Wednesday 4 July 2018

* American Honey 'Sting', by Wild Turkey

- "Κατάντια...", μουρμούρησε μέσα από τα δόντια του και τινάχτηκε κατευθυνόμενος προς το σαλόνι.

Έξι μήνες...
Παπάρια... Ποιοι έξι μήνες; Παραπάνω ήταν!
Ούτε καν θυμόταν πότε ήταν η τελευταία φορά που είχε καταγράψει την παραμικρή Σκέψη. Στο blog του δηλαδή. Γιατί, από μαλακίτσες εδώ κι εκεί στα κοινωνικά δίκτυα, άλλο τίποτα.

- "Κατάντια και ξεφτίλα μαζί...", της γκρίνιαξε όταν έπεσε πάνω της. Τον είχε ακούσει που γκρίνιαζε κι είχε σηκωθεί από την αγαπημένη της γωνιά του καναπέ κι έψαχνε να τον βρει, για να δει τί ήθελε. Εκείνος την προσπέρασε κι επέστρεψε στο γραφείο του. Στο γραφείο Της δηλαδή. Ή πιο σωστά, στο δωμάτιο που χρησιμοποιούσε για γραφείο του, στο σπίτι Της.
Αυτό το "μαζί" ήταν αρκετά ακριβό, από κάθε άποψη. Τόσο ακριβό που δεν είχε φροντίσει εδώ κι έξι μήνες να αγοράσει μια μπουκάλα από το αγαπημένο του ποτό.
Εδώ που τα λέμε, δεν υπήρχε περίπτωση να το βρει στην χώρα τούτη αλλά θα μπορούσε προφανώς να βρει κάτι παρόμοιο. Ένα Jim Beam Honey ίσως ή ένα Drambuie, έστω.

- "Ένα κρασί; Μια μπύρα; Ένα ωραίο limoncello;", αντιπρότεινε εκείνη κοιτάζοντας το ψυγείο, ανεβάζοντάς του το αίμα στο κεφάλι.

Όχι ρε πούστη... ένα Wild  Τurkey 'American Ηoney Sting' ήθελε. Αλλά πού; Πού;
Βέβαια, την απάντηση τη γνώριζε... "Σε κάθε κάβα της άλλης του πατρίδας". Εκεί.
Εκεί μπορούσε να το βρει.





Υποκατάστατα... Αυτή είναι η ζωή τελικά;
Ένα μάτσο υποκατάστατα;
Μήπως το πιο κρυφό μυστικό της ανθρώπινης ευτυχίας είναι κρυμμένο εκεί; Στα υποκατάστατα; Σε όλα τα ευπρόσιτα που, θυμίζουν μεν αυτό που θέλει κάποιος, χωρίς όμως να είναι ακριβώς αυτό που πραγματικά θέλει;
Υποκατάστατα και συμβιβασμοί;
Ίσως και να ήταν έτσι.

Το τέρας υψώνοταν και πάλι ομπρός του... λες και παραμόνευε να του την πέσει στην πρώτη λάθος κίνηση.
Τέρας αληθινό.
Και άγριο.
Ο τελευταίος 27ιντσος iMac της γενιάς του, με τη λευκή σελίδα του editor να περιμένει την πρώτη του κίνηση. Το πάτημα του πρώτου πλήκτρου που, θα εμφάνιζε τον πρώτο χαρακτήρα στο πρώτο κείμενο της χρονιάς... αρχές Ιούλη.
Έξι μήνες.
Πάνω από έξι μήνες.

Και... να που πάτησε το πρώτο πλήκτρο.
Και στην οθόνη δεν άλλαξε το παραμικρό. Ούτε μια κουκίδα δεν εμφανίστηκε στη λευκή σελίδα του editor, μιας και είχε καταλάθος πατήσει το escape.

- "Χα... escape", σκέφτηκε κι ήπιε άλλη μια γουλιά παγωμένο νερό. Έτσι. Για να μάθει, αφού δεν είχε αξιωθεί να αγοράσει έστω μια μπουκάλα αλκοόλ της προκοπής.
Εκείνη είχε διάφορα ξύδια στην κάβα της αλλά... απείχαν παρασάγγας από τα θέλω του.
Αν και, φλέρταρε με την ιδέα ενός παγωμένου Southern Comfort, το οποίο όμως, μόνο comfort δεν θα του έφερνε μιας και είχε κατεβάσει αμέτρητα λίτρα από δαύτο, κάποια τριάντα χρόνια πριν κι ο οργανισμός του δεν το σήκωνε άλλο. Ούτε να το μυρίσει.

Γύρισε κι έριξε μια ματιά στη βερμούδα του.
Η σκέψη του άδειου από χρήματα πορτοφολιού στην πίσω τσέπη, του έφερνε αηδία.
Πώς διάλο τα είχε καταφέρει έτσι; Αν μη τι άλλο, στην άλλη πατρίδα δεν είχε ξεπέσει τόσο, σε καμία φάση της εκεί ζωής του.
Ζητιάνος ένιωθε τώρα δα.
Να τρέχει δώδεκα ώρες την ημέρα μακρυά από το σπίτι και να φτάνει στα μέσα του μήνα δίχως να περισσεύει μία.
Ξέρεις... μία για πάρτη του.
Πόσο ακριβό ήταν αυτό το "μαζί"...

Τράβηξε τα μάτια από τη βερμούδα και τα έκανε μια βόλτα γύρω του. Στο δωμάτιο. Στον πίνακα με την συναισθηματική μεν αξία αλλά με την απαίσια τεχνική κι την απολύτως εμπορική και 'δήθεν' άποψη του καλλιτέχνη, στην αραχνοΰφαντη κουρτίνα, η οποία του έκοβε τη θέα στον άθλιο ακάλυπτο, στη μισάνοικτη πόρτα από την οποία κατάφερνε να δει έως πέρα, στην κουζίνα που, η καλή του είχε ξεχάσει και πάλι τα φώτα αναμμένα, στη διπλωμένη σιδερώστρα, η οποία αναπαυόταν επιμελώς ακουμπισμένη στην βαριά ξύλινη αρχειοθήκη... στο γυάλινο γραφείο του με τον μεταλλικό σκελετό -ναι, αυτό το συγκεκριμένο ήταν Του. Το είχε αγοράσει ο ίδιος με χρήματά Του, με το που πάτησε το πόδι Του πίσω στην πατρίδα. Την πρώτη πατρίδα... που είχε γίνει δεύτερη για αρκετά χρόνια και που εδώ κι έξι μήνες είχε ξαναγίνει πρώτη. Κι ας ένιωθε πιο ξένη και από τους υπόλοιπους ξένους τόπους που είχε επισκεφτεί στη ζωή του.

Στη συνέχεια πάτησε κι άλλα πλήκτρα. Πολλά... Πάρα πολλά. Με μανία.
Αλλά ένα από δαύτα κόντευε να το λιώσει. Το backspace.
Για να σβήνει όσα έγραφε, τα οποία του φαίνονταν ηλίθια. Παιδικά. Σκέψεις κι ερωτήματα "δήθεν". Πιο δήθεν κι από την άποψη του καλλιτέχνη του πίνακα που είχε απέναντί του.
Λες γι αυτό να μην είχε έμπνευση τόσους μήνες; Επειδή απέναντί του δεν είχε πλέον το πάρκο με τα πράσινα και ροζ και μωβ φυλλώματα... αλλά έναν πίνακα άτεχνο εμπρός, έναν άθλιο ακάλυπτο δεξιά και την αντανάκλαση του άθλιου ακάλυπτου στον καθρέφτη της ντουλάπας αριστερά;
Πόσο πολύ του έλειπε η δεύτερη πατρίδα, τελικά;

Τελικά, τεκίλα...

Τί είναι πατρίδα;
Κάτι σαν ρετσινιά ας πούμε;
Κάτι που κολλάει πάνω σου και το κουβαλάς για την υπόλοιπη ζωή σου;
Πρέπει να το γράφεις με κεφαλαίο 'π' ή όχι; Ή μήπως πρέπει να το γράφεις με ό,τι του αξίζει;
Σε στιγματίζει άραγε και σε τί βαθμό; Μπορείς να ξε-πατριστείς αν το θελήσεις; Και δεν εννοώ να φύγεις από τον τόπο... αλλά να φύγει ο τόπος από μέσα σου. Κι αν ναι, τί χρειάζεται; Μήπως αυτό το "πατρίδα" είναι δεμένο και με τίποτε άλλο που κουβαλάς και, αν βγει από μέσα σου, το πάρει μαζί του;
Ή ακόμα χειρότερα... σε πάρει μαζί του;

Το μουντιάλ ήταν σε πλήρη εξέλιξη, είχε ματσάρα στην τηλεόραση κι εκείνος μαλακιζόταν και πάλι μπροστά στο τέρας. Να γράφει...
To be honest, υπήρξαν πάμπολλες φορές που, καθόταν μπροστά στο τέρας και μαλακιζόταν κανονικά.
Με τσόντες. Ή και φωτογραφίες, σκέτες. Ξέρεις... για να φτιάχνει τα δικά του σενάρια.
Ανασήκωσε για λίγο τα γυαλιά του. Πούτσες... διπλά τα έβλεπε δίχως αυτά.
Πώς διάλο στραβώθηκε και δαύτος που, καυχιόταν για την όρασή του;
Κι η γαμημένη μοίρα το έφερε έτσι και η δουλειά που είχε βρει επιστρέφοντας στην πρώτη πατρίδα, τον είχε να κάθεται οκτώ ώρες τη μέρα μπροστά σε έναν, τί άλλο... iMac.
Τους είχε σιχαθεί πια. Και μάλιστα, εκείνος της δουλειάς ήταν 21" και του έμοιαζε τόσο μικρός και κουραστικός, καθώς και το keyboard αλλά και το mouse που ήταν καλωδιωμένα κι όχι smart και Bluetooth όπως το δικό του. Κούραση και μόνο να τα κοιτάς.

Η ζαλάδα μετά από τόσες ώρες μπροστά στους υπολογιστές είχε αρχίσει να τον τελειώνει... οπότε, με βαριά καρδιά κι εν μέσω εμπνεύσεως, έβαλε το τέρας για ύπνο και κατευθύνθηκε προς το σαλόνι. Εκεί. Μαζί της.
Στο "μαζί" τους.

Άραγε... τί σημαίνει "μαζί";
Μήπως σημαίνει Δίπλα;
Κολλητά;
Στον ίδιο χώρο;
Στην ίδια χώρα;
Δηλαδή, τα ζευγάρια που δε συγκατοικούν, δεν είναι μαζί;
Όχι τίποτε άλλο... αλλά γνώριζε ζευγάρια που συγκατοικούσαν αλλά δεν είχαν υπάρξει καν "μαζί" για μια στιγμή.
Λες να υπήρχε κανά φθηνότερο "μαζί"; Κάτι πιο οικονομικό στην τσέπη, αν μη τι άλλο που, να είναι πλούσιο στα υπόλοιπα; Μήπως τελικά, όλο αυτό που συμβαίνει παγκοσμίως, να είναι ένα όπλο που χτυπά όχι τις τσέπες... αλλά τα "μαζί";

Δίπλα στο σταθμό του τρένου, είναι ένας άστεγος, τον οποίο συναντά κάθε μέρα, τόσο στο πήγαινε όσο και στο έλα. Αυτός ο άστεγος έχει πάντοτε αγκαλιά ένα γατάκι... Ένα λευκό γατάκι, με το οποίο κοιμούνται πάντοτε μαζί...
Χα... μαζί.
Ίσως το "μαζί" να μην χρειάζεται οικονομική άνεση after all.

Στα αυτιά του αντηχούσε ακόμα ο ήχος από το βίντεο που έπαιζε στο background, όσο εκείνος έγραφε. Όσο κατέγραφε τις Σκέψεις του δηλαδή.
Εδώ και χρόνια, είχε βρει ένα βίντεο στο διαδίκυτο, το οποίο έβαζε να παίζει για να χαλαρώνει. Για να χαλαρώνει το κορμί, όσο τσιτώνοταν η Σκέψη.
"60 minutes of Woodland Ambience" ήταν ο τίτλος του. Ηχογράφηση σε δάσος της Πεννσυλβάνια. Ρυάκι, θρόισμα φύλλων και πουλιά. Φυσική ηχογράφηση κι όχι από αυτά τα βιομηχανοποιημένα υποκατάστατα που παίζουν εδώ κι εκεί με sampl-αρισμένους ήχους.
Χάζεψε για λίγο τηλεόραση και μετά από ώρα, αποφάσισε να την ακολουθήσει στο κρεβάτι.

Η νύχτα υπήρξε σύντομη απόψε.
Ένας ρυθμικός θόρυβος τον είχε ξυπνήσει από νωρίς. Να ήταν τέσσερις; Πέντε;
Συνεχίστηκε μέχρι και τις εφτά το πρωί ώσπου, κάποια στιγμή ξύπνησε κι εκείνη.
Ο τεχνικός της δορυφορικής έφευγε, έχοντας τελειώσει ο άνθρωπος μέσα σε πέντε λεπτά. Κύριος. Ήρθε στην ώρα του. Τους εξήγησε τα βασικά. Τσέκαρε την εγκατάσταση. Έκανε τις μετρήσεις του και τους χαιρέτισε.
Εκείνος, επέστρεψε στο γραφείο του και ξύπνησε το τέρας. Στο γραφείο της δηλαδή.
Τέλος πάντων, στο γυάλινο γραφείο Του, το οποίο ήταν στο δωμάτιο που χρησιμοποιούσε για γραφείο του, στο σπίτι Της.

- "Αυτό το Λίγο, μου αρκεί..."
- "Το Λίγο μου, κοστίζει."
Κάπως έτσι πήγαινε ένας διάλογος που είχε αποτυπώσει σε κάποιο κείμενό του, πέντε χρόνια πριν. Στην άλλη του πατρίδα.
Και να λοιπόν που, αυτό το "μαζί", το οποίο χαιρόντουσαν για τόσο "λίγο" κάθε μέρα, όντες απασχολημένοι με τα της επιβιώσεως, κόστιζε τόσο "πολύ".
- "Πόσο;"
- "Δυο περιουσίες κι άλλη μια..."
...συνεχιζόταν ο διάλογος και, μα τον όποιο θεό των -ανά το ΣύνΠαν- "μαζί", είχε υπάρξει για άλλη μια φορά προφητικός...

Το μόνο που του έμενε ήταν να βρει τρόπο να γίνει και profit-ικός.
Γιατί, ήθελε ο πούστης μια γουλιά τώρα δα.
American Honey 'Sting', από την Wild Turkey.




...απόσπασμα από το βιβλίο "Κέρδισα μια πατρίδα χάνοντας μια παρτίδα", Γρ. Κρέζος