Saturday 2 November 2013

* Νεράκι

Παγιδευμένοι Δαίμονες.
Μνήμες που φανερώνονται
και Λογική Μαζικής Παραγωγής
που αντιστέκεται σθεναρά στα Θέλω.
Στα Θέλω της Αλήθειας.

Αναζητήσεις Εξώκοσμες που, νιώθουν ένοχες γιατί,

είναι Αγνές και Ακαλούπωτες.
Ξένες προς την Ανθρώπινη μορφή.
Αναζητήσεις του Εγώ. Του Εσύ.
Του Πώς και του Γιατί μας.

Κύτταρα Συνομώτες που αψηφούν

τους Νόμους του Μυαλού.
Των ματιών και...
των λοιπών ΤΕΣΣ4ΡΩΝ ελλιπών αισθήσεων.
Κύτταρα Συνομώτες που ακούν μονάχα την Καρδιά
και σκίζουνε τη Σάρκα.

Καρδιά που συντονίζεται. Μυαλό που συνωστίζεται.

Συχνότητες που μπλέκουν. Ανθρώπινες.
Μήκη και Πλάτη ασύμμετρα.
Μακριά από το Μαύρο.

Πρασινογάλανα νερά γεμάτα προσδοκία.

Να μπεις και μέσα να χαθείς,
να νιώσεις τη Μαγεία.
Μακριά από το Ανθρώπινο, έστω για μια Ζωή.
Και μέσα τους,
κάθε "Ποτέ" που ορκίστηκες,
να αναιρεθεί.

Στο Γκρίζο κάθε ρίζας σου, να κρύβεται Σοφία.

Πόνος που τον ξεχρέωσες, για να γευτείς τη Γνώση.
Κι όλο αυτό, κάποια στιγμή, να χώνεται στο Μέσα.
Στο Εδώ σου. Στο Εκεί.
Κομμάτια από το Ένα.

Όλα είναι Ταξείδι σου. Σταθμός και στάλα Αίμα.

Το "Θέλω", απλά,
τη διαδρομή μονάχα καθορίζει.
Προορισμός; ...και Τελικός;
Ίσως και να μην παίζει.
Μα, πάλι... εκείνος ο Σταθμόςσαν κάτι να θυμίζει.


Πέρασες, μα Φοβήθηκες.
Τόλμησες, μα Ηττήθηκες.
Γέρασες, μα Αρνήθηκες.
Ακόμα, εκείνος ο Σταθμός, σαν κάτι να θυμίζει.

Πέθανες, μα Γεννήθηκες.
Ξέχασες, μα Θυμήθηκες.

Το Αφεντικό, σε περιμένει στη γωνία,

Παίρνει απ' τα χέρια σου το Εγώ,
Το αλλάζει, το διαλύει,
στο ξαναδίνει.
Απ' την Αρχή, γυρίζει την Κλεψύδρα και μετράει.
Πόσο καιρό θα σου πάρει αυτήν τη φορά,
να Γεννηθείς, να Θυμηθείς, να Ζήσεις.



Όπως ένα πεντάχρονο, συνέχεια ανακαλύπτεις...
Χαζό, δεκαπεντάχρονο, ζητάς την εμπειρία...
Σαν το εικοσπεντάχρονο, νομίζεις πως ορίζεις...
Αχ, τριανταπεντάχρονο... φεύγεις, ξαναγυρίζεις...
Και σαρανταπεντάχρονο, τώρα στο παραένα,
θα 'χεις στο Μέσα, Δύναμη. Αλλόκοτη.

Θυμήσου αυτά τα λόγια!


Γιατί, οι Δαίμονες, αέναοι ΔαήμονεςΓνωρίζουν.
 Κι αργά η γρήγορα,
θυμάται, το Σκοτάδι τους και μυστικά προδίδει.
Όχι πως ήτανε Κρυφά.
Απλά, ήταν Ξεχασμένα.
Στο Πριν, στο Τώρα, Στο Μετά,
δεν έχει σημασία.

Και ρίχνονται στην Άβυσσο. Είναι δεν είν' δική τους.

Συγκοινωνούνε πάντα αυτές και βρίσκεται η Άκρη,
Κι η Μέση. Ίσως κι Αρχή.
Μέχρι να πιάσουν πάτο.
Μέχρι οι φιάλες πια, κενές, να είναι μόνο βάρος.
Κι η Άνωση, ανύπαρκτη.
Μέχρι να βρεις το θάρρος.

Και Δαίμων με Δαήμονα, μονάχα, για βοήθεια


Μέχρι η Λήθη να Λυθεί και να γενεί Α-Λήθη-Α.







- (...)

- (!)

- (...)
- (;)
- (...)
- "Τί; Αυτό ήταν, παππού; Τελείωσε;"
- "Όχι. Να, λίγο Νεράκι να πιω και θα σου πω και το υπόλοιπο."
- "Παππού, τόσο πολύ διψάς;"
- "Όχι παιδί μου. Δε διψώ."
- "Μα, κι όλο αυτό το νερό;"
- "Νερό; Αχ, καλό μου! Νεράκι είναι παιδί μου. Νεράκι. Μαγικό."
- "Παππού, τρελάθηκες;"
- "Ναι. Εδώ και Ζωές ολόκληρες."
- "Ζωές ολόκληρες! Νεράκι μαγικό! Παππού, πάει! Όντως τρελάθηκες!"
- "Ναι... Αυτό μου έλεγε κι η Νονά μου!"
- "Η Νονά σου;"
- "Ναι... Ναι. Εκείνη. Καμιά φορά, τη ζάλιζα, ξέρεις. Κι εκείνη, πάντα, χαϊδεύοντάς μου τα μαλλιά, μου έλεγε, 'Πάει άγγελέ μου! Εσύ, τρελάθηκες τελείως!'...και μετά συμπλήρωνε, 'Μα, την Αγαπώ την Τρέλα σου... Με κάνει να αντέχω τη δική μου."





..από την ανέκδοτη συλλογή κειμένων, "Έκανα Μια Σκέψη", του Γρηγόρη Κρέζου, 1969-