πλαστική αλυσίδα της κουρτίνας.
Το αεράκι βέβαια, είχε κατορθώσει να ρίξει τρεις τέσσερις φορές, το φωτιστικό δαπέδου που είχε μπροστά από το γραφείο του. Ξέρεις… ήταν από εκείνα τα φτηνά, πανέμορφα φωτιστικά που, είχαν το σκελετό τους ντυμένο με ριζόχαρτο.
Αλλά ήταν τόσο ζεστές και υγρές οι μέρες που είχαν προηγηθεί, οπότε δεν τον χαλούσε και τόσο, το να σηκώνεται από την καρέκλα του, να κάνει το γύρω του γραφείου, και να ξαναβάζει το φωτιστικό στη θέση του, αρκεί να είχε το παράθυρο ανοικτό και να φχαριστιέται το απαλό χάδι του αέρα…
Έτσι κι αλλιώς, ήταν ό,τι κοντινότερο είχε σε χάδι, εδώ και πολύ… πάρα πολύ καιρό.

Για να κουνήσει το φωτιστικό σε διαφορετική θέση, ούτε λόγος.

Δεν του έκοβε μάλλον… ή δεν τον βόλευε αλλού. 
Δεν τον ρώτησα.
Δε μου είπε.

Τρία μπουκάλια νερό, σχεδόν άδεια, δίπλα του και κάτω στη μοκέτα. Δυο από το προηγούμενο βράδυ κι ένα πρωινό… Είχαν ήδη ζεσταθεί και δε μπορούσε να πιει από κανένα. Το χλώριο στο νερό της πόλης του έφερνε αηδία. Στο παγωμένο νερό, η απαίσια αυτή γεύση του χημικού συστατικού, ήταν πιο αμυδρή έως και ανεπαίσθητη, οπότε, το προτιμούσε πάντοτε παγωμένο. Κυριολεκτικά.


Ήθελε πολύ να κατέβει μέχρι την παραλία.

Το κορμί του όμως πονούσε τόσο πολύ που, σχεδόν έπαιζε μες στο μυαλό του, σαν ταινία, τη διαδρομή μέχρι τη θάλασσα και πάλι πίσω.
Δεν το είχε.
Δεν το είχε και τόσο… αν και, στη σκέψη του δροσερού νερού, μέσα στο οποίο θα βουτούσε -αν τελικά πήγαινε- σχηματιζόταν ένα στιγμιαίο χαμόγελο. Κάτι σαν τικ… το οποίο φυσικά, έσβηνε όταν ξανάπαιζε η σκηνή του πηγαινέλα.

Ο αέρας πήρε μαζί του μια στοίβα αλληλογραφία πάνω από το γραφείο και την πέταξε στο πάτωμα.

Και τότε άρχισαν να τον ενοχλούν όλα…

Η καρέκλα που ήταν σκληρή και ζεστή.

Η πόρτα του μπάνιου που κτυπούσε γιατί είχε "κάτσει" λίγο ο μεντεσές.
Η χαρτοπετσέτα που είχε πάνω στο γραφείο από χτες το βράδυ, όταν είχε βάλει δυο φέτες ψωμί με βούτυρο και μαρμελάδα φράουλα.
Τα τρία μπουκαλάκια στο πάτωμα.

Τον ενοχλούσαν οι αγαπημένες δερμάτινες παντόφλες του που, είχαν ξεχειλώσει πια, μετά από τόσα χρόνια αλλά δεν ήθελε να τις αποχωριστεί και μπαινόβγαιναν τα πόδια του.

Το αεράκι που γινόταν όλο και πιο δυνατό.
Η γαμημένη πλαστική αλυσίδα της κουρτίνας που κοπανούσε πάνω στον τοίχο ντάκα-ντούκα.
Το κινητό που το έβαλε να φορτίσει αλλά το άφησε μακρυά και δεν το έφτανε αν δε σηκωνόταν.
Το λαμπάκια και η οθόνη του synthesizer που είχε ακριβώς μπροστά του και τον στράβωναν.

Τον ενοχλούσαν ο αστράγαλος κι ο αγκώνας του που πονούσαν τρεις μήνες τώρα και δεν έλεγαν να περάσουν.

Το μεσαίο δάκτυλο του αριστερού χεριού του που, παρουσίαζε σημάδια παραμορφωτικής αρθρίτιδας.
Τα μαλλιά και τα γένια του που, είχαν μεγαλώσει και τον ενοχλούσαν.
Η πουτανίτσα η φαγούρα στην πλάτη που ήταν πάντοτε ένα πόντο παραπέρα, από εκεί που έφτανε το δάκτυλο.
Το μαλακισμένο το φωτιστικό που έπεφτε κάθε τόσο.
Το σεντόνι του κρεβατιού που δεν το είχε στρώσει καλά πάνω στη βιασύνη του για να κάτσει να…
…γράψει.

- "Θεέ μου πια!", αναφώνησε… "πώς με ανέχεσαι ακόμα;"
Τόση γκρίνια πια; Καλά είχα ησυχάσει.

Κι εκεί, χαμογέλασε και πάλι… κι όλα ομόρφυναν ξανά.

Μέχρι και η γαμημένη πλαστική αλυσίδα της κουρτίνας, έγινε ρυθμική και εκείνο το ντάκα-ντούκα της του θύμισε κάποιο τραγούδι. Δίπλωσε ένα κομμάτι χαρτί, κατά μήκος, και πάλεψε να ξύσει την πλάτη του. Το ρίγος της ευχαρίστησης που ένιωσε, ήταν παρόμοιο με εκείνο της απόλαυσης σαν ξύνει κανείς το αυτί. 
Κοίταξε τους ευκάλυπτους στην πίσω αυλή. Χόρευαν μάλλον στο ρυθμό της… αλυσίδας.




Από το δωμάτιό του φαινόταν και η ταράτσα του εμπορικού κέντρου.
Στο parking εκείνο είχε ζήσει υπέροχες στιγμές τα τελευταία τεσσεράμιση χρόνια.
Κουβέντες. Φαγητό στα γρήγορα. Σκέψεις μοναχικές. Τσιγάρα αμέτρητα. Φωτογραφίες άλλες τόσες!
Το parking στην ταράτσα του εμπορικού κέντρου, προσέφερε μια υπέροχη θέα των γύρω προαστίων. Ειδικά τα δυτικά της πόλης. Χανόταν το μάτι προς το βάθος της χώρας ώσπου, η καμπύλη του ορίζοντα έσβηνε τα δέντρα και τις κεραμμοσκεπές που ξεπηδούσαν εδώ κι εκεί ανάμεσά τους.
Υπέροχα ηλιοβασιλέματα, γεμάτα αναμνήσεις που λέει κι ο ποιητής (ή γεμάτα απολαύσεις που έλεγε μια παλιά διαφήμιση… αν και, εκείνα ήταν Ηλιομαγειρέματα).
Πρέπει να είχε πάνω από πεντακόσιες φωτογραφίες από ηλιοβασιλέματα, σκορπισμένες στα διάφορα κινητά τηλέφωνα που είχε κατά καιρούς. Παίζει και να ήταν το αγαπημένο του σημείο της πόλης.
Και τώρα που το σκεφτόταν καλύτερα… όσο διάστημα έμεινε πιο κοντά στην αγαπημένη του θάλασσα που, του χάριζε πανέμορφες Ανατολές… του είχε λείψει αυτό το parking.





Η ώρα ήταν μία και τριάντα τέσσερα.

Η θάλασσα τον καλούσε και πάλι.
Θα πήγαινε. Ναι. Δε γινόταν τελικά να μην πάει.
Θα ήταν λίγο σκότωμα… αλλά το ήθελε πολύ. Πάρα πολύ.
Έτσι κι αλλιώς. Μόνος ήταν.
Μα, στην κυριολεξία μόνος.

Μια ολόκληρη Ήπειρος δική του, δίχως ένα φίλο. Ένα συγγενή. Μόνο τον εαυτό του.
Γνωστούς; Αρκετούς.
Εχθρούς; …Χα! Μάλλον ναι.
Ανθρώπους που θα ήθελαν να τον δουν να υποφέρει. Ή και να τον ήθελαν νεκρό. Να έπαυε να υπάρχει τέλος πάντων στη ζωή τους. Τώρα, το αν θα ψόφαγε ή αν θα εξαφανιζόταν, δεν έπαιζε για εκείνους και μεγάλο ρόλο… αρκεί να μην ήταν μες στα πόδια τους.

Τρία μπουκάλια νερό δίπλα του και τα τρία ζεστά…
Ξαναβίδωσε το καπάκι και άφησε το μπουκάλι στο πάτωμα… αφού, προς στιγμήν, είχε ξεχαστεί και το 'χε φέρει ως στα χείλη για να πιει.

Έβγαλε τα ακουστικά από το κεφάλι του, μιας και το θεώρησε ηλίθιο εκ μέρους του, αφού εδώ και μιάμιση ώρα δεν άκουγε μουσική.
Κι όμως… η αλλαγή στην ένταση των ήχων της πόλης τον ξένισε.
Λες και μες στα ακουστικά του έβρισκε καταφύγιο. Ίσως και να ήταν έτσι. Ίσως και να άκουγε μουσικές και να μην το ήξερε.
Ξέρεις… από εκείνες τις άλλες που, το ανθρώπινο αυτί δεν συλλαμβάνει.

Και να που, αυτό το γαμημένο ερώτημα τον χτύπησε ξανά…

Πόσο Άνθρωπος ήταν;
Πόσο τον επηρέαζαν, πόσο του έλλειπαν και πόσο είχε βαρεθεί όλα εκείνα που, λάτρευαν να ασχολούνται οι Άλλοι;

Πόσο Άλλος ήταν;

Πόσο Ίδιος;

Κοίταξε ξανά στο βάθος, μακρυά, έξω από το παράθυρο… και συνειδητοποίησε ποιο ακριβώς σημείο του parking στην ταράτσα του εμπορικού έβλεπε!
Την επόμενη φορά, θα καθόταν εκεί, στη γωνία και θα έψαχνε τον ορίζοντα μέχρι να βρει το παράθυρό του…
Ποιος ξέρει… ίσως και να έβλεπε τον εαυτό του, καθισμένο σε ετούτο δα το γραφείο, να τον κοιτάζει και αυτός!
Μα(!) τον όποιο θεό της παράνοιας... Θα τον χαιρετούσε!

Το κινητό του είχε φορτίσει.
Θα έφτιαχνε ένα σάντουϊτς και θα 'παιρνε και δύο νεκταρίνια στην παραλία.
Κι ένα μπουκαλάκι νερό.
Παγωμένο.





Απόσπασμα από τη ΣυνΛογή "Σκέψεις ΕπίΣκέψεων", του Γρ. Κρέζου