Thursday 21 July 2016

* Φρίκη

Σίγουρα έφταιγε...
Και μόνο εκείνη.
Γι αυτό και την κατηγορούσε συνεχώς. Σε κάθε φράση του.
Με κάθε φράση του.
Προς εκείνη. Σε άλλους. Μπροστά στα μούτρα της.
Δημόσια.
Σίγουρα έφταιγε.
Εκείνη.

Κι αυτό, επειδή πλατσούριζε. Στα ρηχά.
Νύχτα μέρα.
Είχε αφεθεί στην ελαφρότητα του Ανθρώπινου.
Και είχε αφεθεί με τέτοια θέρμη που, είχε πάψει να σκέφτεται κάθε τί άλλο.
Κι εκείνος πάσχιζε καθημερινά να τη συνεφέρει. Να την αρπάξει από το μαλλί... ή κι από το πόδι. Να την ξεκολλήσει από την παραλία της και να τη σύρει πίσω στα βαθιά.
Και να την αφήσει να βυθιστεί.
Μόνη αυτή τη φορά. Δίχως φιάλες.
Έστω για μια στιγμή.
Μπας και θυμηθεί.
Μπας και συνέλθει.

Μάταιο.
Λες και την είχε ξεβράσει το κύμα, σαν καράβι που εξόκειλε.
Κι εκείνη, όχι μόνο είχε ξοκείλει... αλλά έμοιαζε να έχει ρίξει κι άγκυρα.
Μην πάει και την ξανατραβήξει μέσα.
Το πάθος της.
Το λάθος της.
Η άμπωτη.
Ό,τι...

Η μέση του πονούσε τρομερά.
Είχε πιαστεί καμιά βδομάδα πριν, μετά το μπάνιο. Ψύξη.
Ή την ηλικίας του κουσούρια.
Κι οι δυο αγκώνες του.
Κι οι δύο όμως...
Συνεννοημένοι.
Κατηγορούσε τη δουλειά γι αυτό.
Τους άλλους που, κοπροσκύλιαζαν και έπεφτε όλο το βάρος της αποθήκης πάνω του.

Πήρε το χειριστήριο του PlayStation στα χέρια του και συνέχισε το παιχνίδι του.
Δε θα επέτρεπε να τον σκοτίσουν άλλο οι μαλακίες του Κόσμου.
Όχι για την επόμενη μισή ώρα, αν μη τι άλλο.
Στο επόμενο ματς παιζόταν η πρόκριση στους ομίλους. Δεν είναι να αστειεύεται κανείς με τέτοια πράγματα.
Άραγε, στο επόμενο Update, θα έβαζαν και το γήπεδο της αγαπημένης του ομάδας ή μπα;

Η μυρωδιά από το ψάρι που έψηνε του είχε σπάσει τη μύτη...
Πεινούσε.
Και φυσικά, θα έτρωγε.
Η ομάδα είχε περάσει στην επόμενη φάση, οπότε μπορούσε να κάνει ένα διάλειμμα για φαγητό.
Τέντωσε τα χέρια του κι έτριψε ασυναίσθητα τον αριστερό του αγκώνα...
Πονούσε πολύ. Πάρα πολύ.
Παίζει και να είχε πάθει καμιά σοβαρή ζημιά και να μην το είχε πάρει χαμπάρι.

Έκατσε στον καναπέ, έβαλε μια ταινία να παίζει κι άρχισε να τσακίζει λαίμαργα το ψάρι.
Φιλέτα πέρκας, πανέ στο φούρνο.
Με μπόλικο λεμόνι.
Πόσους μήνες είχε να φάει;
Το τελευταίο φιλέτο θα πρέπει να το κατέβασε με δυο μπουκιές...

Κι εκεί... χάθηκε.



Ξύπνησε πολύ αργότερα.
Θα πρέπει να είχαν περάσει δυο ζωές.
Ίσως και τρίτη.
Άνοιξε ζαλισμένος τα μάτια και κοίταξε την ώρα.
Δώδεκα και σαρανταεπτά.
- "Ρε πούστη μου! Σαραντεφτά; Πότε πήγα κιόλας σαρανταεφτά!"
Έριξε μια ματιά γύρω του, να σιγουρευτεί ότι, δεν τον περιμένουν κι άλλες εκπλήξεις.
...
Όλα καλά.
Η ταινία είχε τελειώσει και το αρχικό μενού του DVD έπαιζε ξανά και ξανά, ποιος ξέρει εδώ και πόση ώρα. Σαρανταεφτά χρόνια μάλλον.
Το κομπιούτερ ανοικτό, το πιάτο στο πάτωμα, η χαρτοπετσέτα και το πιρούνι λίγο πιο πέρα, το μπουκάλι της κόκα κόλας, μισάνοικτο να έχει ποτίσει το κάλυμμα του καναπέ και το παράθυρο πίσω του... φυσικά είχε μείνει μισάνοικτο κι αυτό.
Εννοείται πως, τώρα, εκτός από τη μέση, τον πονούσε κι ο αυχένας με τόσο ρεύμα και υγρασία.
Έτριψε και πάλι τον αγκώνα του που, πονούσε ακόμα και μάζεψε το χάλι από το χαλί.
Έβαλε το ένα κινητό να φορτίζει και πήρε το άλλο στα χέρια του, γυρνώντας στον καναπέ.

Το δεύτερο κινητό δεν είχε κάρτα. Το είχε μόνο για παιχνίδια και να χαζεύει καμιά είδηση εδώ κι εκεί.

Την επόμενη στιγμή που κοίταξε την ώρα, είχε ήδη πάει δύο το πρωί.
Μία ώρα και... να παίζει αυτή τη μαλακία τα Busters.
Η μπαταρία τελείωνε ξανά, η συσκευή έκαιγε, ο σβέρκος του είχε λοκάρει σε μια στάση μόνο κι ο αγκώνας του τον είχε σκίσει στον πόνο.

Έριξε μια ματιά στα emails του, πλήρωσε λογαριασμούς και νοίκι μέσω internet banking και έβαλε το κινητό να φορτίζει ξανά, παίρνοντας το άλλο στο χέρι.
Το πέταξε πρόχειρα πάνω στον καναπέ και μπήκε στο μπάνιο να βουρτσίσει τα δόντια του.
Στα πεταχτά κι αυτό, μιας και υπέφερε κάθε που λύγιζε το χέρι.

Άνοιξε κι έστρωσε τον καναπέ για να κοιμηθεί.
Εδώ και τρεις μήνες δεν είχε αξιωθεί να πάρει μια γαμημένη σκάλα για να ανεβαίνει να κοιμάται σαν άνθρωπος στο κρεβάτι του.
Το είχε φτιάξει υπερυψωμένο και είχε χώσει από κάτω το γραφείο με το κομπιούτερ, PlayStation, τηλεόραση, ράφια, ηχοσυστήματα, φωτιστικά κι όλα τα καλά που θα ήθελε ένας... έφηβος να έχει όταν θα είναι πια πενήντα.

Το κρεβάτι το είχε φτιάξει εκεί πάνω ώστε να κερδίσει χώρο, μιας και η γκαρσονιέρα που νοίκιαζε, με το ζόρι χωρούσε αυτόν και τη μιζέρια του.
Κι εκείνος, εκτός από τη μιζέρια, είχε κουβαλήσει μαζί του όνειρα, ελπίδες, ιδέες, σκέψεις, μουσικές, χρώματα, λέξεις...
Πού να χωρέσουν όλα αυτά σε είκοσι τετραγωνικά;

Έσβησε φώτα, τσέκαρε κλειδαριά και ξάπλωσε παίρνοντας, τί άλλο, το κινητό στο χέρι.

Φυσικά και το πέταξε στο πάτωμα με τη μία.

Του ήταν αδύνατο να κρατήσει τον αγκώνα του λυγισμένο.
Κι η κλείδωση αυτή, πονούσε φρικτά.


Όπως επίσης, του ήταν αδύνατο να μην παραδεχτεί πως, η ζημιά στο χέρι του ήταν εξαιτίας του κάθε κινητού, τηλεκοντρόλ και χειριστηρίου που κρατούσε για ώρες ολόκληρες μαλακιζόμενος κάθε μέρα.
Κι η παραδοχή αυτή, πονούσε φρικτά.

Όπως επίσης, ήταν φανερό ότι, εκείνος ήταν που πλατσούριζε καθημερινά στα ρηχά του... ζώντας απωθημένα μιας άλλης ζωής, σα γέρος που αγόρασε Ferrari με το εφάπαξ.
Κι η παγίδα αυτή, πονούσε φρικτά.

Όπως επίσης, είχε συνειδητοποιήσει πως, εκείνη, όχι μόνο δεν πλατσούριζε αλλά έκανε βήματα μπροστά, έχοντας πάρει τη ζωή στα χέρια της, συνεχίζοντας από εκεί που το είχαν αφήσει και παρά τις όποιες ανησυχίες της, κοιτούσε το μέλλον όσο εκείνος αναμασούσε το πριν, κατηγορώντας εκείνη για να ακούει στην ουσία, αυτός.
Κι η ενοχή αυτή, πονούσε φρικτά.

- "Φρίκη μου... σε αγαπώ", ψιθύρισε κι έκλεισε τα μάτια, πριν καν ακούσει κι ο ίδιος τα λόγια του αυτά.

Ίσως, στον ύπνο του να έριχνε καμιά βουτιά.
Ίσως, στον ύπνο του και να ερχόταν εκείνη.
Να τον άρπαζε από το μαλλί... ή κι από το πόδι. Να τον ξεκολλήσει από την παραλία του και να τον σύρει πίσω στα βαθιά.
Και να τον αφήσει να βυθιστεί.
Μόνος αυτή τη φορά. Δίχως φιάλες.
Μπας και θυμηθεί.
Μπας και συνέλθει.




...απόσπασμα από τη ΣυνΛογή κειμένων "Η Επιστροφή", Γρ. Κρέζος 1969 -